Επειδή καμία ερώτηση δεν έχει μόνο μία απάντηση, σε κάθε τεύχος θέτουμε ένα ερώτημα που μας απασχολεί, ζητώντας από έξι (σ.σ. διαφορετικά) άτομα να μας το απαντήσουν. Αυτή τη φορά 6 προσωπικότητες γράφουν «για το τρόπο με τον οποίο ο δημοσιογραφικός λόγος στην Ελλάδα, “ασχολείται” με τη ΛΟΑΤ+ κοινότητα».
Άρης Δημοκίδης
LIFO
Στην εφηβεία μου, στα ’90s, ήταν ελάχιστες οι εκπομπές που ασχολούνταν με τα γκέι θέματα, που ήμουν ευγνώμων ακόμα και για τις χειρότερες. Το Αντιστάρ της Νατάσας Ράγιου, που είχε πάντα έναν παπά και πέντε-έξι ακόμη ομοφοβικούς, μου φαινόταν όαση γιατί πρόβαλλε και την άποψη του Γιαννέλου ή το Βαλλιανάτου πριν τους καπελώσουν με ιερή αγανάκτηση όλοι οι υπόλοιποι καλεσμένοι. Δεν μπορώ να μη συγκρίνω το σήμερα με το παρελθόν: Τα πράγματα είναι χίλιες φορές καλύτερα. Δεν με νοιάζει αν είναι ενημερωμένος ο δημοσιογραφικός λόγος για την «σωστή» ορολογία, μου αρκεί πως σπάνια πια χρησιμοποιούνται κακοποιητικές λέξεις. (Πρέπει να παραδεχτούμε ότι εκτός απ’ τους γενναίους γκέι που έκαναν come out, βοήθησαν και οι πολιτικοί στην αλλαγή νοοτροπίας: Ο Τσίπρας με το Σύμφωνο και την εξαιρετική του ομιλία στη Βουλή, κι ο Μητσοτάκης που πρόσφατα που άδειασε βουλευτή του για τη λέξη κίναιδος λέγοντας «την θεωρώ βαθιά προσβλητική για τους ομοφυλόφιλους συμπολίτες μας. Του ζήτησα προσωπικά να ανακαλέσει. Και το έκανε διότι η κυβέρνηση αυτή τιμά τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα…»). Έχουμε δρόμο ακόμα, αλλά με γεμίζει έτσι κι αλλιώς χαρά ότι σχεδόν σε όλα τα μέσα μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα χωρίς να θεωρείσαι πια δακτυλοδεικτούμενος. Οι σύμμαχοί μας είναι πλέον πάμπολλοι, τα στερεότυπα αναπαράγονται πολύ λιγότερο από παλιά, οι γενναίοι που μιλούν ανοιχτά αντιμετωπίζονται ως επί το πλείστον με σεβασμό αντί για περιφρόνηση, και περιπτώσεις τύπου Μακελειό, παρότι δεν είναι αμελητέες, αντιμετωπίζονται πια ως περιθωριακές αντί για τη νόρμα.
Δημήτρης Αγγελίδης
Εφημερίδα των Συντακτών
Τα τελευταία χρόνια στην εφημερίδα έρχονται συνάδελφοι που θέλουν ν’ αναδείξουν ΛΟΑΤΚΙ θέματα και ρωτούν τη σωστή ορολογία ή δηλώνουν με ενθουσιασμό συμμετοχή στο περίπτερο στο Athens Pride. Πάω να πω ότι κάτι αλλάζει, γιατί ο σεβασμός στον τρόπο που αντιλαμβάνεται η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα τον εαυτό της, η κατασυκοφαντημένη από ομοφοβικούς και ρατσιστές πολιτική ορθότητα, είναι προϋπόθεση για μια δημοσιογραφία προσανατολισμένη στην πίεση για άρση των διακρίσεων, στην καλλιέργεια ενός δημόσιου λόγου συμπεριληπτικού και στην καταπολέμηση της ομοφοβίας και της τρανσφοβίας. Τη βλέπουμε αυτή την αλλαγή γενικότερα: σε εφημερίδες, φρι πρες και διαδικτυακά μέσα, σε ενημερωτικές ή ψυχαγωγικές τηλεοπτικές εκπομπές, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι ασφαλώς αποτέλεσμα της δουλειάς του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος, της άνθησης οργανώσεων, της διασύνδεσης με το κίνημα στο εξωτερικό, της σε βάθος ιδεολογικής επεξεργασίας και πολιτικής ανάλυσης, ιδίως στο πιο ριζοσπαστικό τμήμα του κινήματος, της ορατότητας όλο και περισσότερων ΛΟΑΤΚΙ, όπως και των ρεπορτάζ και της αρθρογραφίας του Antivirus και συναδέλφων σ’ άλλα μέσα. Την ίδια στιγμή συγκρατούμαι: θυμάμαι