Στο Χονγκ Κονγκ οι φοιτητές, στις ΗΠΑ οι μαύροι, στη Ρωσία και την Τουρκία δημοσιογράφοι και αντιφρονούντες γενικότερα. Όλοι έχουν ένα κοινό: Την τυφλή βία της αστυνομίας και γενικότερα των δυνάμεων καταστολής (στρατός, ΜΑΤ) εναντίον τους. Στην Ελλάδα έχουμε αυξανόμενα περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας κατά πολιτών, με μία ανησυχητική κλιμάκωση των φαινομένων αυτών, που δεν ξέρουμε ακόμα αν πρέπει να τα συνδέσουμε με κάποια γενικότερη αντιδραστική τάση προς τον δεξιό εξτρεμισμό. Όμως, στις περισσότερες χώρες – και στην Ελλάδα – πιο ανησυχητική είναι η ατιμωρησία των αστυνομικών οργάνων για τέτοιες υποθέσεις. Ως πότε όμως θα φοβούνται τα θύματα να καταγγείλουν και να μιλήσουν για την άσκηση βίας που έχουν υποστεί; Και πότε θα κλείσει ο κύκλος της ατιμωρησίας, του οποίου ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι η πορεία εξέτασης των ευθυνών της Αστυνομίας στην υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου;
Αυτή η (αστυνομική) βία δεν είναι σαν τις άλλες
Σύμφωνα με τις ψυχολόγους κι επιστημονικά υπεύθυνες της οργάνωσης «Orlando LGBT+ Ψυχική Υγεία Χωρίς Στίγμα», Έλενα-Όλγα Χρηστίδη και Δρ. Νάνσυ Παπαθανασίου, η βία που ασκείται από αστυνομικό όργανο διαφέρει από κάθε άλλη, “γιατί ορίζει, στο πλαίσιο της συστημικής καταπίεσης και της λευκής πατριαρχίας, ποια σώματα θεωρούνται επικίνδυνα, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά”. Για να μας βοηθήσουν να το καταλάβουμε, παραθέτουν ένα απόσπασμα από το βιβλίο της δημοσιογράφου Jill Nelson “Police Brutality: An Anthology”, που αναφέρεται στις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονία του 23χρονου μαύρου μετανάστη Amadou Diallo το 1999 από αστυνομικούς στις Η.Π.Α., όταν τον μπέρδεψαν με έναν ύποπτο βιασμού. «(…) Δύο ημέρες μετά τη δολοφονία του Diallo, σε μια γωνιά του δρόμου στο Μανχάταν, περιμένοντας το φανάρι να αλλάξει και αμέσως μετά από μια συνάντηση πολιτών για την οργάνωση μιας απάντησης, ήμουν τόσο γεμάτη από απογοήτευση και λύπη που γύρισα σε μια γυναίκα που στεκόταν δίπλα μου και τη ρώτησα: «Τι πιστεύετε για τους μπάτσους που πυροβόλησαν αυτόν τον άνθρωπο σαράντα μία φορές;» Φαινόταν έκπληκτη, μπερδεμένη – δεν μπορούσε να αισθανθεί την οργή, τον πόνο και τον φόβο που έπληξε τις μαύρες φλέβες αυτής της πόλης και άλλων πόλεων σε ολόκληρη τη χώρα; «Δεν ξέρω. Πρέπει να περιμένω μέχρι να μάθουμε τι έγινε. Είμαι βέβαιη ότι είχαν κάποιον λόγο», απάντησε τελικά. Ίσως είδε την αηδία και την απογοήτευση στο πρόσωπό μου. Βγαίνοντας από το περίπτερο, καθώς το φως έγινε πράσινο, πρόσθεσε: «Εννοώ, κάτι θα πρέπει να είχε κάνει». Αυτή η τελευταία φράση είναι που σύμφωνα με τις επιστημονικά υπεύθυνες του Orlando συμπυκνώνει όλο το νόημα της συστημικής αστυνομικής βίας και της ξεχωριστής ισχύος που κουβαλά. “Η φράση αυτή συνήθως βγαίνει αυθόρμητα από όσους ποτέ δεν είχαν κάποια ταυτότητα που θα τους έκανε να φοβούνται την αστυνομική βία. Από αυτούς για τους οποίους η αστυνομία συμβολίζει πάντα μια –ουτοπική- προστασία. Είναι η ψευδαίσθηση ότι όποιος ακολουθεί τους κανόνες είναι πάντα ασφαλής, μην έχοντας επίγνωση ότι ο κανόνας για κάποιους είναι ένα συνεχές αίσθημα κινδύνου. Τη γνώμη μας αυτή δεν την αλλάζει ούτε μία ξεκάθαρη