Ma Rainey’s black bottom: Μία ταινία-φόρος τιμής στη Μαύρη κληρονομιά των Η.Π.Α.

14/02/2021
από
Ma Rainey’s black bottom
Ma Rainey’s black bottom

Προαναγγέλλοντας τον μήνα «Μαύρης ιστορίας», το Netflix έβγαλε πρόσφατα στον αέρα το «Ma Rainey’s black bottom», ένα πολλαπλό φόρο τιμής στη μαύρη κληρονομιά των ΗΠΑ, όπως αυτή σημαδεύεται από το έργο δυο ξεχωριστών αφροαμερικανών, του θεατρικού συγγραφέα και «Ποιητή της Μαύρης Αμερικής» Όγκαστ Ουίλσον, και της «Μητέρας των Μπλουζ» Μα Ρέινι, κατά κόσμον Γερτρούδης Πρίτζετ, της γυναίκας που άφησε τη σφραγίδα της στο κλασικό μπλουζ και επηρέασε ολόκληρες γενιές μουσικών, από τον Λούις Άρμστρονγκ μέχρι την Τζάνις Τζόπλιν.

Πρόκειται για μια φιλόδοξη παραγωγή του Ντένζελ Ουάσιγκτον, ο οποίος έχει ξαναδουλέψει με επιτυχία έργο του Ουίλσον, το δράμα «Εμπόδια»/Fences (2016), όπου σκηνοθέτησε τον εαυτό του με τη Βαϊόλα Ντέιβις σε μια ερμηνεία που την οδήγησε στην κατάκτηση του βραβείου Όσκαρ πρώτου φυναικείου ρόλου.

Έτσι, το «Ma Rainey’s black bottom» έφτασε στην οθόνη φορτωμένο με αυξημένες προσδοκίες. Η Βαϊόλα Ντέιβις ενσαρκώνει τη Μα Ρέινι και μια τετράδα εξαιρετικών Αφροαμερικανών ηθοποιών, τα μέλη της μπάντας που τη συνοδεύει, session μουσικοί που κουβαλάνε στην πλάτη μια ολόκληρη παράδοση της μουσικής του Νότου, καθώς αυτή σταδιακά κατακτά τη μουσική σκηνή του Βορρά. Ξεχωρίζει, ο Τσάντγουικ Μπόζμαν, τα δίνει όλα στον ρόλο του υπερφιλόδοξου νεωτεριστή τρομπετίστα Λέβι, που δυστυχώς έμελλε να είναι ο τελευταίος του, μια και πέθανε λίγο μετά τα γυρίσματα, νικημένος από τον καρκίνο μόλις στα 44. Στη σκηνοθεσία βρίσκεται ο αγαπημένος Τζορτζ Σι Γουλφ, ο άνθρωπος που σκηνοθέτησε για πρώτη φορά στο θέατρο το «Άγγελοι στην Αμερική» (1993), ένα πολύωρο έπος για τους ανθρώπους  που πάλεψαν με το Aids, την ομοφοβία και τον ρατσισμό στις ΗΠΑ της δεκαετίας του ’80.

Ποιά ήταν η Μα Ρέινι;

Όμως ας τα πάρουμε από την αρχή: Η ταινία ξεκινά με τις ξέφρενες παραστάσεις της Μα Ρέινι, αρχικά στην πατρίδα της τη Τζόρτζια και στη συνέχεια στο Σικάγο. Αν και ερμηνεύει το ίδιο τραγούδι, πρόκειται για δυο διαφορετικούς κόσμους. Στη Τζόρτζια μια πρόχειρη τέντα μέσα στις φυτείες φιλοξενεί το μαύρο κοινό που αναζητά την ψυχαγωγία ακούγοντας τα τραγούδια της φυλής του. Στο Σικάγο έχουμε ένα εντυπωσιακό θέαμα με χορεύτριες που μιμούνται ηδονικά τις κινήσεις της Μα Ρέινι και του black bottom της, ξεσηκώνοντας ένα πιο καλοστεκούμενο ακροατήριο της πόλης. Τι έχει μεσολαβήσει; Το εξηγούν οι μαυρόασπρες εικόνες και αγγελίες που ακολουθούν τα σόου και προσφέρουν εργασία σε κάθε είδους εργατικό δυναμικο, από καμαριέρες και μπάτλερ μέχρι ράφτρες και βιομηχανικούς εργάτες και εργάτριες. Βρισκόμαστε στην περίοδο που έμεινε γνωστή σαν «η μεγάλη μετανάστευση», όταν οι αφροαμερικανοί του Νότου μετακινήθηκαν μαζικά προς τον Βορρά, ακολουθώντας το όνειρο της ευημερίας και κύρια της ισοπολιτίας που τους προσέφερε η αναπτυγμένη καπιταλιστική ανάπτυξη των βόρειων και Βοριοανατολικών πολιτειών. Μαζί τους έφεραν τα μπλουζ, τη μουσική τους που είχε γεννηθεί στις φυτείες του Νότου από τις θρησκευτικές τελετές και τα σπιρίτσουαλ και μπόλιασαν μ’αυτά τα μουσικά ρεύματα που εμφανίστηκαν στις αστικές μητροπόλεις.

