Όσο περνούν τα χρόνια, ο πρωτύτερος ενθουσιασμός μου για την ημέρα του Pride μειώνεται. Στη συνείδησή μου, αποτελεί και αυτό μια ρουτίνα, μία ημέρα εορτής και διεκδίκησης, που όμως δεν πρόκειται να μου προσφέρει τίποτα καινούργιο που δεν μου προσέφερε τα προηγούμενα χρόνια. Ακόμα κι έτσι, υπάρχει πάντα κάτι που με κάνει να θέλω να παρευρεθώ — και αυτό είναι τα νέα παιδιά.
Αυτά που είναι δεκαπέντε, δεκάξι χρονών, και πριν φύγουν απ’το σπίτι είπαν «μαμά θα είμαι στο σπίτι του τάδε» γιατί οποιαδήποτε άλλη δήλωση θα ήταν φοβερή. Αυτά που χαμογελούν ευγενικά στις κάμερες με ένα ύφος στιγμιαία περίλυπο, και λένε αγχωμένα «μη, δε θέλω» γιατί ξέρουν πως μία φωτογραφία με το πρόσωπό τους θα ήταν αρκετή για να χάσουν τα πάντα. Αυτά τα παιδιά που κάποτε πίστεψαν πως ήταν μόνα, ολομόναχα, πως άλλοι σαν κι αυτά δεν υπάρχουν, και τώρα βλέπουν γύρω τους μια λαοθάλασσα ανθρώπων που – μη γελιέσαι – είναι πονεμένοι και προδομένοι και εξευτελισμένοι όσο κανείς, από οικογένειες, φίλους, γνωστούς, και όμως βρίσκονται εκεί με τις σημαίες και τα γκλίτερ τους και τις δυνατές φωνές τους γιατί επέζησαν, και δες τους, κατάφεραν και φέτος να είναι περήφανοι — κι ας τους θες αόρατους, μουγκούς, νεκρούς.
Κάποτε ήμουν παιδί και ήξερα πως αγαπώ τα αγόρια και τα κορίτσια. Ήταν πληροφορία αυτονόητη, δεδομένη, κι όμως όταν τη μοιραζόμουν μάθαινα πως ήταν πληροφορία κακή. Μια συμμαθήτρια στο γυμνάσιο μου είπε «Γιατί λες ότι θες την Ν.; Δεν καταλαβαίνεις ότι εκτίθεσαι;» και εγώ δεν το ξανάπα ποτέ, παρά μόνο έφτιαξα στη Ν. ένα κολιέ για να της το κάνω δώρο. Εκείνη είπε «με αηδιάζεις» και αηδίασα κι εγώ με εμένα, τότε. Κάποτε το είπα και στη μάνα μου — ήμουν δεν ήμουν 16 χρονών, και μου είπε «θα σε πληγώσουν» εννοώντας την ίδια κοινωνία που πληγώνει πάντα όσους διαφέρουν.
Μην υποθέσετε ποτέ πως τα πράγματα δεν αλλάζουν. Η μάνα μου ήταν άνθρωπος της γενιάς της — μιλούσε για τους ομοφυλόφιλους με τον τρόπο που φαντάζεστε. Της πήρε χρόνια να καταλάβει, να δει, μα είδε. Μου είπε πρόσφατα: «Είδα στο φέισμπουκ, ο τάδε φίλος σου, που είναι γκέι, έγινε ανάδοχος γονέας, μακάρι, μακάρι να υιοθετήσει κιόλας, μου έχεις πει πόσο το θέλει, πολύ φοβάμαι πως δεν θα τον αφήσουν, θα τον κρίνουν, μακάρι να τα καταφέρει. Και τι θέλουν τα παιδιά; Αγκαλιά θέλουν.»
Κάποτε γνώρισα στο πράιντ μια τρανς κοπέλα που έψαχνε να βρει κάποιον να τη φιλοξενήσει γιατί μόλις την είχαν πετάξει έξω από το σπίτι της. Οι γονείς της, χρυσαυγίτες, την είχαν φοβίσει τόσο πολύ για το ποιόν των μεταναστών που τους έτρεμε σαν το ψάρι. Εκείνο το βράδυ, βρεθηκαν δύο Σύριοι πρόσφυγες και τη φιλοξένησαν σε ένα πολύ μικρό χώρο που νοίκιαζαν, στον οποίο μετά βίας χωρούσαν οι ίδιοι. Είναι μικρές οι στιγμές προσφοράς και αποδοχής στη ζωή, αλλά αξίζουν τη ζωή ολόκληρη.
Και στο Pride; Θα πάω; Θα πάω. Όχι για εμένα – βαριέμαι το περπάτημα στη ζέστη και μόνο που το σκέφτομαι. Όμως όλο και κάποιο παιδί θα στέκεται τριγύρω, χωρίς παρέες, γιατί ήρθε μόνο και δεν το είπε πουθενά, γιατί δεν ξέρει πως να πιάσει κουβέντα σε ξένους, και σκέφτεται πως μάλλον κακώς ήρθε και ίσως πρέπει να φύγει. Για αυτό, το ένα, υποθετικό ή και μη παιδί, θα είμαι παρούσα.