μορφή ακραίας βίας, όπως απεικονίζεται από τον άγριο τρόπο που ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του –για παράδειγμα, με 41 πυροβολισμούς. Για παράδειγμα, χτυπημένος και λιπόθυμος, δεμένος με χειροπέδες στο δρόμο. Αρκεί αυτή η βία να επιβλήθηκε από τα όργανα της τάξης, για να υποθέσουμε αυτόματα ότι ήταν απαραίτητη. Η Τζούντιθ Μπάτλερ έχει πει ότι δε χρειάζεται ένας μαύρος άνδρας να είναι επικίνδυνος για να δεχθεί (αστυνομική) βία. Αρκεί που θεωρείται επικίνδυνος. Η βία που ασκείται από αστυνομικό όργανο διαφέρει από κάθε άλλη ακριβώς για αυτόν τον λόγο: ορίζει, στο πλαίσιο της συστημικής καταπίεσης και της λευκής πατριαρχίας, ποια σώματα θεωρούνται επικίνδυνα, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά. Μετά οι παρατηρητές της αστυνομικής δράσης αρκεί να ακολουθήσουν το παράδειγμά της και να αναπαράξουν τη βία αυτή, στα ίδια σώματα. Και έχει ενδιαφέρον να αναλογιστούμε αν και πού μπορούν να στραφούν μετά τα άτομα που την έχουν υποστεί, για να την καταγγείλουν”.
Πόσα απ΄αυτά τα περιστατικά γνωρίζουμε;
Δυστυχώς, η καταγραφή περιστατικών αστυνομικής βίας στην Ελλάδα ξεκίνησε από το 2012 και μετά, ύστερα από την ψήφιση υποχρεωτικού ευρωπαϊκού κανονισμού, ενώ πιο συστηματική παρακολούθηση των καταγγελιών έγινε από το 2017 κι έπειτα. Έτσι, από το 2012 και μετά, που ξεκίνησε να λειτουργεί το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, έχουν καταγγελθεί ανώνυμα 344 ομοφοβικές επιθέσεις, αριθμός μικρότερος από τον πραγματικό, γιατί πολλά άτομα δεν καταγγέλλουν το περιστατικό. Στην ετήσια έκθεση του 2018 καταγράφηκαν 27 περιστατικά, εκ των οποίων μόνο ένα αφορούσε θύτη αστυνομικό, ενώ το θύμα ήταν τρανς γυναίκα.
Πιο αναλυτικά, στην έκθεση (2018) αναφέρεται ότι: «Σημαντική αύξηση παρουσιάζουν οι καταγραφές περιστατικών με δράστες ή εμπλεκόμενους ένστολους. Καταγράφηκαν 22 περιστατικά με δράστες ένστολους, σε σχέση με 10 περιστατικά που καταγράφηκαν κατά το 2017. Στα περιστατικά αυτά συμπεριλαμβάνονται 5 περιστατικά, στα οποία τα θύματα καταγγέλλουν ότι δέχτηκαν απρόκλητη βία και από ένστολους κατά τη διάρκεια των γεγονότων της πλατείας Σαπφούς στη Μυτιλήνη τον Απρίλιο. Τα θύματα των επιθέσεων αυτών ήταν κυρίως πρόσφυγες και μετανάστες χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα (11 περιστατικά), αλλά και ασυνόδευτοι ανήλικοι (3 περιστατικά), αιτούντες άσυλο (6 περιστατικά), πρόσφυγας (1 περιστατικό), Ελληνίδα τρανς γυναίκα (1 περιστατικό)».
Το 2011 συστάθηκε με νόμο Γραφείο για τη διερεύνηση περιστατικών αυθαιρεσίας στα σώματα ασφαλείας που υπαγόταν απευθείας στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Αν και ήταν κάτι ενθαρρυντικό από την πλευρά της Πολιτείας, ουσιαστικά δεν λειτούργησε όπως θα έπρεπε. Έτσι, με νόμο του 2016, η αρμοδιότητα για τον Εθνικό Μηχανισμό Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας πέρασε στον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος εξέδωσε την πρώτη του ετήσια έκθεση για την περίοδο 2017-2018 και αναφέρεται σε 296 που χειρίστηκε συνολικά, εκ των οποίων οι 290 αφορούν πράξεις και παραλείψεις οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας και έξι υποθέσεις οργάνων του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής.