Η Μα Ρέινι έπαιξε τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση του μπλουζ στην αρχέγονη, πρωτότυπη μορφή του. Για πολλούς λόγους: Από νεαρή ηλικία συνεργάστηκε με διάφορα μουσικά σχήματα, που ουσιαστικά συνδύασαν το λαϊκό θέαμα του βοντβιλ (καμπαρέ του 19ου αιώνα) που απευθυνόταν σε λευκό ακροατήριο, με τη μαύρη μουσική του Νότου. Μ’αυτό τον τρόπο εξοικίωσε το λευκό ακροατήριο με τη μαύρη κουλτούρα, γεφύρωσε το χάσμα που τα χώριζε και και επιβεβαίωσε στους μαύρους τη δύναμη της πολιτιστικής κληρονομιά τους. Η Μα Ρέινι δεν ερμήνευε απλώς, έπαιζε ενεργό ρόλο στη σύνθεση των κομματιών, διαποτίζοντάς τα με το βάθος και τον πλούτο των δικών της εμπειριών και των ιστοριών μαύρων γυναικών: φόβος, οργή, ευφορία, έρωτας, σεξουαλική επιθυμία. Η ΄Άντζελα Ντέιβις στο βιβλίο της «Η κληρονομιά των μπλουζ και ο μαύρος φεμινισμός» γράφει ότι τα τραγούδια της Μα μιλάνε για γυναίκες που «γιορτάζουν ρητά το δικαίωμα να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι άντρες».

Η Μα Ρέινι αμφισβήτισε έμπρακτα τα ήθη και τους σεξουαλικούς κανόνες. Τα τραγούδια της μιλάνε για «κουνιστούς» (sissy) άντρες και αντρογυναίκες και η ίδια επι σκηνής έκανε τις πιο απίστευτα προκλητικές χορευτικές κινήσεις με τον πιο ακομπλεξάριστο τρόπο. Όμως και εκτός σκηνής δεν πολυσκοτιζόταν να κρύψει τον σεξουαλικό προσανατολισμό της. Τα «μόνο για γυναίκες» πάρτι που οργάνωνε έμειναν στην ιστορία, όπως επίσης και οι έφοδοι της αστυνομίας που τα διέλυε για «προσβολή δημοσίας αιδούς». Το «Prove it on me blues» είναι το πιο γνωστό από μια ολόκληρη ανθολογία ομοερωτικών τραγουδιών που είχε συνθέσει και ερμηνεύσει και φέρεται σαν το πρώτο ever τραγούδι με λεσβιακή αναφορά:

«They say I do it, ain’t nobody caught me
Sure got to prove it on me;
Went out last night with a crowd of my friends
They must’ve been women, ’cause I don’t like no men

It’s true I wear a collar and tie.
Makes the wind blow all the while. »
 

Το αφισάκι της εταιρίας Paranount που προμοτάρει το τραγούδι δεν αφήνει περιθώρια γαι παρανοήσεις: Η Μα με κοστούμι, γραβάτα και καπέλο φεντορα, αλά μπρατσέτα με δυο γυναικείες υπάρξεις. Εκτός όλων των άλλων υπήρξε και πρωτοπόρα «fashion icon».

Η ταινία

Πώς να μεταφέρεις μια τόσο συναρπαστική ζωή στην οθόνη; Απλά, δεν το κάνεις. Και η ταινία (αλλά και το θεατρικό του Όγκαστ Ουίλσον) είναι περισσότερο ένα σκωπτικό σχόλιο για την εποχή του «Ma Reiny’s black bottom», παρά για την ίδια.

Βρισκόμαστε στο Σικάγο μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα του 1927. Στο στούντιο μιας τοπικής δισκογραφικής εταιρίας (υπονοείται η Παραμάουντ), ο (λευκός) παραγωγός αναμένει τη ντίβα των μπλουζ Μα Ρέινι και τη μπάντα της για ηχογράφιση. Στο πρώτο μέρος της ταινίας παρακολουθούμε τα μέλη της ορχήστρας που έχουν φτάσει στην ώρα τους, τρεις παλιάς σχολής έμπειρους μουσικούς και τον νεοαφιχθέντα τρομπετίστα Λέβι (Τσάντουικ Μπόζμαν), να οδηγούνται για πρόβα στο υπόγειο του κτηρίου. Η κατάβαση στον ανήλιαγο χώρο υπογραμμίζει φανερά την κοινωνική θέση των μαύρων στον βυθό της αμερικανικής κοινωνίας και δεν μπορούν να μην το σχολιάσουν. Άλλωστε παρά την καλοβαλμένη εμφάνιση και το κομψό τους ντύσιμο, τα μάτια των λευκών στον υπέργειο σιδηρόδρομο ήταν καρφωμένα πάνω τους.