το κείμενο που επαινούσε τη Σοφία Μπεκατώρου για την “αντρίκια στάση” της και τον “ανδρισμό” της -ο σεξισμός, στενός συγγενής της ομοφοβίας-, τα ομοφοβικά και τρανσφοβικά ανέκδοτα που επιμένουν στις επιτελικές συσκέψεις, τις ψευδοεπιστημονικές αντιστάσεις στο αίτημα για αναγνώριση των παιδιών των ΛΟΑΤΚΙ οικογενειών, τους “επαγγελματίες ομοφυλόφιλους”, τους διάσημους ομοφοβικούς που έχουν γκέι φίλους, τους τίτλους της τρας δημοσιογραφίας. Και όμως, μπορούμε σήμερα να δούμε το ποτήρι μισογεμάτο παρά μισοάδειο, ξέροντας ότι τα πράγματα μπορούν ν’αντιστραφούν και ότι τώρα χρειάζεται να επιμείνουμε περισσότερο από ποτέ.
Κίμων Μελικέρτης
Γενικός Γραμματέας Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ)
Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα όταν απευθύνεται στην ΛΟΑΤ+ κοινότητα, κατά πλειοψηφία έχει αρνητικό πρόσημο, προβάλλει απαρχαιωμένες ορολογίες και προωθεί προσβλητικές αναφορές με σκοπό να υποβιβάσει την προσωπικότητα ανθρώπων με ομοφυλόφιλο/αμφιφυλόφιλο σεξουαλικό προσανατολισμό ή δεν αναγνωρίζει την ταυτότητα φύλου των τρανς ανθρώπων. Οι δημοσιογράφοι συχνά αναφέρονται σε λάθος γένος προς τους τρανς ανθρώπους, χρησιμοποιούν το όνομα που καταγράφηκαν κατά την γέννηση τους (deadnaming) και φράσεις τύπου «άλλαξε/διόρθωσε το φύλο» ή «έγινε τρανς» ενώ κάνουν χρήση πεπαλαιωμένης ορολογίας, όπως «τρανσέξουαλ» που σχετίζεται με το βιολογικό φύλο και μειωτικής ορολογίας όπως «τραβεστί». Τα παραπάνω είναι κακοποιητικές πρακτικές, οι τρανς άνθρωποι δεν «αλλάζουν/διορθώνουν το φύλο» αλλά το «επαναπροσδιορίζουν» και δεν «γίνονται τρανς» αλλά «είναι τρανς» και όταν νιώσουν ασφάλεια γνωστοποιούν την ταυτότητα φύλου τους, παραμένουν οι ίδιοι άνθρωποι είτε ξεκινήσουν φυλομετάβαση είτε όχι . Η επιθυμητή ορολογία είναι τρανς γυναίκα με θηλυκές αντωνυμίες και τρανς άνδρας με ανδρικές αντωνυμίες, όπως αντίστοιχα θα απευθύνονταν σε μια σις γυναίκα και σε έναν σις άνδρα. Δεν μιλάμε για κάτι περισσότερο αλλά για το αυτονόητο. Επίσης, δεν πρέπει να γίνονται ανεκτές συμπεριφορές δημοσιογράφων που «σεξουαλικοποιούν» τους τρανς ανθρώπους, αναπαράγοντας παρεμβατικές ερωτήσεις για χειρουργικές επεμβάσεις στο σώμα τους, το σώμα ενός τρανς ατόμου δεν είναι κάτι το «εξωπραγματικό» αλλά κάτι φυσιολογικό και ανθρώπινο και βέβαια προσωπικό που αφορά το ίδιο το άτομο. Πρόσφατα, σχετικά με την δολοφονική επίθεση που δέχτηκε τρανς γυναίκα, εργαζόμενη στο σεξ στην Θεσσαλονίκη, διαβάσαμε τον απαράδεκτο και ντροπιαστικό τίτλο γνωστής εφημερίδας «άγνωστος μαχαίρωσε στον πνεύμονα τραβεστί που εκδιδόταν», που ακόμα σε ένα τόσο σοβαρό θέμα δεν υπήρχε σεβασμός της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, μιας τρανς γυναίκας διπλά στιγματισμένης τόσο για την ταυτότητα φύλου της όσο και για την εργασία στο σεξ. Καταλήγοντας, στις διεκδικήσεις του ΣΥΔ είναι να γίνει η αναθεώρηση του Άρθρου 4 παρ. 1 του προεδρικού διατάγματος 77/2003 για τη λειτουργία του ΕΣΡ, που να συμπεριλαμβάνει την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά φύλου ως πεδίου απαγόρευσης σχολίων που προάγουν την υποτίμηση, κοινωνική απομόνωση, δυσμενείς διακρίσεις ή/και βία αλλά και η ανάγκη πραγματοποίησης εκπαιδευτικών σεμιναρίων σε μέσα ενημέρωσης με ΛΟΑΤ+ θεματολογία.