Σημειώνεται ότι ο Συνήγορος του Πολίτη κλήθηκε να εξετάσει προσφυγές πολιτών για τέτοιου είδους περιστατικά, που συνέβησαν ακόμα και το 2001, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί η Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Όμως, παρόλο που τα περιστατικά αυτά αφορούν κατά το 98% την Ελληνική Αστυνομία, δεν καταγράφεται πουθενά σε τι ποσοστό αφορά θύματα ΛΟΑΤΚΙ. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι συλληφθέντες, πρόσφυγες, κρατούμενοι σε σωφρονιστικά καταστήματα κ.ά. χωρίς περαιτέρω στοιχεία για την ταυτότητά τους.
Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2013, ο Συνήγορος του Πολίτη με την ειδική έκθεσή του για τη ρατσιστική βία είχε αναδείξει τη διάσταση μεταξύ επίσημων ερευνών από την ΕΛΑΣ και των τετραπλάσιων καταγγελιών για επιθέσεις με ρατσιστικά κίνητρα κατά το έτος 2012, αλλά και την εικόνα ατιμωρησίας, με την κατάληξη μόνον μίας πειθαρχικής υπόθεσης του ιδίου έτους με την επιβολή ποινής προστίμου και τη θέση των υπολοίπων στο αρχείο. Και σε αυτή την έκθεση, όμως, δεν γίνεται αναφορά συγκεκριμένα σε ΛΟΑΤΚΙ θύματα.
Εν τέλει, όπως είπαμε με νόμο του 2016, ανατέθηκε στον Συνήγορο του Πολίτη η ειδική αρμοδιότητα να λειτουργεί ως παράλληλος, εξωτερικός μηχανισμός έρευνας και ελέγχου. Από το 2013 και μετά δε, λειτουργούν και στην Αστυνομία δύο τμήματα Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με 68 γραφεία σε όλη την Ελλάδα και ένας 24ωρος τηλεφωνικός αριθμός: 11414.
Η πολιτική πράξη μιας καταγγελίας
Αναμφισβήτητα η καταγγελία των περιστατικών αστυνομικής βίας αποτελεί, πέρα από πράξη δικαιοσύνης και βαθιά πολιτική, αφού εναντιώνεται σε κακοποιητικές θεσμικές συμπεριφορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δημόσια καταγγελία του Νίκου Σοφιανού και του συντρόφου του, Δημήτρη Καραμπόσχου, μετά από επίθεση που δέχθηκαν τη νύχτα της 29ης Αυγούστου από άνδρα των ΜΑΤ, όταν τους είδαν να προχωρούν πιασμένοι χέρι – χέρι. Μιλώντας με τον Δημήτρη Καραμπόσχο τον ρωτήσαμε γιατί αποφάσισε να κάνει επώνυμα την καταγγελία και τη σημασία αυτής της κίνησης: “Το μεγαλύτερο πρόβλημα για ένα ΛΟΑΤΚΙ άτομο είναι να ξεπεράσει τον φόβο όσον αφορά στη σεξουαλικότητά του. Πιστεύω ότι στην περίπτωση επίθεσης από αστυνομικούς νιώθεις ότι δε θα αποδοθεί δικαιοσύνη ή ακόμα χειρότερα ότι η ομοφοβική επίθεση θα γίνει διπλή κατά την καταγγελία σε άλλους αστυνομικούς. Πιστεύω όμως ότι αξίζει τον κόπο, γιατί θεωρώ ότι αν το κάθε άτομο κατήγγειλε κάθε περιστατικό, αυτό θα είχε στο σύνολο ένα αποτέλεσμα. Έστω και αν σε ένα περιστατικό στο τέλος αποδοθεί δικαιοσύνη, θα είναι αρκετά σημαντικό, για να υπάρξει μια συνολική αλλαγή στο ζήτημα αυτό. Προφανώς για μένα ήταν πιο πολιτικό το ζήτημα, επειδή είμαι ομοφυλόφιλος, αλλά και προσωπικό“.
