Η Κατερίνα κατάγεται από την Αλβανία και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Της αρέσει το διάβασμα, η εκμάθηση ξένων γλωσσών, η δημοσιογραφία, η ψυχολογία, και… η γκρίνια. Έζησε τα παιδικά της χρόνια σε μία κωμόπολη έξω από την Αθήνα, βλέποντας κινούμενα σχέδια και κάνοντας κόντρες με ποδήλατα με τα παιδιά της γειτονιάς. Ανέκαθεν αγοροκόριτσο, έχει να θυμάται σκισμένα γόνατα, αφίσες των Rebelde Way και του Χατζηγιάννη παντού (ομολογεί με κάποια ντροπή), φιλίες, τσακωμούς στα θρανία, εκδρομές, σοκολάτες, κόκκινα μάγουλα, και δυστυχώς μεταξύ άλλων, μία δίχρονη σεξουαλική κακοποίηση. “Α, και πολλές μεξικάνικες σειρές!” προσθέτει. “Αναπαύσου εν ειρήνη Alter…”
Σήμερα η Κατερίνα, στην ηλικία των είκοσι ενός ετών, ζει στα Τίρανα καθώς έχει απελαθεί από την Ελλάδα. Όνειρό της είναι να καταφέρει μια μέρα να επιστρέψει.
“Όταν έμαθα να μιλάω, έμαθα πώς να λέω Άλφα και Βήτα, όχι abc. Μεγαλώνοντας, είχα την τύχη να βρίσκομαι σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον με παιδιά απο διάφορα έθνη, οπότε τις περισσότερες φορές ο φυλετικός ρατσισμός δεν ήταν έντονος.”
Αν και τη γνωρίζω ελάχιστα, καταλαβαίνω πως η Κατερίνα είναι ένα άτομο που προσπαθεί πάντα να βλέπει τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Έχει αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα, του να μιλά για τα δύσκολα και τα εύκολα με την ίδια φυσικότητα, ώριμα και συγκεκριμένα. Μου μιλά για την εφηβεία της, και για την κάτω βόλτα που τότε άρχισαν σιγά σιγά να παίρνουν τα πράγματα.
Το να είσαι έφηβος, μετανάστης, αμφιφυλόφιλος, και παιδί χωρισμένων γονέων είναι ασυγχώρητο για τους υπόλοιπους έφηβους, που καραδοκούν με το μαστίγιο σε κάθε γωνία. Μετά απο μια πενταετία bullying, αυτοτραυματισμού, και άπειρων σκιρτημάτων, η διαμονή μου στην Ελλάδα έφτασε στο τέλος της, και οι γονείς μου αποφάσισαν να μετακομίσουμε Αλβανία.
Δεκαεπτά χρόνια. Όλα αυτά τα δεκαεπτά χρόνια η Ελλάδα έρεε στο αίμα μου. Ξυπνούσα Ελληνικά, σκεφτόμουν Ελληνικά, χαμογελούσα Ελληνικά, ευχαριστιόμουν Ελληνικά, στεναχωριόμουν Ελληνικά, πονούσα Ελληνικά, ζούσα Ελληνικά, ερωτευόμουν Ελληνικά, ανέπνεα Ελληνικά.
Αυτό βέβαια δεν άλλαξε με τη διαμονή μου στην Αλβανία. Εξάλλου δεν είναι εύκολο να αποτινάξεις από πάνω σου συνήθειες δεκαεπτά χρόνων. Ακόμα υπάρχουν φορές που μπερδεύω το C με το Ç λόγω της Ελληνικής μου προφοράς, ή που θέλω να φωνάξω “κοίτα έναν μαλάκα” στον οδηγό που έχω μπροστά μου που πάει σιγά σιγά με το πάσο του σε ελεύθερο αυτοκινητόδρομο.
