Γιατί χρειάζεται ο Στέφανος Κασσελάκης να παντρευτεί τον σύντροφό του;

19/10/2023
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την Οδηγία του 2004 αναγνωρίζεται δικαίωμα άδειας διαμονής σε χώρα της Ε.Ε. ακόμη και για συζύγους που δεν είναι πολίτες κράτους μέλους της Ε.Ε. Αυτό σημαίνει ότι ένας Έλληνας που έχει γάμο με μία Αμερικανίδα η σύζυγος αυτομάτως αποκτά κανονική άδεια διαμονής στην Ελλάδα λόγω συζυγικού δεσμού. Τι γίνεται όμως με τους γάμους ομοφύλων; Υποχρεώνει η Ε.Ε. στα κράτη μέλη της να αναγνωρίσουν τον γάμο ανάμεσα σε έναν πολίτη κράτους Ε.Ε. και σε έναν ομόφυλο πολίτη κράτους εκτός Ε.Ε.;

γράφει ο Βασίλης Σωτηρόπουλος*

Η απάντηση δόθηκε το 2018 από το Δικαστήριο της Ε.Ε.:  Ο R. A. Coman διαθέτει την ρουμανική και την αμερικανική ιθαγένεια και γνώρισε στην Νέα Υόρκη τον Ιούνιο του 2002 τον R.C.Hamilton, αμερικανό πολίτη. Το ζευγάρι συγκατοίκησε στη Ν.Υόρκη από το 2005 έως το 2009 και στην συνέχεια ο κ. Coman εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες προκειμένου να εργαστεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως βοηθός βουλευτή, ενώ ο κ. Hamilton εξακολούθησε να ζει στη Ν.Υόρκη. Τον Νοέμβριο του 2010 το ζευγάρι σύναψε γάμο στις Βρυξέλλες. Το 2012 το ζευγάρι απευθύνθηκε στην αρμόδια αρχή της Ρουμανίας, προκειμένουν να ενημερωθούν για την διαδικασία και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο κ. Hamilton (που δεν ήταν πολίτης κράτος μέλους της Ε.Ε.) θα μπορούσε, ως μέλος της οικογένειας του κ. Coman να αποκτήσει δικαίωμα νόμιμης διαμονής στην Ρουμανία για χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών που του επιτρεπόταν ούτως ή άλλως. Όμως, η αρμόδια αρχή της Ρουμανίας απάντησε ότι ο κ. Hamilton είχε δικαίωμα μόνο 3μηνης διαμονής, διότι σύμφωνα με τον ρουμάνικο αστικό κωδικα δεν αναγνωρίζεται ο γάμος όσον αφορά άτομα του ίδιου φύλου και επιπροσθέτως δεν ήταν δυνατόν να παραταθεί το δικαίωμα του κ. Hamilton για προσωρινή διαμονή στην Ρουμανία για λόγους οικογενειακής επανένωσης. Το ζευγάρι άσκησε προσφυγή κατά της απόρριψης αυτής στο αρμόδιο πρωτοδικείο του Βουκουρεστίου, με αίτημα να διαπιστωθεί η δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, ΄σοον αφορά την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας εντός της Ένωσης και να υποχρεωθεί η αρμόδια αρχή να παύσει την δυσμενή αυτή διάκριση και να τους καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Στο πλαίσιο της ένδικης αυτής διαφοράς, οι R. A. Coman κ.λπ. προέβαλαν ένσταση αντισυνταγματικότητας του άρθρου 277, παράγραφοι 2 και 4, του αστικού κώδικα. Ισχυρίζονται, συγκεκριμένα, ότι η μη αναγνώριση, όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος διαμονής, των γάμων μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου που συνάπτονται στην αλλοδαπή συνιστά παράβαση των διατάξεων του Συντάγματος της Ρουμανίας που προστατεύουν το δικαίωμα στην προσωπική, την οικογενειακή και την ιδιωτική ζωή, καθώς και των διατάξεων σχετικά με την αρχή της ισότητας. Το πρωτοδοκείο του Βουκουρεστίου απηύθυνε αίτημα στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρουμανίας (Curtea Constituțională) να αποφανθεί επί της ένστασης αντισυνταγματικότητας. Το Συνταγματικό Δικαστήριο με την σειρά του διατήρησε αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί σε διάφορες έννοιες που περιλαμβάνονται στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/38 υπό το πρίσμα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της Ε.Ε. και της πρόσφατης νομολογίας του Δ.Ε.Ε. και του Ε.Δ.Δ.Α., οπότε αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διάφορα προδικαστικά ερωτήματα.