Ο ίδιος εξομολογήθηκε ότι μέσα του δεν είναι ακόμα σίγουρος αν ήταν σωστή η απόφασή του να κάνει επώνυμη καταγγελία, καθώς, όπως λέει, στοχοποιήθηκε. “Παρόλα αυτά μια από τις μεγαλύτερες αξίες στην κοινότητα είναι η ορατότητα που δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και προτίμησα να δώσω ένα παράδειγμα. Ήταν ένα μήνυμα ότι δε φοβάμαι, δεν ντρέπομαι για αυτό που είμαι, το οποίο πρέπει να υιοθετήσουν κι άλλα άτομα που δεν έχουν καταγγείλει ή το έχουν κάνει υποτυπωδώς, προσπαθώντας να αφαιρέσουν στοιχεία που θα τους στοχοποιούσαν και στο τέλος η καταγγελία να μείνει λειψή”. Εξάλλου, εκ των υστέρων από την πλευρά της κοινότητας και εκτός έχει δεχθεί μόνο θετικά μηνύματα και συγχαρητήρια για την απόφασή του, αλλά «δεν ξέρω τι επιπτώσεις θα έχει στο μέλλον», μας λέει και τονίζει ότι είναι επιφυλακτικός για το κατά πόσον θα υπήρχε τέτοια θετική αντίδραση αν π.χ. ήταν μετανάστης. Όταν τον ρωτήσαμε αν ένιωσε καλύτερα που το κατήγγειλε, μας απάντησε: «Ναι, αισθάνομαι καλύτερα που το είπα, αφιέρωσα πολλές ώρες, αλλά θεωρώ ότι όλες έχουν πιάσει τόπο, ακόμα κι αν δεν καταδικαστεί ο δράστης. Πιστεύω ότι αν μετά από αυτό έστω και ένας αστυνομικός το ξανασκεφτεί να κάνει ομοφοβική επίθεση ή έστω ένα θύμα αποφασίσει να το καταγγείλει εξαιτίας μου, θεωρώ ότι άξιζε να γίνει».
Ο ίδιος κατανοεί πλήρως την απόφαση κάποιου να μην προχωρήσει σε καταγγελία, ειδικά αν προέρχεται ή ζει σε μια μικρή κοινωνία, όπως μία επαρχιακή πόλη ή αν η οικογένειά του δεν τον έχει αποδεχτεί πλήρως. Επίσης, το περιστατικό καθαυτό, όσο κι αν ο ίδιος φαίνεται να έχει βγει πιο δυνατός, του έχει αφήσει κάποια κατάλοιπα: «Πάντα κρατιόμουν από το χέρι με τον σύντροφό μου στο δρόμο, μπορώ να πω μετά από αυτό το περιστατικό ότι πολλές φορές έχω δει αστυνόμους ή κλούβα και έχω αφήσει το χέρι του. Προφανώς κάτι κατάφερε ο αστυνομικός. Πρέπει να ξεπεράσω αυτό το μικρό σημάδι που άφησε και να το διαγράψω, να συνεχίσω όπως ήμουν πριν».
Επισημαίνει όμως και κάτι ακόμα πιο σημαντικό: «Λυπάμαι πολύ που υπάρχουν πολλά τρανς κι άλλα άτομα, που βασανίζονται από αστυνομικούς, που η φωνή τους δεν θα ακουστεί ποτέ ούτε σε παρέες, ούτε σε μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν είναι τυχαίο που δύο σις άντρες φτάσανε μέχρι αυτό το σημείο την υπόθεση, ελπίζω από τους δύο σις άντρες να φτάσουμε και στα πολύ καταπιεσμένα άτομα, τρανς, μετανάστες να μπορούν να το καταγγείλουν.»
Τα βήματα μιας καταγγελίας
Ζητήσαμε τη νομική συμβουλή της δικηγόρου, Κλειούς Παπαπαντολέων, προκειμένου να διερευνήσουμε το ποια βήματα πρέπει να ακολουθήσει κάποιο άτομο που έχει δεχθεί – οποιουδήποτε είδους – ρατσιστική βία από μέλος σωμάτων ασφαλείας.