Τάσος Μπισιμπίδης
Down Town, Alpha TV
Σκέφτομαι πώς με δεδομένο ότι σε ένα φιλί μεταξύ αντρών ή γυναικών οι τηλεοπτικοί “νόμοι” απαντάνε με ένα blur που θολώνει την εικόνα, δεν έχει νόημα να αναλύσει κανείς πώς οι άνθρωποι των Media μπορεί να αγγίζουν την ΛΟΑΤ+ κοινότητα. Η υπόθεση είναι χαμένη εξ’ ορισμού όταν οι ‘’από πάνω’’ θεωρούν πώς ένα φιλί, μια έκφραση αγάπης μεταξύ δύο ανθρώπων, πρέπει να κρύβεται. Παρεμπιπτόντως, σύμφωνα με τον άτυπο κανόνα, blur μπαίνει σε σκηνές βίας, σε δολοφονίες, σε αποκρουστικά θεάματα, σε υπόδικους. Για τα Media λοιπόν, στην ίδια κατηγορία με όλα τα παραπάνω, ανήκει και ένα gay φιλί. Συνεπώς, ο δημοσιογραφικός λόγος έχει ήδη λοβοτομηθεί – ειδικά τηλεοπτικά, αφού οι κανόνες είναι σαφείς στο τι πρέπει και τι όχι να ειπωθεί on air. Δεν νομίζω όμως ότι είναι θέμα μισαλλοδοξίας. Είναι περισσότερο ψευτο-ηθικό, μια υποκριτική συμπεριφορά που απλά αναπαράγεται από μεγάλο αριθμό δημοσιογράφων, που θέλουν να ακολουθήσουν τα κλισέ και τους κανόνες με αποτέλεσμα απλά να παπαγαλίζουν στερεότυπα. Στη βάση τους οι νέοι άνθρωποι των Media, τουλάχιστον οι περισσότεροι που έχω γνωρίσει στην εργασία μου, δεν είναι ομοφοβικοί. Με απλά λόγια, χωρίς να κάνω agesim, οι millennials δεν τα ‘’σηκώνουν’’ αυτά. Με μια γρήγορη ματιά σε περιοδικά, εκπομπές, εφημερίδες, site, διακρίνεται εύκολα ότι η νέα γενιά δημοσιογράφων είναι αν όχι ενημερωμένη, πολύ προσεκτική τουλάχιστον. Εξάλλου, μιλάμε για τη γενιά του politically correct, που παραμονεύει ευτυχώς και στα social media ασκώντας ουσιαστική κριτική σε ό,τι μη δόκιμο μπορεί να ειπωθεί δημόσια. Μάλλον η εποχή μας, όπως φαίνεται σε κάθε έκφανση της καθημερινότητάς τόσο κοινωνικά όσο και πολιτικά, είναι μια εποχή που θα μας οδηγήσει σε κάτι άλλο, μια μεταβατική περίοδος. Παρά τις αμέτρητες μπούρδες και γελοιότητες που ακούμε ακόμη. Ας έχουμε ανοιχτά για να προχωρήσουμε και κλειστά αυτιά στις γραφικότητες.
