Για τρία χρόνια συναντιόμασταν στα δικαστήρια. Μία φορά κάθε χρόνο. Σαν ραντεβού. Καθόμασταν πάντα απέναντι (αυτός πλάτη σε εμάς) ποτέ δίπλα.
Εγώ τον Αμβρόσιο τον θυμάμαι, όταν στην πρώτη μας συνάντηση έκανε τον κόπο να γυρίσει να κοιτάξει εμένα και άλλους οχτώ (ήταν η πρώτη φορά που καταδέχτηκε να μας κοιτάξει) για να μας σημαδεύσει με το δάκτυλό του φωνάζοντας στην έδρα «αν είχα ένα όπλο θα τους σκότωνα».
Τον θυμάμαι, επίσης, όταν είχε βάλει τους δικηγόρους να μας προσβάλλουν και να μας μειώσουν, ώστε να αντιδράσουμε δημιουργώντας κακές εντυπώσεις στο δικαστήριο, ενώ εκείνοι υπερασπίζονταν σθεναρά εκείνο το «φτύστε τους» που ο ίδιος είχε γράψει.
Εγώ τον Αμβρόσιο τον θυμάμαι, όταν είχε φέρει ως μάρτυρες κι άλλους μητροπολίτες, για να μας κάνουν μαθήματα ελληνικών και να μας πείσουν ότι το φταίξιμο είναι δικό μας, που ως «αμαρτωλοί ομοφυλόφιλοι» δεν ήμασταν σε θέση να αντιληφθούμε ούτε καν τη γλώσσα μας.
Τον θυμάμαι, επίσης, όταν στο άκουσμα της καταδίκης του (σε δεύτερο βαθμό) παρέμενε εξαιρετικά ψύχραιμος, όταν το «ποίμνιό» του άρχιζε να μας γιουχάρει και να κινείται επιθετικά εναντίον μας.
Δυστυχώς, εγώ τον Αμβρόσιο τον θυμάμαι. Μαζί με αυτόν, όμως, θυμάμαι και κάτι άλλο. Θυμάμαι πολλούς απ΄αυτούς που σήμερα -δικαιολογημένα- αγανακτούν με τις απάνθρωπες δηλώσεις τους για τα θύματα στα Τέμπη, να μιλούν για έναν «σοφό γέροντα», που έχει το «δικαίωμα να λέει ελεύθερα ό,τι θέλει». Θυμάμαι πολιτικούς να φωτογραφίζονται μαζί του και ενημερωτικά site να φιλοξενούν τα κείμενά του.
Εγώ τον Αμβρόσιο τονθυμάμαι και χάρη σε αυτόν κατάλαβα ότι το μίσος υπάρχει στις ψυχές πολλών ανθρώπων. Κυρίως όμως κατάλαβα ότι το μίσος αυτό επιβιώνει και γιγαντώνεται, όταν εμείς το επιτρέπουμε.
Εγώ τον Αμβρόσιο τον θυμάμαι… εσύ;