Καταρχάς, θα πρέπει να είναι θύμα μιας λεκτικής ή σωματικής πράξης βίαιης και προκλητικής που έχει ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Τη στιγμή που θα την υποστεί και αν είναι σε θέση να το κάνει αυτό, θα πρέπει να δει αν υπάρχουν άνθρωποι γύρω για να βρει αυτόπτες μάρτυρες ή αν υπάρχουν κάμερες ασφαλείας.
Στη συνέχεια θα πρέπει να απευθυνθεί στο Τμήμα Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας, με τηλέφωνο ή αυτοπροσώπως. Αντίστοιχα, η καταγγελία μπορεί να γίνει και στο πιο κοντινό Αστυνομικό Τμήμα, συνοδεία ή όχι δικηγόρου.
Τέλος, υπάρχει και είναι αρμόδια και η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ(τηλ. 10301 και 2108779700), η οποία μπορεί να δεχθεί και ανώνυμη καταγγελία ή πληροφορία και να τη διερευνήσει. Όμως εάν φέρει τραύματα το θύμα θα πρέπει να ζητήσει ιατροδικαστική εξέταση, ειδικά αν διακομίσθηκε στο νοσοκομείο. Αλλά ακόμα κι αν προσφύγει σε Αστυνομικό Τμήμα μόνo του, μπορεί να ζητήσει την ιατροδικαστική εξέταση.
Κατά την καταγγελία, είτε από τηλεφώνου είτε από κοντά, είναι σημαντικό να θυμάται την περιγραφή του προσώπου που του επιτέθηκε. Γενικά, όσο νωρίτερα απευθυνθεί σε δικηγόρο, ακόμα και για απλή συμβουλή κατά τη διαδικασία, θα είναι καλύτερα. Επίσης, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γίνει η καταγγελία είναι πιο εύκολο να εντοπιστεί ο δράστης, ειδικά αν δεν τον ξέρουμε. Βέβαια, αν πρόκειται για αστυνομικό όργανο, μπορεί να εντοπιστεί ευκολότερα. Χωρίς αυτό βέβαια να αποτελεί εγγύηση για την απόδοση ευθυνών, όπως έχουμε δει στο παρελθόν.
Η προσπάθεια όλη αμέσως μετά την επίθεση, είναι να διασφαλίσει το θύμα ότι υπάρχουν τα τεκμήρια. Για παράδειγμα, μπορεί να τραβήξει φωτογραφίες αν έχει εμφανείς εκδορές και χτυπήματα. Επίσης, αν είναι δύο ή περισσότερα τα θύματα, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι οι καταθέσεις τους συνυπολογίζονται ως μαρτυρίες για το συμβάν. Μετά την καταγγελία, το θύμα προχωρά σε κατάθεση και έπειτα σε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, η οποία κατά κανόνα γίνεται από δικηγόρο, για να είναι πιο αποτελεσματική η παρακολούθηση της υπόθεσης. Μόνο αν βρεθεί ο δράστης, θα προχωρήσει η διαδικασία και μπορεί να φτάσει και στο δικαστήριο.
Ανώνυμη καταγγελία
Πολλές φορές τα θύματα μπορεί να μην επιθυμούν να προχωρήσουν σε καταγγελία στην αστυνομία, γιατί μπορεί να μην θέλουν να αποκαλύψουν πού ήταν ή τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Έχει σημασία, όμως, να καταγραφεί ως συμβάν, ειδικά όταν προέρχεται από κρατικά όργανα. Σε αυτή την περίπτωση, την ανωνυμία μπορεί να τη διασφαλίσει το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στο Δίκτυο από την Ελληνική Αστυνομία, κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2018 μέχρι 31.12.2018 καταγράφηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες συνολικά 226 περιστατικά με πιθανολογούμενο ρατσιστικό κίνητρο (όχι μόνο ΛΟΑΤΚΙ), εκ των οποίων 63 αφορούσαν σε ρητορική μίσους. Η πλειοψηφία εξ αυτών (150) υποβλήθηκαν στα Τμήματα Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας. Από τα 226, οι αρμόδιες αστυνομικές υπηρεσίες επιλήφθηκαν σε 170 περιστατικά διενεργώντας αστυνομική προανάκριση αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν σχετικής καταγγελίας, ενώ στα υπόλοιπα 56 περιστατικά, οι αρμόδιες υφιστάμενες αστυνομικές Υπηρεσίες επιλήφθηκαν κατόπιν εισαγγελικών παραγγελιών για τη διενέργεια προκαταρκτικών εξετάσεων.