Άννα Νίνη
OmniaTv, Κουτί Πανδώρας
Πρόσφατα είδαμε τον Σταμάτη Σπανουδάκη on air να αραδιάζει έναν ομοφοβικό οχετό που σαν πυρήνα του είχε το «κι εγώ έχω γκέι φίλους, αλλά…». Αναφερόμενος δε στα Pride, η διαπίστωση του ήταν πως η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα θέλει με την ορατότητα να ενοχλήσει. H αντίδραση του παρουσιαστή ήταν ένα πνιχτό γέλιο. Ρατσιστικός, ομοφοβικός και τρανσφοβικός λόγος δεν είναι μόνο εκείνος που εμφανίζεται ξεκάθαρα, που είναι και εύκολα αποκρούσιμος. Το συγκεκριμένο περιστατικό είναι ίσως το κυρίαρχο παράδειγμα κακοποιητικού λόγου προς τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα σήμερα, και όχι οι άμεσες επιθέσεις εναντίον της. Τις παραπάνω εκφράσεις τις ακούμε με αφορμή κάθε Pride που γίνεται άλλωστε, το οποίο αντί να προβάλλεται ως διεκδίκηση δικαιωμάτων, γίνεται αφορμή για kink shaming ή για αναπαραγωγή τρανσφοβικών, ομοφοβικών και αμφιφοβικών στερεοτύπων. Στα ΜΜΕ είναι συνηθέστερη αυτή η πιο εκλεπτυσμένη υπόγεια ρητορική, που δομείται όμως στη βάση διακρίσεων. Oι φωτογραφίες, οι λέξεις, και οι συσχετίσεις τους φυσικά δεν είναι αθώες. Επιπλέον το να προσπαθεί κάποιο να αποδείξει πως ο λόγος του απέναντι είναι κακοποιητικός, συνιστά μια επιπλέον κακοποίηση. Ειδικά όταν μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας δεν εκπροσωπούνται επαρκώς σε εκπομπές ή στην αρθρογραφία ώστε να υπάρξει αντίλογος. Τη χειρότερη μορφή κακοποίησης την εντοπίζω ωστόσο στην ιατρικοκοποίηση της σεξουαλικότητας και του αυτοπροσδιορισμού, όταν «πρέπει να υπάρχει ένα ιατρικό ζήτημα» για τη συμμόρφωση στη ετεροκανονικότητα, ενώ η εικόνα της τοξικής αρρενωπότητας εξωραΐζεται αβίαστα μέσα στα πατριαρχικά μοτίβα εξευτελίζοντας κάθε θηλυκότητα. Ευτυχώς όχι στη ολότητα τους, τα ΜΜΕ λειτουργούν κακοποιητικά προς την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Εάν ο κακοποιητικός λόγος που προβάλλεται είναι απότοκο ημιμάθειας και άγνοιας – που πολλές φορές είναι – οφείλει κάποιος να επανεκπαιδεύεται εκτός και αν επιθυμεί όντως να εκφράζει τέτοιες απόψεις. Ειδικότερα όταν το ΕΣΡ και η ΕΣΗΕΑ παρεμβαίνουν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις και η κακοποίηση μέσω της υπόγειας ρητορικής είναι κακονικότητα. Δεν βρίσκω νόημα στην απόκρυψη κάθε τέτοιας άποψης. Ανεξάρτητα απ’ το αν η απόκρυψη αυτή συνεπάγεται «λογοκρισία» το σοβαρότερο πρόβλημα είναι πως θα συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς μάλιστα ο κάθε εμπλεκόμενος να εκτίθεται. Η λύση θα βρίσκεται πάντα στην απάντηση που οφείλουμε να δίνουμε σε όσους δημιουργούν, έμμεσα ή άμεσα, διαχωρισμούς ανάμεσα στο «εμείς» και «οι άλλοι».
Γρηγόρης Βαλλιανάτος
Ο τρόπος με τον οποίο ο δημοσιογραφικός λόγος στην Ελλάδα ασχολείται με τη ΛΟΑΤ+ κοινότητα αντανακλά όλη την αμάθεια, όλη την αγραμματοσύνη, όλη την υποκρισία, όλο το συντηρητισμό κι όλη την αδυναμία αντίληψης του κόσμου που χαρακτηρίζει επαγγελματίες που κάνουν πολύ κακά τη δουλειά τους. Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει εκ μέρους της ΛΟΑΤ+ κοινότητας ένα οργανωμένο Γραφείο Τύπου, που ανεξάρτητα από τις προσωπικές σχέσεις και ανέσεις των εκάστοτε συνομιλούντων, να είναι διαθέσιμο και προετοιμασμένο για να εξηγήσει να λύσει απορίες και να μάθει τους δημοσιογράφους τον τρόπο που εξελίσσονται τα θέματα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Οι φωτεινές εξαιρέσεις δεν αλλάζουν τον κανόνα. Έχουν πολλή δουλειά ακόμα να κάνουν και οι δυο πλευρές γιατί ο κόσμος αλλάζει κι εμείς σερνόμαστε.