Αυτό το διάστημα ξεκίνησα να διαβάζω το 1984 του Τζωρτζ Όργουελ, ένα από τα κατεξοχήν αντι-ουτοπικά έργα στην παγκόσμια λογοτεχνία, και το επισημαίνω αυτό, μιας και το παρόν που διανύουμε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τρόπον τινά δυστοπικό.
Ολοκληρώνοντας το βιβλίο, άρχισα να σκέφτομαι έντονα πως το κείμενο φαίνεται να κρατά μια τόσο εύπλαστη, όσο και διαχρονική ματιά, όσον αφορά τον πολιτισμό, την ψυχολογία της μάζας και τη μορφή που μπορεί να λάβει ένας πόλεμος. Το διαχρονικό στοιχείο μάλιστα είναι τόσο έντονο, που στα δικά μου μάτια είναι καθαρά και μόνο επίκαιρο.
Αν και το κείμενο πραγματεύεται πολλές έννοιες, η δική μου αίσθηση είναι πως η κύρια θεματική του είναι η ελευθερία. Άλλωστε, η δράση εκτυλίσσεται σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, με τον ήρωα να ταλαντεύεται από την πρώτη σελίδα, αν είναι ουσιαστικά ελεύθερος. Η έννοια αυτή βέβαια μπορεί να αποδοθεί ποικιλοτρόπως και να αποκτήσει πολυδιάστατη ανάγνωση. Η δική μου εκτίμηση είναι, όμως, πως ο πυρήνας της έχει να κάνει με την ατομική σκέψη και το ανθρώπινο συναίσθημα.
Αναλύοντας σε πρώτη φάση την έννοια της σκέψης, είναι γεγονός πως όταν μπορούμε να σκεφτούμε πάνω σε κάτι, αυτομάτως αυτό αποκτά μια σύσταση, έστω και άυλη. Με τη σκέψη προσδιορίζουμε τον εαυτό μας και το περιβάλλον μας. Είμαστε οι αρχιτέκτονες της πραγματικότητάς μας μέσω του μυαλού μας. Το μέσο για να γίνει αυτό είναι ο λόγος. Κι ο λόγος στοιχειοθετείται μέσω της γλώσσας. Στο 1984, λοιπόν, μας γίνεται ξεκάθαρο πως αν η γλώσσα ακρωτηριαστεί, θα ακολουθήσει και η σκέψη. Εξάλλου, όταν οι λέξεις παύουν να υπάρχουν, πόσο εύκολο είναι για κάποιο άτομο να σχηματίσει μια σκέψη πάνω σε οτιδήποτε;
Με βάση αυτήν τη συνειδητοποίηση κοσκίνισα λιγάκι τη δύναμη της ρητορικής στα σύγχρονα κράτη. Λέξεις σημαντικές, όπως πχ το “δικαίωμα” φαίνεται να αλλάζει νόημα από κοινωνία σε κοινωνία κι από εποχή σε εποχή. Αρκεί μόνο να σκεφτούμε οικεία σε εμάς παραδείγματα, όπως τα δικαιώματα των γυναικών, ή των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων και το πώς αυτά αλλάζουν ή μετά-φράζονται αναλόγως του πολιτικού καθεστώτος, ή του κοινωνικού γίγνεσθαι, το οποίο μας περιβάλλει κάθε φορά. Κι αν μέσα σε όλα αυτά προσθέσουμε και τις περιόδους κρίσης, βλέπουμε πως μία έννοια τόσο σημαντική, παύει να υπάρχει, όχι όταν απλώς απαγορεύεται, αλλά όταν επανανοηματοδοτείται.
Σε δεύτερο στάδιο, τι γίνεται με τα συναισθήματα; Μπορεί άραγε ένα καθεστώς να τα εξαλείψει; Στο βιβλίο που εξετάζουμε φαίνεται πως γίνεται, απλά και μόνο επαναπροσανατολίζοντάς τα και έπειτα στρέφοντάς τα προς την κατεύθυνση που εξυπηρετεί ένα καθεστώς.
Ένα σημείο που αξίζει να σταθούμε είναι το σεξουαλικό ένστικτο, το οποίο ξεριζώνεται, μετατρέποντας τη σεξουαλική έλξη σε μία τυπική διαδικασία αναπαραγωγής. Η προσέγγιση είναι πως η αγνότητα συνδέεται με την πολιτική ορθοδοξία. Όταν μια “ζωώδης και βασική ανάγκη” καταπνίγεται, χρησιμοποιείται πετυχημένα (;) ως κινητήριος δύναμη στην παραγωγή μίσους και φανατικής ορθοδοξίας. Μοιάζει αυτό άραγε με πολιτικές θρησκευτικών καθεστώτων του 2020;
Βάσει αυτού, ρίχνοντας μια επιπλέον φεμινιστική ματιά στο κείμενο, σκέφτηκα πόσο σύγχρονα θα μπορούσε να μεταφραστεί η προσέγγισή του απέναντι στις γυναίκες και τη σεξουαλικότητά τους. Αρχικά, η πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι αυτή που προσεγγίζει ερωτικά τον πρωταγωνιστή, παρ’όλο που εργάζεται εθελοντικά για μια οργάνωση με στόχο την εξάλειψη της ερωτικής επιθυμίας. Έπειτα, μαθαίνουμε πως εργάζεται στο τμήμα που παράγει ερωτικά βιβλία για τη διασκέδαση του λαού κι ότι οι συνάδελφοί της είναι κατά βάση κορίτσια. Το σκεπτικό του καθεστώτος είναι ότι οι άντρες είναι ανήμποροι να ελέγξουν το σεξουαλικό τους ένστικτο σε σύγκριση με τις γυναίκες και κινδυνεύουν να διαφθαρούν περισσότερο από τις «αισχρότητες με τις οποίες καταπιάνονται» . Παρ’όλα αυτά, φαίνεται πως η πρωταγωνίστρια είναι αυτή που συλλαμβάνει το βαθύτερο νόημα του επιβαλλόμενου πουριτανισμού και το μεταφέρει στον σύντροφό της: “Όταν κάνεις έρωτα, ξοδεύεις ενέργεια και μετά νιώθεις ευτυχισμένος και δε δίνεις δεκάρα για τίποτα” , είναι η φράση που χρησιμοποιεί κι εγώ, ως γυναίκα, δε νιώθω ότι είναι πολύ μακριά από το σήμερα.
Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου -και με αφορμή τα όσα συμβαίνουν- αναρωτήθηκα έντονα τι σημαίνει τελικά ελευθερία και κατά πόσο η έννοιά της, όπως σήμερα τη γνωρίζουμε, είναι πραγματική. Είναι όλα αυτά που πιστεύουμε; Είναι όλα αυτά που αισθανόμαστε; Είναι η ικανότητά μας να διαχωρίζουμε το “καλό” από το “κακό” κι αν ναι, ποιος ορίζει τη σημασία του καλού και του κακού. Με λίγα λόγια, ολοκληρώνοντας το βιβλίο αυτό, έμεινα καθηλωμένη και μπροστά σε μια απογυμνωμένη αλήθεια:
Σήμερα, είμαι πραγματικά ελεύθερη;