Στο ερώτημα εάν στον όρο “σύζυγος” που περιλαμβάνεται στην Οδηγία 2004/38 νοείται και ο ομόφυλος που έχει τελέσει γάμο με πολίτη της Ε.Ε. σε κράτος που προβλέπεται ο γάμος ομοφύλων, το Δ.Ε.Ε. παρατηρεί ότι ο όρος “σύζυγος” κατά την έννοια της εν λόγω Οδηγίας είναι ουδέτερος όσον αφορά το φύλο “και μπορεί επομένως να περιλαμβάβει τον ίδιου φύλου σύζυγο του εν λόγω πολίτη της Ένωσης” (παρ. 35 της απόφασης). Δηλαδή το Δ.Ε.Ε. αρκείται στην μη έμφυλη διατύπωση του όρου στην συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη. Προβαίνει όμως και σε μία κατ’ αντιδιαστολή κρίση στην παρ. 36, καθώς και σε άλλες κρίσεις που ενισχύουν το συμπέρασμα που εξάγεται με βάση την γραμματολογική προσέγγιση της διάταξης:

“36. Πρέπει να σημειωθεί περαιτέρω ότι ενώ, για τον χαρακτηρισμό ως «μέλους της οικογένειας» ενός συντρόφου με τον οποίο πολίτης της Ένωσης έχει σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους, το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 παραπέμπει στις προϋποθέσεις που προβλέπει η σχετική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ο εν λόγω πολίτης σκοπεύει να μεταβεί ή να διαμείνει, το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω κατ’ αναλογίαν, δεν περιέχει, αντιθέτως, τέτοια παραπομπή όσον αφορά τον όρο «σύζυγος», κατά την έννοια της προμνησθείσας οδηγίας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος δεν είναι δυνατόν να επικαλείται το εθνικό του δίκαιο προκειμένου να αποκλείσει την αναγνώριση στο έδαφός του –όσον αφορά τη χορήγηση και μόνον παράγωγου δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτου κράτους– του γάμου που συνήψε ο υπήκοος τρίτου κράτους με τον ιδίου φύλου πολίτη της Ένωσης εντός άλλου κράτους μέλους και σύμφωνα με τη νομοθεσία του.

37. Βεβαίως, η προσωπική κατάσταση, στην οποία υπάγονται οι σχετικοί με τον γάμο κανόνες, αποτελεί τομέα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, το δε δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα αυτή (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2003, Garcia Avello, C-148/02, EU:C:2003:539, σκέψη 25, της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C-267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 59, καθώς και της 14ης Οκτωβρίου 2008, Grunkin και Paul, C-353/06, EU:C:2008:559, σκέψη 16). Επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέπουν ή να μην προβλέπουν τον γάμο μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, D. Parris, C-443/15, EU:C:2016:897, σκέψη 59).

38. Εντούτοις, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, προς τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελευθερία κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει στο έδαφος των κρατών μελών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2003, Garcia Avello, C‑148/02, EU:C:2003:539, σκέψη 25, της 14ης Οκτωβρίου 2008, Grunkin και Paul, C-353/06, EU:C:2008:559, σκέψη 16, καθώς και της 2ας Ιουνίου 2016, N. Bogendorff von Wolffersdorff, C-438/14, EU:C:2016:401, σκέψη 32).