Είναι εμφανές και στους άλλους αυτό, που ρωτάνε αν έχω ζήσει έξω. Γιατί, όταν πας στην Ελλάδα είσαι “ο Αλβανός” και όταν πας στην Αλβανία είσαι “ο Έλληνας». Δεν μπορείς να ανήκεις πουθενά.
Όταν ήρθαν οι γιορτές, και δεν είχα σχολείο, θέλησα να επισκεφθώ τον αδερφό μου στην Ελλάδα για να τον δω. Δεν ήξερα πώς να περάσω τα σύνορα με το διαβατήριο που είχα, γιατί δεν το είχα σφραγίσει όταν έπρεπε, οπότε πήγα στην Αστυνομία και έβγαλα νόμιμα ένα καινούργιο.
Ήμουν μικρή και δεν καταλάβαινα πόσο αφελές ήταν αυτό, λες και αυτά δεν φαίνονται στο κομπιούτερ αμέσως. Νόμιζα θα τα κατάφερνα, σκεφτόμουν σιγά μην με πάρει κανείς πρέφα.
Με το καινούργιο διαβατήριο λοιπόν, πήρα την τσάντα μου, ετοιμάστηκα, και ανέβηκα στο λεωφορείο — επτά το απόγευμα, πρώτη Ιανουαρίου του 2016. Τα μαγαζιά όλα κλειστά, η θερμοκρασία τρεις βαθμοί υπό το μηδέν, δεν είχα και τσιγάρα, που τότε κάπνιζα, και μη σου τύχει να μείνεις ατσιγάρωτος τέτοιες ώρες. Έφτασα στα σύνορα στις δέκα το βράδυ.
Στον αλβανικό έλεγχο με άφησαν να περάσω. Στον ελληνικό τα βρήκα πιο δύσκολα. Με ρώτησε ο τελωνειάρχης πού είναι το παλιό διαβατήριο. Του είπα πως το έχασα, και πως είχα κάνει δήλωση απώλειας στο αλβανικό αστυνομικό τμήμα Αργυρόκαστρου.
“Έπρεπε να έχεις κάνει δήλωση απώλειας στα Γιάννενα” μου είπε. Μα πώς να έκανα δήλωση απώλειας στα Γιάννενα αφού δεν μπορούσα καν να μπω στην Ελλάδα; “Δε θέλω ψέματα” μου είπε, “Λες ψέματα. Έχεις περάσει από μη έγκυρο σημείο.”
Ένας άλλος αστυνόμος, μου έδωσε να υπογράψω ένα χαρτί που έλεγε “Άρνηση εισόδου στα Σύνορα, θεωρείται επικίνδυνο άτομο για τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.” Το είδα και έφριξα. “Τι είναι αυτό;” τους ρώτησα. “Γιατί επικίνδυνο; Πώς μπορεί ένα παιδί στα είκοσι να είναι επικίνδυνο;” Είναι τα τυπικά μου είπαν, τυπική διαδικασία. “Κίνδυνος για την Δημόσια Υγεία, Τάξη και Ασφάλεια”. Μα γιατί; Τι είχα κάνει για να αξίζω έναν τόσο τρομοκρατικό τίτλο;
Υπέγραψα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Μαζί με αυτό το χαρτί όμως υπέγραψα και τη θανατική μου ποινή.
Ένας αστυνόμος είπε σε έναν άλλο να φέρουν ένα οχημα να με πάει σπίτι. Περίμενα μία ώρα μέσα στο κρύο. Φυσικά, κανείς δεν ήρθε. Είδα τη βαλίτσα μου να κατεβαίνει , το λεωφορείο να ξεκινάει, και εγώ έμεινα να κοιτάζω αποσβολωμένη τα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια και στολίδια, σκεπτόμενη πως μόλις είχε μπει ο καινούργιος χρόνος.
