Εβδομάδα κουήρ κινηματογράφου για το περιοδικό μας και έξι ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα μάς εκμυστηρεύονται την αγαπημένη τους κουήρ ταινία.
Βανέσα Θεοδώρου
ψυχοθεραπεύτρια, μέλος του ΣΥΔ
Όταν μου ζητήθηκε να γράψω για την αγαπημένη μου queer ταινία ομολογώ πως ήρθα αντιμέτωπη με αντικρουόμενα συναισθήματα. Από τη μία ενθουσιάστηκα καθώς με θυμάμαι πάντα να παρακολουθώ και να αναζητώ ταινίες και σειρές με queer θεματικές -ακόμη και τις εποχές που ήταν ένα πιο δύσκολο εγχείρημα – όμως από την άλλη αισθάνθηκα και μπερδεμένη καθώς δεν ήθελα να αδικήσω καμία από τις ταινίες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχα αγαπήσει. Μετά από σκέψη λοιπόν κατέληξα σε μια από τις ταινίες που μου είχε αφήσει ένα πιο έντονο συναισθηματικό αποτύπωμα, το Disobedience (2017). Η ταινία εξερευνά θέματα ταυτότητας, πίστης, σεξουαλικότητας και παράδοσης στο πλαίσιο μιας Ορθόδοξης Εβραϊκής κοινότητας στο Λονδίνο και εμβαθύνει στις πολυπλοκότητες της ταυτότητας και της σεξουαλικότητας, ιδιαίτερα μέσα στα όρια μιας συντηρητικής θρησκευτικής κοινότητας. Οι χαρακτήρες σκιαγραφούν μέσα από τις καθηλωτικές ερμηνείες των Rachel Weisz και Rachel McAdams την εσωτερική σύγκρουση μεταξύ πιστής τήρησης θρησκευτικών δογμάτων και μη αποδεκτής από το δόγμα σεξουαλικότητας, τονίζοντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν άτομα που μπορεί να νιώθουν αντιφατικά μεταξύ της πίστης τους και του αληθινού εαυτού τους και την φαινομενική απουσία της επιλογής ενός άλλου τρόπου ζωής μακρυά από την συντηρητική θρησκευτική κοινότητα. Το “Disobedience” ανατρέπει παραδοσιακές αφηγήσεις γύρω από τις queer σχέσεις, ιδιαίτερα εντός συντηρητικών θρησκευτικών πλαισίων ανατρέποντας τα στερεότυπα που τις διακατέχει και παρόλο που διαδραματίζεται εντός συγκεκριμένου πλαισίου τα ζητήματα της αγάπης, της ταυτότητας και της ελευθερίας είναι παγκόσμια και αντηχούν σε ευρύτερο επίπεδο, κάνοντας το “Disobedience” επίκαιρο για το κοινό ανεξαρτήτως προελεύσεως.