39. Πλην όμως, τυχόν δυνατότητα των κρατών μελών να επιτρέπουν ή να αρνούνται την είσοδο και τη διαμονή στο έδαφός τους τους σε υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος έχει συνάψει γάμο με ιδίου φύλου πολίτη της Ένωσης εντός κράτους μέλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του, αναλόγως του αν ότι οι διατάξεις του εθνικού δικαίου προβλέπουν ή όχι τον γάμο μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, θα είχε ως αποτέλεσμα να διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης που έχουν ήδη κάνει χρήση της ελευθερίας αυτής, αναλόγως των σχετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ., C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψη 67). Μια τέτοια κατάσταση θα ήταν αντίθετη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου την οποία ο γενικός εισαγγελέας υπενθύμισε στο σημείο 73 των προτάσεών του, κατά την οποία, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η οδηγία 2004/38 και των σκοπών που αυτή επιδιώκει, οι διατάξεις της, οι οποίες εφαρμόζονται εν προκειμένω κατ’ αναλογίαν, δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύονται συσταλτικώς και δεν πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να καθίστανται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (αποφάσεις της 25 Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ., C-127/08, EU:C:2008:449, σκέψη 84, και της 18 Δεκεμβρίου 2014, McCarthy κ.λπ., C-202/13, EU:C:2014:2450, σκέψη 32).

40. Επομένως, η άρνηση των αρχών κράτους μέλους να αναγνωρίσουν, όσον αφορά τη χορήγηση και μόνον παράγωγου δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτου κράτους, τον γάμο του με ιδίου φύλου πολίτη της Ένωσης,, υπήκοο του εν λόγω κράτους μέλους, ο οποίος συνήφθη κατά τη διάρκεια της πραγματικής τους διαμονής σε άλλο κράτος μέλος και σύμφωνα με τη νομοθεσία του τελευταίου αυτού κράτους, μπορεί να παρακωλύσει την εκ μέρους του πολίτη αυτού άσκηση του κατοχυρωμένου στο άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δικαιώματός του να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών. Πράγματι, η άρνηση αυτή θα έχει ως συνέπεια να στερηθεί ενδεχομένως ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης τη δυνατότητα να επιστρέψει στο κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος, συνοδευόμενος από τον/την σύζυγό του.

41. Πάντως, κατά πάγια νομολογία, περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων ο οποίος, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι ανεξάρτητος από την ιθαγένεια των οικείων προσώπων, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο βάσει αντικειμενικών λόγων γενικού συμφέροντος και εφόσον είναι ανάλογος προς τον θεμιτώς επιδιωκόμενο από το εθνικό δίκαιο σκοπό (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2008, Grunkin και Paul, C-353/06, EU:C:2008:559, σκέψη 29, της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Martens, C-359/13, EU:C:2015:118, σκέψη 34, καθώς και της 2ας Ιουνίου 2016, N. Bogendorff von Wolffersdorff, C-438/14, EU:C:2016:401, σκέψη 48). Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένα μέτρο είναι ανάλογο όταν είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Martens, C-359/13, EU:C:2015:118, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42. Όσον αφορά τους λόγους γενικού συμφέροντος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πλείονες κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο επισήμαναν, στο πλαίσιο αυτό, τον θεμελιώδη χαρακτήρα του θεσμού του γάμου και τη βούληση πλειόνων κρατών μελών να διατηρήσουν την αντίληψη ότι ο γάμος αποτελεί ένωση μεταξύ άνδρα και γυναίκας, η οποία προστατεύεται σε ορισμένα κράτη μέλη με κανόνες συνταγματικής ισχύος. Η Λεττονική Κυβέρνηση επισήμανε ως εκ τούτου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η μη αναγνώριση των γάμων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου που έχουν συναφθεί σε άλλο κράτος μέλος αποτελεί περιορισμό του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από λόγους που συνδέονται με τη δημόσια τάξη και με τη μνημονευόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ εθνική ταυτότητα.

43. Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών της, η οποία είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή (βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 2ας Ιουνίου 2016, N. Bogendorff von Wolffersdorff, C‑438/14, EU:C:2016:401, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η έννοια της «δημοσίας τάξεως» ως δικαιολόγηση παρεκκλίσεως από θεμελιώδη ελευθερία πρέπει να ερμηνεύεται στενά, ούτως ώστε το περιεχόμενό της να μην καθορίζεται μονομερώς από κάθε κράτος μέλος, άνευ ελέγχου εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Ως εκ τούτου, επίκληση της δημόσιας τάξεως χωρεί μόνο σε περίπτωση πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 2ας Ιουνίου 2016, N. Bogendorff von Wolffersdorff, C-438/14, EU:C:2016:401, σκέψη 67, καθώς και της 13ης Ιουλίου 2017, A, C-193/16, EU:C:2017:542, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45. Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι η υποχρέωση ενός κράτους μέλους να αναγνωρίσει τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου που έχει συναφθεί σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τη νομοθεσία του, αποκλειστικώς για τη χορήγηση παράγωγου δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτου κράτους, δεν θίγει τον θεσμό του γάμου στο πρώτο αυτό κράτος μέλος, ο οποίος καθορίζεται στο εθνικό δίκαιο και υπάγεται, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Η υποχρέωση αυτή δεν επιβάλλει στο εν λόγω κράτος μέλος να προβλέψει, στο εθνικό του δίκαιο, τον θεσμό του γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου. Το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται απλώς να αναγνωρίζει τέτοιους γάμους, που έχουν συναφθεί εντός άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του, αποκλειστικώς και μόνον ώστε να καθίσταται δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων που τα άτομα αυτά αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης.

46. Επομένως, τέτοια υποχρέωση αναγνωρίσεως, με αποκλειστικό σκοπό τη χορήγηση παράγωγου δικαιώματος διαμονής σε υπήκοο τρίτου κράτους, δεν θίγει την εθνική ταυτότητα ούτε απειλεί τη δημόσια τάξη του οικείου κράτους μέλους.

47. Πρέπει να σημειωθεί επιπλέον ότι ένα εθνικό μέτρο το οποίο είναι ικανό να παρακωλύσει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων δεν μπορεί να δικαιολογείται παρά μόνον εφόσον είναι σύμφωνο με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, του οποίου την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín, C-165/14, EU:C:2016:675, σκέψη 66).

48. Όσον αφορά την έννοια του «συζύγου» στο άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη είναι θεμελιώδες.

49. Συναφώς, όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 έχουν την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με εκείνα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.

50. Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι η σχέση που διατηρεί ένα ζεύγος ομοφύλων μπορεί να εμπίπτει στην έννοια της «ιδιωτικής ζωής», καθώς και της «οικογενειακής ζωής», όπως ακριβώς και η σχέση ενός ζεύγους ετεροφύλων ευρισκόμενου στην ίδια κατάσταση (απόφαση του ΕΔΔΑ της 7ης Νοεμβρίου 2013, Βαλλιανάτος κ.λπ. κατά Ελλάδας, CE:ECHR:2013:1107JUD002938109, § 73, καθώς και απόφαση του ΕΔΔΑ της 14ης Δεκεμβρίου 2017, Orlandi κ.λπ. κατά Ιταλίας, CE:ECHR:2017:1214JUD002643112, § 143).