Οι πληγές που πρέπει να κλείσουν
Η Μαριλίνα Αβάνη, ο Γιώργος Κασφίκης και η Γεωργία Κορρέ εργάζονται ως ψυχολόγοι στη ΛΟΑΤΚΙ+ Γραμμής Ψυχολογικής Στήριξης 11528-ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ. Τους ζητήσαμε να μοιραστούν μαζί μας μερικές πρακτικές συμβουλές για το πώς μπορούν τα θύματα αστυνομικής – και άλλου είδους ρατσιστικής – βίας να επουλώσουν τις ψυχικές πληγές τους:
Αν είσαι θύμα επίθεσης:
1) Μοιράσου το με άτομα που εμπιστεύεσαι και που γνωρίζεις ότι θα σταθούν υποστηρικτικά στο βίωμά σου και στα συναισθήματά σου.
2) Είναι σημαντικό να υπενθυμίζεις στον/-ην/-ο εαυτό/-η σου, ότι δεν αξίζεις τέτοια συμπεριφορά και ότι δε φταις εσύ.
3) Μετά την επίθεση υπάρχει περίπτωση να αισθανθείς ένα εύρος συναισθημάτων και αντιδράσεων. Παρ’ όλο που κάθε άτομο είναι διαφορετικό, πολλά επιζήσαντα άτομα νιώθουν τρόμο, θυμό, μούδιασμα, θλίψη, δυσφορία.
4) Κάποια άτομα βιώνουν δυσκολίες ύπνου, φοβούνται να βγουν έξω από το σπίτι, ή σκέφτονται ασταμάτητα την κακοποίηση και τη βία που υπέστησαν.
5) Επικοινώνησε με κάποια οργάνωση της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Μπορεί πάντα να βοηθήσει.
6) Για τα παραπάνω, είναι σημαντικό να αναζητήσεις ψυχολογική στήριξη από εξειδικευμένες υπηρεσίες και επαγγελματίες, έτσι ώστε να ανακουφιστείς (για παράδειγμα, μπορείς να καλέσεις στη ΛΟΑΤΚΙ+ Γραμμή Ψυχολογικής Στήριξης 11528-ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ ανώνυμα και εμπιστευτικά). Πολλά άτομα δηλώνουν ότι, όταν μοιράστηκαν την εμπειρία τους με ένα/μια/ένα σύμβουλο, αποτέλεσε κομβικό σημείο της ανάρρωσής τους.
Αν έχεις στο περιβάλλον σου κάποιο άτομο που έχει πέσει θύμα επίθεσης:
1) Διερεύνησε τις ανάγκες του ατόμου (π.χ. αναζήτηση ιατρικής βοήθειας, αναζήτηση πληροφοριών για καταγγελία του περιστατικού κλπ).
2) Άκουσε και πίστεψε το άτομο.
3) Είναι σημαντικό να κρατάς μια υποστηρικτική και όχι επικριτική στάση.
4) Επικύρωσε τα συναισθήματα του ατόμου και μην προσπαθήσεις να τα διαχειριστείς.
5) Χρησιμοποίησε συμπεριληπτική γλώσσα. Είναι σημαντικό να μην υποθέσεις το φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ατόμου και να χρησιμοποιήσεις ουδέτερη γλώσσα.
6) Μη ζητήσεις περαιτέρω πληροφορίες για την επίθεση απ’ αυτές που σου δίνει το άτομο. Είναι ωστόσο σημαντικό, εάν το άτομο θέλει να μοιραστεί κάποιες λεπτομέρειες της επίθεσης, να το ακούσεις, δίνοντάς του χώρο.
Τηλέφωνα και e-mails καταγγελιών, πληροφοριών και υποστήριξης, ανάλογα με την περίπτωση:
• Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας – «Πες το σ’ εμάς»: 6944282414 (Vodafone CU) και 6980038536 (What’s Up Cosmote),
[email protected]
• Tμήμα Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας ΕΛ.ΑΣ.: 11414, δυνατότητα υποβολής ηλεκτρονικής φόρμας στο site
• Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΛ.ΑΣ.: 10301 και 2108779700, [email protected] και [email protected]
• Συνήγορος του Πολίτη: 2131306600, αλλά δέχεται μόνο ηλεκτρονική υποβολή
αναφοράς μέσω του site ή ταχυδρομικώς.
• Γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης «Δίπλα σου»: 11528