Αν δεν ήξερα ότι το έργο ήταν εξαρχής γραμμένο για θεάτρο, όπως πληροφορούμαστε και στην αρχή της παράστασης, θα ήμουν σίγουρη ότι πρόκειται για την μεταφορά ενός αμιγώς φιλοσοφικού κειμένου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι εν τέλει ένα καθαρά φιλοσοφικό κείμενο και ότι αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι τίποτα λιγότερο από δραματουργημένη φιλοσοφία. Έτσι τουλάχιστον το αισθάνθηκα εγώ.
Στο έργο ο Μπέρνχαρτ καταπιάνεται με θέματα που τον απασχολούν και σε άλλα κείμενά του και με το προσφιλές του εικονοκλαστικό ύφος αποδομεί και σαρκάζει την “ιερότητα” κάποιων εννοιών. Στη συγκεκριμμένη περίπτωση οι έννοιες που βρίσκονται υπό αίρεση είναι η Τέχνη, η Επιστήμη, η Οικογένεια. Πιο πολύ η πρώτη. Η τυραννία της επιτυχίας και της αναγνώρισης που οδηγεί στη μηχανική επανάληψη ακόμα και τους κορυφαίους καλλιτέχνες, η υποκρισία του κοινού και η επιφανειακή του, συχνά, σχέση με την τέχνη, η τυραννία (πάλι) των γονέων προς τα παιδιά και οι προβολές τους πάνω τους, αλλά και η “αυθεντία” της επιστήμης, εν προκειμένω της ιατρικής, είναι μερικά από τα κυρίαρχα θέματα του Μπέρνχαρτ.
Παρ’ όλο που έχω δει την παράσταση ακόμα αναρωτιέμαι πως μπορούν να αποδοθούν όλα αυτά μέσα στη θεατρική σύμβαση. Κι όμως μπορούν. Ο σκηνοθέτης Γιάννος Περλέγκας, ο οποίος κρατάει κι έναν από τους τέσσερις ρόλους, μαζί με τους ηθοποιούς Ανθή Ευστρατιάδου, Γιάννη Καπελέρη και Χρήστο Μαλάκη, αναμετρήθηκαν με έναν πολύ δύσκολο κείμενο και τα κατάφεραν. Με ένα κείμενο χείμαρρο, αλλά ταυτόχρονα αρκετά επαναληπτικό και ώρες ώρες στριφνό ύφος, η παράσταση θα μπορούσε πολύ εύκολα να κατρακυλήσει χωρίς γυρισμό. Εδώ όμως ήρθε ως αντιστάθμισμα η σωστή σκηνοθετική καθοδήγηση που έδωσε ρυθμό και έδεσε πολύ αρμονικά το λόγο και την πράξη. (Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν υπήρχαν στιγμές που μπορούσες να αφαιρεθείς, όμως με ένα τέτοιο κείμενο είναι άθλος το ότι υπήρχαν μόνο στιγμές).
Παράλληλα, η ενέργεια των ηθοποιών πάνω στη σκηνή και η πλήρης πίστη σε αυτό που καλούνταν να αποδόσουν, έδινε φτερά και στο κείμενο και στην παράσταση. Το σύνολο που βλέπαμε ως θεατές ήταν απολύτως συγχρονισμένο και αφοσιωμένο και όλοι οι ηθοποιοί ανεξαιρέτως απέδωσαν τα μέγιστα. Η δε σωματική τους απόδοση, παρά τα βαριά ρούχα και τα συνεχή πάνω-κάτω στα σκηνικά ήταν πραγματικά εντυπωσιακή (ακόμα έχω την εικόνα του Γ. Περλέγκα να τρώει αυτό το πράσινο γλυκό και να σκέφτομαι ότι υποφέρει), όπως άκρως αποκαλυπτικές ήταν, για μένα, και οι φωνητικές επιδόσεις της Α. Ευστρατιάδου.
Εν κατακλείδι, μια παράσταση που σίγουρα αξίζει να δεις, όχι μόνο γιατί είναι σαν να διαβάζεις ένα βιβλίο που έχει πολλά να σου πει, αλλά και γιατί είναι καθαρό θέατρο.