To Δ.Ε.Ε. με αυτή την απόφαση έχει τηρήσει τα νομικά όρια της επικουρικής λειτουργίας του ενωσιακού δικαίου, αναγνωρίζοντας ότι το θέμα του γάμου παραμένει στο πλαίσιο της αρμοδιότητας του κράτους, χαράσσοντας όμως μια πολύ σαφή διαχωριστική γραμμή: την περίπτωση κατά την οποία η μη αναγνώριση του γάμου που τελέστηκε σε άλλο κράτος που τον αναγνωρίζει παρεμποδίζει τις ενωσιακές ελευθερίες της μετακίνησης και οικογενειακής μετακίνησης. Το πρόσθετο στοιχείο είναι ότι το Δ.Ε.Ε. κρίνει ότι αυτή η αναγνώριση των γάμων που έχουν τελεστεί σε άλλα κράτη δεν θίγει την “εθνική ταυτοτητα” και την “δημόσια τάξη” του κράτους μέλους που οφείλει να σεβαστεί τον γάμο που έχει συναφθεί στο εξωτερικό. Με αυτές τις πολύ σημαντικές νομικές κρίσεις του, το Δ.Ε.Ε. έχει καταστήσει σαφές ότι το περιθώριο ενός ευρωπαϊκού κράτους να μην αναγνωρίζει τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών σε άλλη χώρα έχει εκλείψει εντελώς. Με αυτό τον τρόπο καθίσταται σαφές ότι τα κράτη μέλη οδηγούνται, λόγω της νομικής πίεσης που αναπτύσσεται με τις δύο ταχύτητες που ευθέως διαπιστώνονται στην απόφαση (κράτη που αναγνωρίζουν τον γάμο ομοφύλων και κράτη που δεν αναγνωρίζουν τον γάμο ομοφύλων) να επιλέξουν σε ποια κατηγορία κρατών θα ανήκουν και ως προς την εσωτερική έννομη τάξη.

Παρ’ όλ’ αυτά, η Ρουμανία αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δ.Ε.Ε., δηλαδή δεν μετέβαλε την πολιτική της αρμόδιας υπηρεσίας κατόπιν των απαντήσεων που δόθηκαν, με αποτέλεσμα οι Coman και Hamilton να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά της Ρουμανίας το έτος 2020 οπότε και το Ε.Δ.Δ.Α. κοινοποίησε την προσφυγή στο καταγγελλόμενο κράτος. Σύμφωνα με το έγγραφο της κοινοποίησης της προσφυγής1, μετά την απόφαση του Δ.Ε.Ε., το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρουμανίας έκρινε το έτος 2018 ότι οι σχετικές διατάξεις του ρουμανικού αστικού κώδικα είναι σύμφωνες με το σύνταγμα μόνο εφόσον ερμηνευθούν κατά τρόπο ώστε να επιτρέπεται το δικαίωμα των συζύγων ομόφυλου ζευγαριού που έχει συνάψει γάμο σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. να διαμένουν σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο στην Ρουμανία. Στη συνέχεια, οι προσφεύγοντες ζήτησαν την συνέχιση της εκδίκασης της υπόθεσης στο πρωτοδικείου του Βουκουρεστίου, το οποίο όμως απέρριψε την υπόθεση λόγω παραγραφής, διότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν ζητήσει την συνέχιση εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της έκδοσης της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση, η οποία όμως απορρίφθηκε το έτος 2020. Στη συνέχεια, προσέφυγαν στο Ε.Δ.Δ.Α., για παραβίαση, μεταξύ άλλων και του δικαιώματος περί δίκαιης δίκης, ισχυριζόμενοι ότι η διαδικασία θα έπρεπε να συνεχιστεί αυτεπαγγέλτως μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Σε έρευνα που έχει διεξαχθεί, για το κατά πόσον άλλα κράτη που δεν αναγνωρίζουν τον γάμο έχουν συμμορφωθεί με το σκεπτικό της απόφασης Coman του Δ.Ε.Ε., έχει καταγραφεί το εξής ανησυχητικό αποτέλεσμα: σε ερωτηματολόγιο που απευθύνθηκε στις ελληνικές αρχές, η Βουλή των Ελλήνων στο ερώτημα “εάν ένα έγγαμο ομόφυλο ζευγάρι εγκατασταθεί στην χώρα σας, η χώρα αναγνωρίζει τον γάμο: α) για τους σκοπούς της ελεύθερης μετακίνησης (επανένωσης οικογενειών) με αυτοδίκαιη άδεια εισόδου και παραμονής και για τον πολίτη τρίτης χώρας που είναι σύζυγος του πολίτη Ε.Ε. για την άσκηση των δικαιωμάτων ελεύθερης μετακίνησης, όπως επιβάλλεται από την απόφαη Coman & Hamilton του Δ.Ε.Ε.”, η απάντηση ήταν: “όχι”. Μια συμπληρωματική απάντηση είναι ότι “ο γάμος τους εξομοιώνεται με σύμφωνο συμβίωσης”, χωρίς όμως να δίνονται πληροφορίες σχετικά με το άν αυτό οδηγεί στην έκδοση άδειας παραμονής για ομόφυλο σύζυγο πολίτη Ε.Ε.