Έτσι απελάθηκα. Όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ένα χρόνο μετά, με τα μόνα υπάρχοντα στο χέρι και μόλις 50 ευρώ, κατάφερα σταδιακά να σταθεροποιηθώ, να εργαστώ, και να ζω σε μια από τις πιο σουρεαλιστικές πόλεις της Αλβανίας, την πρωτεύουσα των Τιράνων. Δεν είχα κι άλλη επιλογή άλλωστε. Κάθε προσπάθεια διαγραφής της απέλασής μου απορρίφθηκε πανηγυρικά. Ποιος θα αναλάμβανε την υπόθεση ενός… “επικίνδυνου ατόμου”; Κανένας.
Αν η Ελλάδα είχε πρόσωπο, θα περιέγραφα τη σχέση μου με αυτή σαν μία από εκείνες τις αυτοκαταστροφικές ερωτικές σχέσεις, που ξέρεις ότι δεν πρέπει να νοιάζεσαι γιατί αυτή η αγάπη μόνο κακό σου κάνει, αλλά που εσύ απλά δε μπορείς να παραιτηθείς, θέλεις κι άλλο. Και εγώ θέλω και άλλο από Ελλάδα.
Γιατί το να φυλακίζεις ένα άτομο κυριολεκτικά μέσα στη χώρα του, με ελάχιστες επιλογές μετακίνησης, ευκαιρίες εργασίας και εκπαίδευσης είναι το λιγότερο καταστροφικό. Δε μπορείς να αλλάζεις τη ζωή κάποιου οριστικά επειδή έτσι σου κάπνισε.
Δε μπορείς να κάνεις ένα παιδί 20 χρονών να αισθάνεται ίσα και όμοια με έναν τρομοκράτη επειδή ξέχασε να βάλει μια σφραγίδα. Δε μπορείς να γκρεμίζεις τα όνειρα κάποιου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Αισθάνομαι σαν ένα παιδί που ενώ όλοι παίζουνε, εμένα με αφήνουν μόνη μου, απ’έξω. Αν η Ελλάδα είχε μορφή θα της έλεγα “Με απογοήτευσες. Μου λείπεις. Θέλω να γυρίσω πίσω.”
Τη ρωτάω αν μπορεί να απευθυνθεί σε κάποιο δικηγόρο εκ νέου, αλλά μου λέει πως οι πιθανότητες να βοηθηθεί είναι μικρές.
“Έχω μιλήσει με αρκετούς δικηγόρους στην Ελλάδα, αλλά ζητάνε αστρονομικά ποσά γιατί πρόκειται για δικαστική απέλαση. Έπειτα θέλουν χαρτιά, πολλά χαρτιά. Χαρτιά σχολείου, αποδείξεις, ένα σωρό.”
Αν και ζει και εργάζεται πλέον στα Τίρανα, η Κατερίνα δεν παύει να στεναχωριέται. Όλα της τα όνειρα για το μέλλον, τα είχε χτίσει στην Ελλάδα.
Μου λείπει, θα ήθελα να επιστρέψω. Δε συγκρίνεται με εδώ. Όλοι λένε ότι στην Ελλάδα υπάρχει κρίση, αλλά όπως είναι εδώ δεν είναι σίγουρα. Η Ελλάδα εχει καλύτερες θέσεις εργασίας, περισσότερες ευκαιρίες για εκπαίδευση, καλύτερο σύστημα υγείας. Είναι καλύτερα για όλους.
Καμιά φορά βρίσκω επικίνδυνα αστείο το πώς μπορείς να καταστρέψεις τη ζωή ενός ατόμου μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα, με μία σου απόφαση, χωρίς να ξέρεις τις συνέπειες στη ζωή του, χωρίς να σου έχει κάνει τίποτα. Απλά λόγω ενός αόρατου μίσους.
Σαν κοινωνία έχουμε μάθει να σπέρνουμε αυτό το μίσος, και να γαλούχουμε με έχθρα τις επόμενες γενιές. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα βέβαια όταν είσαι μετανάστης, ΛΟΑΔ, και ούτω καθεξής. Οι άνθρωποι κοιτάζουν ποια είναι τα αδύνατα σημεία σου άπλα για να πατήσουν πάνω τους. Συμπόνια μηδέν στο σύμπαν.