Νίκος Μυλωνάς
Γενικός Γραμματέας Οικογενειών Ουράνιο Τόξο
Η αγαπημένη μου κουήρ ταινία από την άποψη ότι είναι αυτή που με τάραξε περισσότερο από κάθε άλλη και την έχω παρακολουθήσει πάρα πολλές φορές είναι ο “Ροζ Νάρκισσος” του Τζέιμς Μπίντγκουντ. Η φήμη της είχε φθάσει σ’ εμένα μέσω δημοσιευμάτων. Είχα διαβάσει σχετικά μ’ αυτή και είχα δει φωτογραφίες σε βιβλία και περιοδικά. Η κόπια της θεωρούνταν χαμένη. Τελικά την απόλαυσα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν καλός φίλος μου δώρισε την κασέτα VHS που είχε κυκλοφορήσει στην Αγγλία. Η ταινία αφηγείται μέσω εικόνων, τις φαντασιώσεις ενός νεαρού εκδιδόμενου γκέι με τρόπο λαμπερό και πολύχρωμο. Είναι σπονδυλωτή, αποτελούμενη από 4 ιστορίες: “Ο ταυρομάχος”, “Το χαρέμι”, “Ο Πάνας”, “Ψωνιστήρι στην Τάιμς Σκουέρ”. Ο καλλιτέχνης φωτογράφος Μπίντγκουντ ασχολήθηκε με όλα. Φωτισμοί, ντεκόρ, ενδυμασίες είναι δημιουργίες του. Το γύρισμα από τον ίδιο το σκηνοθέτη κράτησε έξη χρόνια (1965 – 1971) και πραγματοποιήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη. Η κάμερα που χρησιμοποιήθηκε ήταν μια super 8 mm και γι’αυτό η ταινία είναι βουβή ενώ η μουσική υπόκρουση προστέθηκε πολύ αργότερα. Το μοντάζ απογοήτευσε το δημιουργό ο οποίος επέλεξε να παραμείνει ανώνυμος για δεκατέσσερα χρόνια. Η ταινία θεωρήθηκε χάρντκορ πορνό τις δεκαετίες 1970-1980 ενώ σήμερα κατατάσσεται στα σόφτκορ. Έχει επηρεάσει δε διάφορους δημιουργούς όπως π.χ. το δίδυμο Πιερ ε Ζιλ. Προφανώς ανήκω στα άτομα που την θεωρούν αντικείμενο λατρείας (καλτ) και θα έλεγα ότι είναι η πραγματοποίηση της αχαλίνωτης φαντασίας στην υπηρεσία της φαντασίωσης.
Ιάσων (Jay) Ραΐσης
επικοινωνία & δημόσιες σχέσεις
Από όλες τις ταινίες που έχω δει, κουήρ και μη, δυσκολεύομαι να πω ότι έχω μια αγαπημένη. Για πολλά χρόνια έλεγα ότι η αγαπημένη μου (κουήρ) ήταν το Call Me By Your Name, μέχρι που πολύ πρόσφατα είδα το All of Us Strangers. Και πάλι, βάζοντας το εαυτό μου στη διαδικασία να σκεφτώ και να γράψω για ΜΙΑ ταινία, καταλήγω στην για μένα ιερή κουήρ (γκέι) ταινία, το Brokeback Mountain. Νομίζω ότι έχει να κάνει με το γεγονός ότι πρώτη φορά την είδα στα κρυφά όταν ήμουν 13. Θυμάμαι μέχρι σήμερα πως είχα νιώσει, ένα συναίσθημα που μέχρι και σήμερα μου κάθεται στον λαιμό. Η απαγορευμένη αγάπη, ο έρωτας δύο ανθρώπων που δεν μπορούν να είναι ποτέ μαζί γιατί ο κόσμος, η κοινωνία, δεν το επιτρέπει. Στα 13 μου οι ερωτευμένοι Ένις και Τζακ ήταν ότι πολυτιμότερο είχα. Για πρώτη φορά ένιωσα ότι μπορώ και εγώ να αγαπήσω και να αγαπηθώ. Ακόμα και αν ο κόσμος δεν το θέλει – δεν με θέλει – πάντα θα υπάρχει τρόπος. (Συν ότι εκείνη την περίοδο ήμουν ερωτευμένος με ένα αγόρι, ίσα με μένα, από ένα διπλανό σχολείο, που η περίπτωση μας έμοιαζε αρκετά. Οπότε νομίζω και αυτό έπαιξε τον ρόλο του).
