Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε συνταγματικό και σύμφωνο με τα Ευρωπαϊκά νομολογιακά δεδομένα, το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια και απέρριψε ως αβάσιμες και απαράδεκτες τις αιτήσεις Μητροπόλεων, ιερέων, κ.λπ. που ζητούσαν να ακυρωθεί η σχετική νομοθετική ρύθμιση.
Ειδικότερα, η αυξημένη, 7μελής, σύνθεση του Γ΄ Τμήματος του ΣτΕ (πρόεδρος η Αικατερίνη Συγγούνα και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Αναστασία Παπαδημητρίου), με τις υπ΄ αριθμ. 2003 και 2004/2018 αποφάσεις του απέρριψε όλες τις αιτήσεις ακύρωσης των Μητροπόλεων, κ.λπ., κρίνοντας ότι η επέκταση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια που υλοποιήθηκε με το νόμο 4356/2015 είναι συνταγματική, σύμφωνη με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο ΣτΕ είχαν προσφύγει οι Ιερές Μητροπόλεις Πειραιώς, Κυθήρων και Γόρτυνος, καθώς και οι Μητροπολίτες αυτών, η Εστία Πατερικών Μελετών-Μη κυβερνητική οργάνωση, όπως και πλέον των 160 μοναχών, πολιτών, δικηγόρων, κ.λπ.
Το ΣτΕ αναφέρει στις αποφάσεις του ότι από τις συνταγματικές επιταγές συνάγεται «η κατοχύρωση του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής των πολιτών, στον πυρήνα της οποίας ανήκει η ερωτική ζωή και ο σεξουαλικός προσανατολισμός, ο οποίος ως βασικό στοιχείο της προσωπικότητας και της ελευθερίας αυτοπροσδιορισμού του ατόμου, πρέπει σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία να είναι απολύτως σεβαστός και να μην αποτελεί αιτία διακρίσεων από την πλευρά της κρατικής εξουσίας».
Από το Σύνταγμα «ο γάμος και η οικογένεια έχουν αναχθεί σε συνταγματικώς προστατευόμενους θεσμούς, αλλά η προστασία αυτή δεν έχει συγκεκριμένο πάντοτε περιεχόμενο, αλλά οι ειδικότερες μορφές και η έκτασή της καθορίζονται από το νομοθέτη», αναφέρεται στις δικαστικές αποφάσεις οι οποίες προσθέτουν:
«Ο νομοθέτης δεν κωλύεται από τις συνταγματικές επιταγές να τροποποιεί τις ρυθμίσεις περί των τρόπων σύστασης της οικογένειας ή να αναγνωρίζει στα πλαίσια των συνταγματικώς κατοχυρωμένων αρχών της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της ισότητας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, άλλες εναλλακτικές προς το γάμο μορφές συμβίωσης και δια αυτών ίδρυση οικογενειακών δεσμών, δεδομένου ότι η συνταγματική προστασία της οικογένειας δεν αφορά αποκλειστικά στην δια γάμου ιδρυόμενη και από τη φύση του υφίσταται κατ΄ ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά την διαδρομή του χρόνου υποκείμενες σε εξέλιξη και αναπροσδιορισμούς».
Ακόμη, αναφέρει το ΣτΕ ότι «η θέσπιση της εναλλακτικής μορφής συμβίωσης δεν θίγει τον συνταγματικώς προστατευόμενο θεσμό του γάμου από τον οποίο διαφοροποιείται σημαντικά, δεδομένου ότι στοχεύει στην κάλυψη διαφορετικών κοινωνικών αναγκών και συγκεκριμένα στην αναγνώριση και προστασία de facto συντροφικών σχέσεων, που ενώ αποτελούν μέρος της σύγχρονης πραγματικότητας παραμένουν εκτός των πλαισίων της έννομης τάξης».
Το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών, σύμφωνα με το ΣτΕ δεν ανταγωνίζεται το θεσμό του γάμου και «δεν θίγει με οποιονδήποτε τρόπο την δια του γάμου ιδρυόμενη και συνταγματικώς προστατευόμενη οικογένεια», αλλά δεν υπάρχει και αντίθεση του συμφώνου προς τους δογματικούς κανόνες και παραδόσεις της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας, ούτε θίγονται οι ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των Ορθοδόξων Χριστιανών πολιτών εγγάμων, γονέων και μη.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