Στο σύμπαν της Κατερίνας, από την άλλη, η συμπόνια πάλλεται ολοζώντανη. Παρά την πίκρα της, δεν έχει θυμό μέσα της. Απορεί για το ρατσισμό, απορεί για την αδικία που της συνέβη, και, ακόμα και ασυναίσθητα, προσπαθεί πάντα να κάνει τον κόσμο καλύτερο.
Τελευταία παρατηρώ οτι οι άνθρωποι ξεχνούν την ανθρωπιά τους. Ξεχνούν να κανουν μικρά, αναγκαία πράγματα ο ένας για τον άλλον.
Πριν λίγες μέρες, για παράδειγμα, συνάντησα μια γειτόννισα στο περίπτερο της γειτονιάς. Ήταν έντεκα το βράδυ και εκείνη ξεκινούσε δουλειά. Αφού τελείωσα τις τελευταίες μπουκιές απο το φαγητό μου στο διπλανό φαστφουντάδικο, σκέφτηκα έτσι απο το πουθενά, αν και δεν είχα πολλά λεφτά πάνω μου, να της αγοράσω έναν καφέ.
Κρίμα σκέφτηκα, όλο το βράδυ άυπνη, με μια μικρή τηλεόραση για παρέα. Στην αρχη δίστασα, αλλά μετά σκέφτηκα: “Σοβαρά; Νομίζεις ότι 50 λεπτά παραπάνω θα σε κάνουν πλουσιότερο; Αφού σε κάτι θα τα χαλάσεις ετσι κι αλλιώς.” Της αγόρασα τον καφέ. Με ευχαρίστησε μανιωδώς.
Χθες που τη συνάντησα και αγόρασα κάτι απο το περίπτερο της, μου έδωσε και ένα προϊόν δωρεάν. “Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτο που έκανες για μένα” μου είπε.
Και τι έκανα εγώ; …Απλά ένα καφέ. Φαντάσου που έχουμε φτάσει ως άνθρωποι, που μια κίνηση τόσο απλή μας μοιάζει χρυσός. Βυθιστήκαμε στις σκέψεις μας, και ξεχάσαμε να ακούμε και να πράττουμε. Έχουμε συνηθίσει μόνο στο να πληγώνουμε και να πληγωνόμαστε.
Αν θέλω να κρατήσω κάτι από την Κατερίνα, είναι η αλλόκοτη αισιοδοξία της και η διαπεραστική ματιά της, μέσα από την οποία πείθομαι πως ο κόσμος μπορεί πράγματι να γίνει καλύτερος, ακόμα κι όταν όλα πάνε στραβά. Η Κατερίνα, ετών 21, αναγνώστρια λογοτεχνίας και φαν του Χατζηγιάννη, κρίθηκε ξαφνικά μια μέρα άτομο επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη, χωρίς αιτιολογία, χωρίς εξηγήσεις.
Σήμερα η Κατερίνα παραμένει γεμάτη καλοσύνη για το συνάνθρωπο, και με κάνει να ντρέπομαι για το μίσος και την αδικία του κόσμου αυτού. Ίσως για κάποιους, η ιστορία της Κατερίνας να μη σημαίνει πολλά. Ίσως να μην αγγίζει τους επιλεκτικά ευαίσθητους, ή όσους θα προλάβουν να πουν πως “ο καθένας έχει τις σκοτούρες του.” Ίσως, από την άλλη, ο κόσμος χρειάζεται περισσότερους ανθρώπους με καρδιά σαν της Κατερίνας. Ίσως χορτάσαμε από μίσος, ίσως χορτάσαμε κι από κακία, κι από αδικία.
Ίσως είναι καιρός για κάτι άλλο.