Χριστίνα Κολιοφούτη
MSc Πολιτικός Μηχανικός
Συντελεστές η Κίμπερλι Πιρς (Kimberly Ane Peirce) στην σκηνοθεσία και μια καθηλωτική Χίλαρι Σουάνκ (Hilary Swank) στον πρωταγωνιστικό ρόλο, που δικαίως απέσπασε το Oscar Α’ Γυναικείου Ρόλου για τον ρόλο του Brandon Teena. Η ταινία είναι μεταφορά της πραγματικής ιστορίας του νεαρού Brandon Teena, γεννημένου το 1972 στο Lincoln της Nebraska. Μεγαλώνοντας αρχίζει να ζει ως αγόρι. Μόλις στα 21 του χρόνια βιάζεται και δολοφονείται από τους δύο «κολλητούς» του, όταν ανακαλύπτουν την – κατ’αυτούς – πραγματική του ταυτότητα και φύση. Η είδηση της δολοφονίας του, το 1993, συνταράσσει την queer κοινότητα και ίσως ήταν και το έναυσμα διεκδίκησης της «ταυτότητάς» και της ορατότητάς τους. Μιλάμε για πριν 30 χρόνια που ακόμα και η «ανεκτικές» και «εκσυγχρονισμένες» ΗΠΑ και Ευρώπη, διαχώριζαν τους gay και τις λεσβίες από τα trans άτομα. Η τρανσφοβία ήταν σχεδόν δεδομένη, εντός και εκτός ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, και τα άτομα που άνηκαν στους κόλπους της δύσκολα ήταν αποδεκτά από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η ίδια η ταινία, παρόλο που κανείς δεν αμφισβήτησε την υποκριτική ικανότητα της Χ. Σουάνγκ, επικρίθηκε και έφτασε στα όρια του χλευασμού από το κινηματογραφικό κοινό σε χώρες πιο συντηρητικές, όπως η δική μας. Κάποια από τα σχόλια θεατών σε site και περιοδικά της εποχής στην Ελλάδα ήταν του τύπου «Αηδιαστική», «Αχρείαστη», «Πεταμένα λεφτά», «Ενοχλητική», «Μόνο οι ερμηνείες άξιζαν» κτλ. Προσωπικά είχα σοκαριστεί. Σκέψεις και φόβοι, όχι τόσο για μένα, αλλά για φίλους, γνωστούς αλλά και αγνώστους που άνηκαν στην τρανς κοινότητα, ξεδιπλώνονταν μπροστά μου ως πραγματικότητα. Γιατί η ίδια η ταινία ήταν πραγματικότητα. Παράλληλα ήταν και ένα «πουσάρισμα» θωράκισης και αποδοχής αλλά και επιτακτικής ανάγκης για ορατότητα, διεκδίκησης και επιβολής του εαυτού μου ως ΛΟΑΤΚΙ άτομο στην καθημερινότητα μου.
Γιώργος Τσιτιρίδης
δημοσιογράφος
Ο Gus Van Sant είναι ένας από τους πλέον αγαπημένους μου σκηνοθέτες απογείωσε με τις ταινίες και την αισθητική του τον LGBTQI κινηματογράφο. Η ταινία Elephant κάνει λόγο για τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» που δεν είναι άλλος από την δύσκολη εφηβεία και την βία στα σχολεία (κυρίως της Αμερικής). Μπορεί κανείς να την κατατάξει και στις λεγόμενες “school movies” ταινίες που διαδραματίζονται κατά βάση σε Γυμνάσια και Λύκεια. Κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα το 2003 και οι κριτικοί την κατατάσσουν στις σημαντικότερες της δεκαετίας. Η ιστορία βασίζεται στην γνωστή υπόθεση της σφαγής στο λύκειο Κόλουμπάιν που συνέβη το 1999 όταν δύο δεκαοκτάχρονοι χωρίς κανέναν προφανή λόγο, χωρίς να αφήσουν κανένα σημείωμα, αφού το σχεδίαζαν επι μήνες, μπήκαν στο σχολείο τους σκότωσαν 12 μαθητές αφήνοντας δεκάδες τραυματίες και έπειτα αυτοκτόνησαν. Η ταινία δεν είναι γραμμική, ακολουθεί την αφήγηση του μωσαϊκού που την κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα γιατί ξετυλίγει σταδιακά τους χαρακτήρες, μας τους συστήνει στην διάρκεια ενώ μπορεί ήδη να έχουμε παρακολουθήσει την εκτέλεση τους. Σκληρή ταινία, γροθιά στο στομάχι που ωστόσο ανοίγει σημαντικά ζητήματα όπως αυτό του σχολικού εκφοβισμού, της ομοφοβίας, της διαφορετικότητας, της ανάγκης των νέων για αποδοχή, την αδιαφορία και άγνοια των γονέων για την ζωή των παιδιών τους, την οπλοκατοχή, την βία στα σχολεία, την επιρροή των βιντεοπαιχνιδιών και των πολεμικών ταινιών. Η ταινία είναι μια οπτική εμπειρία στην οποία ο θεατής εισχωρεί χωρίς ο σκηνοθέτης να τον οδηγεί σε συμπεράσματα, διδαχές και εύκολες απαντήσεις. Κινηματογραφεί μια συνθήκη που επαναλαμβάνεται στα σχολεία όλου του κόσμου αλλά φροντίζουμε να κρύβουμε κάτω από το χαλί.
