Κάτι μου φταίει. Μην είναι η καραντίνα; Μην είναι αυτή η υποψία άνοιξης; Δεν ξέρω, πάντως αυτή η περίοδος με σφίγγει, δεν είναι στο νούμερο μου, λυπάμαι αλλά θα την επιστρέψω με κάρτα αλλαγής.
Από τη Μελίτα Σκαμπώ
Τη μια μέρα με ενοχλεί ο καιρός, την άλλη η κυβέρνηση και τούμπαλιν. Βέβαια, όσο να πεις, αυτός δεν είναι καλός καιρός, και αυτή δεν είναι καλή κυβέρνηση. Μήπως, τελικά, για όλα φταίει η κυβέρνηση; Μήπως να ρίξω όλα τα βάρη και τις ενοχές μου σε αυτήν; Μπα, όχι. Κάπου πρέπει να φταίω κι εγώ, αλλά δεν έχω εντοπίσει σε τι ακριβώς φταίω.
Άσχετο, αλλά έσπασε και το τακούνι από τις καλές μου γόβες. Εκεί που βαυκαλιζόμουν μόνη στο σπίτι μακιγιαρισμένη και απαστράπτουσα -γκντουπ! Πάρ’ την κάτω. Στάθηκα ακίνητη στο δάπεδο και αναρωτιόμουν αν τα ασθενοφόρα εξοπλίζονται με βαμβάκια ντεμακιγιάζ. Ευτυχώς δεν είχα πληγές. Πληγές στο έξω, γιατί από πληγές στο μέσα να φαν’ κι οι κότες. Α προπό, πώς τον έλεγαν εκείνον τον Φαραώ; Αυτόν με τις πληγές μωρέ, ξέρεις. Ο Τουταγχαμών αποκλείεται, θα το θυμόμουν. Άστο μωρέ, τι τα σκαλίζεις τώρα;
Τι έλεγα; Α, ναι. Κάτι μου φταίει και δε νομίζω ότι έχω άδικο. Πήξαμε στις δολοφονίες και στις επιθέσεις ενέδρας. Το αίμα στις οθόνες μας ρέει άφθονο, κατακόκκινο και εκδικητικό. Περιοδικά, sites και δελτία ειδήσεων, όλα έχουν την ίδια απόχρωση. Κι αν θελήσω να αλλάξω σκηνικό, να πάρω τον αέρα μου βρε παιδί μου, δε βρίσκω διέξοδο. Από τη μία τα χαρακώματα του πολέμου, κι από την άλλη τα χαρακώματα των reality shows. Τι έγινε βρε παιδιά; Πού πήγαν οι σοβαρές εκπομπές και πού θα βρω -τέλος πάντων- ένα φιλαράκι να μου πει πως μ’ αγαπάει στ’ αλήθεια;
Είναι κι αυτό, βλέπεις. Με τούτα και με ‘κείνα, χάσαμε και τα φιλαράκια μας. Τι να σου κάνουν τα zoom και τα skype αγάπη μου; Αν δεν έχεις τον άλλον δίπλα σου, κοντά σου, να νιώθεις τον ήχο της φωνής του δίπλα στο αυτί σου, τι να σου κάνει η τεχνολογία; Τόσες ώρες μπροστά από ένα λάπτοπ, κοντεύω να αλληθωρίσω η ρουφιάνα. Υπομονή θα μου πεις εσύ, υπομονή θα σου πω κι εγώ. Πάντως κάτι μου φταίει, -α, όλα κι όλα παιδιά. Μη με βγάζετε τρελή, μη με κοροϊδεύετε, μη με αγνοείτε. Εσάς, δηλαδή, δε σας φταίει τίποτα; Είστε όλοι έτσι άνετοι και χαρούμενοι τρέχοντας ξέγνοιαστα στους κάμπους και στα λιβάδια; Δεν μπορώ να το πιστέψω, αλλά θα μου πεις, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, άβυσσος και οι επιπλοκές κι από τα εμβόλια.
Τι χάλι και μ’ αυτά τα εμβόλια πια; Εκεί που είπαμε ότι θα πάρουμε μιαν ανάσα, ξανακλειδωθήκαμε στα μπαούλα μας. Αντιμετωπίζουμε, πλέον, τα πάντα με μια δυσπιστία: να το κάνω το εμβόλιο, ή θα με ξεκάνει; Να στείλω μήνυμα στο 13033, ή θα με στείλει αυτό; Όλα πιά ένα δίλημμα, μια αγωνία. Πω, πω πέρασε η ώρα και έχω να φτιάξω και το τακούνι. Το έχω στα χέρια μου τώρα. Στραβωμένο, βρώμικο και με μια υποψία στρας να το στολίζει. Το κοιτάζω εμμονικά και με κακία. Αυτό φταίει που γλίστρησα στο δάπεδο, αυτό φταίει που δεν μπορεί να ισορροπήσει τα όνειρα και τις φοβίες μου. Αν δεν το φορούσα, δε θα είχα αυτή τη γρατζουνιά στο γόνατο, ούτε αυτήν τη μελανιά στην ψυχή. Αυτό είναι. Τελικά, για όλα φταίει το τακούνι.