Τα σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα, αφορούν σε μολύνσεις αλλά και φλεγμονές που μεταδίδονται διαμέσω της σεξουαλικής επαφής.
Η μόλυνση προέρχεται κυρίως από μικροοργανισμούς, βακτήρια ή ιούς που μεταφέρονται μέσω των σωματικών υγρών κατά την διάρκεια της σεξουαλικής συνεύρεσής (κολπική, πρωκτική και στοματική). Τα νοσήματα που μεταδίδονται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, τη σύφιλη, τη γονόρροια, τις χλαμυδιακές λοιμώξεις, τον έρπητα των γεννητικών οργάνων, τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων, γνωστό ως κονδυλώματα, τις ηπατίτιδες και τη λοίμωξη (ΑΙDS) που προκαλείται από τον HIV.
Πολλές φορές τα άτομα που νοσούν δεν εμφανίζουν συμπτώματα έχοντας ως αποτέλεσμα να μένουν αδιάγνωστα διασπείροντας τις νόσους, εν αγνοία τους. Συνεπώς, η έγκαιρη διάγνωση των ΣΜΝ είναι κομβικής σημασίας για την πρόληψη και τον περιορισμό τους.
Τα τελευταία χρόνια η επιστημονική κοινότητα αναγνωρίζει τα ΣΜΝ ως ένα εκ των βασικών κινδύνων για τη δημόσια υγεία, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την ανάγκη ενημέρωσης, πρόληψης και κυρίως εξάλειψης του στίγματος που συνοδεύει τα άτομα που νοσούν. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση νέων εργαλείων που μας δίνεται ως αποτέλεσμα των επιστημονικών εξελίξεων δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά ανάγκη. Ένα από αυτά τα νέα εργαλεία είναι και ο μοριακός έλεγχος μολυσματικών νοσημάτων, που αποτελεί και την πιο αξιόπιστη και ευαίσθητη (σε σχέση με τον απλό βιοχημικό έλεγχο) μέθοδο ανίχνευσης, αφού η υψηλή ευαισθησία του τεστ αποτελεί την καλύτερη μέθοδο ανάλυσης των παθογόνων μικροοργανισμών ΣΜΝ.
Πιο συγκεκριμένα, με ένα απλό δείγμα ούρων, σπέρματος ή μέσω καλλιέργειας ουρηθρικού, απομονώνεται το γενετικό υλικό των προς εξέταση παθογόνων, το οποίο και ανιχνεύεται με τη -γνωστή σε όλους μας μέθοδο από την εποχή του COVID1- μέθοδο PCR. Πέρα όμως από την αυξημένη ευαισθησία, άρα και αυξημένη αξιοπιστία της συγκεκριμένη μεθόδου, με αυτόν τον τρόπο καθίσταται δυνατή η ανίχνευση πολλαπλών Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων και όχι μόνο ενός, όπως συμβαίνει με μια απλή αιματολογική εξέταση.
Αυτό το στοιχείο είναι από πιο κομβικά σημεία διαφοροποίησης με τις παραδοσιακές μεθόδους ανίχνευσης, αφού με αυτόν τρόπο ανιχνεύονται, όχι μόνο οι πιθανώς αδιάγνωστοι ασθενείς αλλά και το ποσοστό των ασθενών εκείνων που με την παραδοσιακή μέθοδο διάγνωσης ενδέχεται να λάμβαναν ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η πλειοψηφία της επιστημονικής κοινότητας για τούς ιούς ΗΙV, HCV και ΗΒV, συστήνει το πρώτο στάδιο της πρόληψης να είναι διαμέσω ανοσολογικών εξετάσεων (ο απλός αιματολογικός έλεγχος) και η μετέπειτα επιβεβαίωση με ειδικές μοριακές εξετάσεις. Σαφέστατα, αν ο κίνδυνος έκθεσης στον ιό για κάποιον είναι υψηλότερος συστήνεται η εξ αρχής εφαρμογή του μοριακού ελέγχου.
Σε περίπτωση που ο ασθενής είναι ήδη θετικός, είναι απαραίτητος ο μοριακός έλεγχος για την ποσοτική μέτρηση του ιικού φορτίου για την χαρτογράφηση της νόσου και την κατάλληλη προσαρμογή της θεραπείας που θα πρέπει να λάβει
Οι σύγχρονες μοριακές τεχνικές, αποτελούν την πρώτη απάντηση της επιστημονικής κοινότητας στην απαίτηση για πιο εξατομικευμένη και αξιόπιστη πρόληψη. Αξίζει να σημειωθεί ο τομέας της μοριακής διαγνωστικής εξελίσσεται συνεχώς προσθέτοντας συνεχώς νέες εξετάσεις προς ανίχνευση αλλά και τελειοποιώντας την μοριακή τεχνική ως μέθοδο, αυξάνοντας όχι μόνο την αξιοπιστία της μεθόδου, αλλά μειώνοντας και το κόστος για τον ασθενή.
Κλείσε ραντεβού για έναν μοριακό έλεγχο ΣΜΝ στο genelabs.gr (Παστέρ 15, πλ. Μαβίλη) και στο τηλ. 210 6444730.