Πάνος Κούγιας
σκηνοθέτης
«Είσαι περισσότερο αυθεντικός όταν μοιάζεις με τα πράγματα που έχεις ονειρευτεί», λέει από σκηνής η τρανς σεξεργάτρια Αγράδο, αφού πρώτα έχει αναλύσει το πόσο στοίχισαν οι διάφορες πλαστικές εγχειρήσεις της, μπροστά σε ένα κοινό που την αποδοκιμάζει και την παρακολουθεί με φρίκη. Και με αυτή τη φράση, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ και η ταινία του «Όλα για τη μητέρα μου», περνούν στο πάνθεο εκείνων των ταινιών που μίλησαν απευθείας στο «κέντρο» μας. Από το μετερίζι εκείνων που «δεν χωράνε -τελικά- κάτω από κανέναν ουρανό». Από το μετερίζι των παριών και των περιθωριοποιημένων. Από το ιπποτικό -σαν παντιερίτσα- μετερίζι, που πάντα βρίσκει το χαμόγελο να αρθρώνεται μέσα απ’ τα συντρίμμια και τις τρικλοποδιές. Γιατί ο Αλμοδόβαρ, ξέρει πως την ιστορία των πόλεων την γράφουν νύχτα όλοι-ες της γης οι κολασμένοι-ες ( για να μπορεί τη μέρα η κοινωνία να αντέχει τη όψη της, τη μυρωδιά της και τη λύπη της) . Γιατί ο Αλμοδόβαρ, ξέρει πως ακόμα κι αν είμαστε τραυματισμένα, θα ‘χουμε πάντα χώρο μέσα μας ώστε να καλημερίζουμε το πρώτο φως του ήλιου. Γιατί -τέλος- ο Αλμοδόβαρ, δεν μας παρέδωσε το «Όλα για τη μητέρα μου», εν είδει μανιφέστου, αλλά ως έναν ύμνο για τη ζωή, που η πολυχρωμία της συνιστά και το κράμα της ομορφιάς της. Που το trash, συνυπάρχει με τη τρυφερότητα, το εκκεντρικό και το υπερβολικό με την σεξεργασία και το στίγμα του HIV, το γελοίο και το γκροτέσκο με τα δάκρυα και τη τραγωδία. Και αυτό είναι δώρο ανεκτίμητο. Έτσι, όταν κάποτε λιγοψυχάμε και ξεχνάμε να μοιάσουμε σε όλα εκείνα που ονειρευτήκαμε, το «Όλα για τη μητέρα μου», θα μας κλείνει πονηρά το μάτι, σαν λιμάνι ευαισθησίας με λέξεις, εικόνες και χρώματα που περιγράφει ένα κόσμο απίθανο στον οποίον όλ@ χωράμε. Τον κόσμο μας.