«Οι άνθρωποι κοιμήθηκαν στο δρόμο διότι σε καμία περιοχή της Λέσβου δεν επέτρεψαν οι ντόπιοι να στηθούν σκηνές για να τους στεγάσουν προσωρινά» Γιώργος Κουμουτσάκος, Αναπληρωτής Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου,
Bye bye Μόρια, είπε το παιδί που έβλεπε το κολαστήριο του μέσα στις φλόγες. Bye bye Μόρια, bye bye στρατόπεδο συγκέντρωσης που μόνον οι φούρνοι σού λείπουν, bye bye βρώμα, πείνα, δίψα, αρρώστιες, bye bye στην αθλιότητα που συνθλίβει την αξιοπρέπεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα της μάνας, του γέροντα, του παιδιού, του όποιου.
Γιατί η μάνα είναι ξένη. Ο γέροντας είναι ξένος. Το παιδί είναι ξένο. Φυλές κατώτερες από του Ελληναρά που η χώρα είναι δική ΤΟΥ. Η Ελλάδα είναι δική ΤΟΥ. Μια Ελλάδα σκατόψυχη, ανάλγητη, άθλια. Δική ΤΟΥ. ΤΟΥ όχι ΜΑΣ.
Δεν είναι η Ελλάδα η κιμπαρισσα, η αρχόντισσα, η αγκαλιά η ορθάνοιχτη για δικούς και ξένους. Δεν είναι η Ελλάδα που τρατάρει κρασί και μελιτζανάκι να γλυκαθεί ο πόνος του πονεμένου. Δεν είναι η Ελλάδα με τις τρεις μυτιληνιές γριούλες με το προσφυγάκι στον κόρφο.
Η δική τους Ελλάδα φωνάζει «κάψτε τους». «Πνίξτε τους». Κρεμάστε τους, χτυπήστε τους, κλέψτε τους. Χρέωστε διπλό το μπουκαλάκι το νερό, τριπλή την ασπιρίνη, πέντε ευρώ για τη φόρτιση του κινητού.
Αυτή είναι η δική τους Ελλάδα. Και υπήρχε πάντοτε. Ήταν η Ελλάδα του μαυραγορίτη. Η Ελλάδα του λαδέμπορα. Η Ελλάδα του δωσίλογου και του κουκουλοφόρου, του ραγιά και του προδότη. Η Ελλάδα που γνώρισαν ο παππούς κι η γιαγιά μου όταν ήρθαν από την Μικρασία. Που φύγαν απ’ την Πόλη Έλληνες για να γίνουν εδώ ‘Τουρκόσποροι’. Και – πλην ελαχίστων- ούτε πόρτα δεν τους άνοιξε. Ούτε πόρτα, ούτε νερό, ούτε ψωμί, ούτε προσκέφαλο, ούτε ρούχο για τους γυμνούς, ούτε κουβέρτα για τους οδοιπόρους, ούτε χάδι για το ξεσπιτωμένο παιδί.
Αυτήν την Ελλάδα έχουν πάρει εργολαβία, προίκα απ’ τη μάνα τους, χωράφι του παππού τους. Αυτή την Ελλάδα κι εμείς αντί να αντιδράσουμε, καθόμαστε και τους κοιτάμε σαν μαλάκες. Τους εκχωρούμε τον τόπο μας, την ιστορία μας, τα μάρμαρα που «κακιά σκουριά δεν πιάνουν» και δεν κάνουμε τίποτα. Απολύτως όμως.
Bye bye Μόρια, είπε το παιδί που έβλεπε το κολαστήριο μέσα στις φλόγες. Bye bye Μόρια χωρίς να ξέρει ούτε πού θα πάει, ούτε που θα τον σύρουν, ούτε σε ποιο τσιμέντο θα κοιμηθεί, σε ποια πλατεία θα ξαποστάσει. Άγνωστο το αύριο, πίσσα το μέλλον, πίσσα σκοτάδι όμως παρ’ όλα αυτά, για όλα αυτά, bye bye Μόρια.
Bye bye Μόρια, είπε το παιδί που ζούσε στοιβαγμένο μαζί με άλλους δεκαπέντε χιλιάδες ανθρώπους σε χώρους που φτιάχτηκαν για τρεις χιλιάδες το πολύ. Σε απάνθρωπες συνθήκες ο ένας πάνω στον άλλο χωρίς νερό, χωρίς κλιματισμό, δώδεκα ώρες στην ουρά για ένα πιάτο φαΐ,) και με τον κορονοϊό να κάνει περίπατο και να μη νοιάζεται κανείς.
Bye bye Μόρια, είπε το παιδί. Και το βρίσανε γι’ αυτό οι Ελληναράδες. Ότι και καλά είναι αχάριστο. Δεν πέφτει στα τέσσερα να φιλάει το λασπουριό της επί γης του κόλασης. Δεν μάς λέει ένα ευχαριστώ το παλιόπαιδο που το πετάξαμε σ’ ένα βόθρο και ζει πέθανε χεστήκαμε. Δεν εκτιμάει βλέπεις την σούπερ φιλοξενία. Την οποία σούπερ φιλοξενία ακόμα δεν έχουν καταλάβει ότι δεν την πληρώνουμε εμείς. Δεν βγαίνει από τη τσέπη μας, δεν οφείλεται στην καλή μας την καρδιά.
Κλείνουμε με ένα απόσπασμα από την κοινή δήλωση τριάντα και μίας ανθρωπιστικών οργανώσεων με αφορμή τη φωτιά στη Μόρια.
«Να επικρατήσει η λογική και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έναντι της βίας. Άμεση μεταφορά Προσφύγων και Αιτούντων άσυλο σε ασφαλείς συνθήκες στην Ενδοχώρα.
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, προέχει ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Να αποφευχθεί η χρήσης βίας και οι εμπρηστικές δηλώσεις και να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα αποκλιμάκωσης προς αποφυγή περαιτέρω βλάβης.»
Έλενα Ακρίτα για εφημερίδα “Τα Νέα”.