Αντίστοιχα, το Κοινοβούλιο της Κύπρου απάντησε “όχι, μεταξύ ομοφύλων προσώπων αναγνωρίζεται μόνο το σύμφωνο συμβίωσης. Η κυπριακή νομοθεσία δεν αναγνωρίζει γάμο ατόμων του ιδίου φύλου”. Η ίδια έρευνα καταγράφει πάντως ότι η Ελλάδα, η Κύπρος, η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Σλοβενία μεταχειρίζονται τους ομόφυλους συζύγους ως μέρη συμφώνου συμβίωσης για τους σκοπούς της έκδοσης άδειας παραμονής. Ωστόσο, η έρευνα υποστηρίζει ότι τέτοια υποβάθμιση της έννοιας του γάμου από τα κράτη μέλη δεν είναι αποδεκτή από το ενωσιακό δίκαιο, ιδίως από την οπτική της απαγόρευσης διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού δυνάμει του άρθρου 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της Ε.Ε.

Πράγματι, η υποχρέωση έγγαμων ομόφυλων ζευγαριών να αντιμετωπίζονται ως “μέρη συμφώνου συμβίωσης” είναι μια πρακτική που παραβιάζει τα δικαιώματα τους και ιδίως την θεμελιώδη ιδιότητα αστικής κατάστασης ως έγγαμο πρόσωπο. Αντίστοιχη είναι η πρακτική και στην χορήγηση θεωρήσεων που ενώ προβλέπεται για έγγαμα ζευγάρια, ειδικά για τα ομόφυλα έγγαμα ζευγάρια υπάρχει η πρόσθετη υποχρέωση, για λόγους ασφάλειας, να συνάπτουν ελληνικό σύμφωνο συμβίωσης, προκειμένου να αποφεύγουν περιττές γραφειοκρατικές περιπέτειες. Αυτό όμως δεν συνιστά συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο, αλλά αποτελεί σαφέστατα διάκριση, καθώς μεταχειρίζεται έγγαμους πολίτες ως άγαμους.

Επομένως, φέρνοντας ο Κασσελάκης τον γάμο του με τον Τάιλερ στην Ελλάδα και ζητώντας από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Μεταναστευτικής πολιτικής να δώσει στον Τάιλερ άδεια διαμονής σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, γνωρίζοντας ότι το Υπουργείο αρνείται συστηματικά να το κάνει αυτό, θα ανοίξει ένα σημαντικό δρόμο για την αναγνώριση των γάμων ομόφυλων ατόμων που έχουν γίνει στο εξωτερικό.

Αυτό θα είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη, αν και αυτονόητη κατά το ενωσιακό δίκαιο.

Η δημοσιότητα που θα αποκτήσει το θέμα με μια τέτοια εξέλιξη στην υπόθεση του γάμου Κασσελάκη – Μακμπέθ θα είναι τόσο σημαντική ώστε να επισπεύσει τις αναγκαίες νομοθετικές εξελίξεις.


Ο Βασίλης Σωτηρόπουλος είναι δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.




Δες και αυτό!