Ο Λέβι έχει όνειρα να ξεφύγει από το μεροδούλι-μεροφάι και την αφάνεια στη σκια της Μα Ρέινι. Τα κίτρινα γυαλιστά παπούτσια που μόλις αγόρασε κερδίζοντας τους φίλους του στα χαρτιά συμβολίζουν τις φιλοδοξίες του. Ο Λέβι θέλει να εκσυγχρονήσει το κλασσικό μπλουζ της Μα προσθέτοντας παιχνιδιάρικα σόλο στην εισαγωγή και ανάμεσα στα κουπλέ και πείθει τον παραγωγό Στέρντιβαντ ότι αυτό ζητάει ο (λευκός) κόσμος, που θέλει να ξεσκάσει ακούγοντας τα μπλουζ. Αυτά θα παίζει με τη νέα μπάντα που έχει στα σκαριά και πιστεύει ότι θα τα ηχογραφήσει. Οι υπόλοιποι μουσικοί, ο τρομπονίστας Κάτλερ, ο πιανίστας Τολίντο και ο Σλόου Ντραγκ στο κοντραμπάσο, με τον δικό του τρόπο ο καθένας τον  «γειώνουν», αλλά δεν τον μεταπείθουν. Ούτε οι ιστορίες που ανταλλάσσουν σχετικά με κάποιον που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο, ούτε ο πεσιμιστικός μονόλογος του Τολίντο, που χρησιμοποιεί το φαγητό και τη μαγειρική σαν παραβολή για τα δεινά των αφροαμερικανών: «Ο έγχρωμος είναι τ’αποφάγια». Ίσα-ίσα έχουν το ανάποδο αποτέλεσμα. Ο Λέβι κουβαλάει επίσης τη δική του τραγική ιστορία από τις φυτείες του Τενεσί, όταν τον μαχαίρωσαν λευκοί ρατσιστές που είχαν εισβάλει στο σπίτι τους απουσία του πατέρα του. Το συμπέρασμά του είναι ότι δεν υπάρχει θεός, υπάρχει η επιτυχία, το χρήμα, η καταξίωση και πώς τα κατακτάς.

Η αργοπορημένη άφιξη της Μα στο στούντιο δεν αφήνει περιθώρια δημιουργικής ανανέωσης, ούτε καν διαπραγμάτευσης. Μεγαλοπρεπής και ισχυρογνώμων, με την ερωμένη της τη Ντάσι Μέι αγκαλιά και τον μικρό της ανηψιό Συλβέστερ στο τιμόνι του καινούργιου της αυτοκινήτου, αποτελούν μια γκροτέσκα κουστωδία που ωστόσο επιβάλλεται χωρίς πολλά πολλά. Δεν είναι τόσο οι τόννοι μέικαπ και ρουζ στο πρόσωπο της Μα-Βαϊόλα Ντέιβις, όσο ο αυταρχικός της τόνος προς τους μουσικούς, η κτητική συμεριφορά προς τη Ντάσι Μέι (της οποίας το μάτι «παίζει» αχαλίνωτα τριγύρω και κυρίως προς τον Λέβι) που κάνουν τη Μα μια εκ πρώτης αρνητική περσόνα. Δεν είναι όμως χαζή, έτσι έμαθε να επιβιώνει. Κι έτσι επιβάλλει όχι μόνο τα κομμάτια να ηχογραφηθούν στην αυθεντική βερσιόν (τη δική της), αλλά να τα προλογήσει ο Συλβέστερ, επι πληρωμή, κι ας έχει εμφανή προβλήματα στην άρθρωση του λόγου του. Το γνωρίζει, όπως γνωρίζει ότι είναι η στιγμή που «την παίρνει» να επιβληθεί. Όπως οι session μουσικοί της, και η Μα έχει στις πλάτες της το φορτίο της επιβίωσης στις πιο αντίξοες συνθήκες κι αυτό καλλιεργεί τον  κυνισμό της.

Στο τέλος της μέρας, αφού ερμηνεύσει τα κομμάτια της όπως η ίδια θέλει, θα εισπράξει την αμοιβή της ακέραιη συν το χαρζιλίκι για τον ανηψιό. Ο Λέβι θα μείνει με την πίκρα της άδικης απόρριψης και θα πουλήσει τις παρτιτούρες του για πέντε δολλάρια στον Στέρντιβαντ που τελικά θα τα ηχογραφήσει, όχι με τον δημιουργό τους αλλά με μια swing ορχήστρα λευκών μουσικών, and this where the story goes… Το τίμημα της μετάβασης από το μπλουζ στο swing θα το πληρώσει σύντομα και η ίδια η Μα Ρέινι που θα μείνει χωρίς δισκογραφική, όταν η Παραμάουντ θα κλείσει μονομερώς τη συνεργασία τους. Θα της μείνει το λεωφορείο που είχε αγοράσει με το όνομά της ζωγραφισμένο.

Μπορεί η ταινία να μην μας διαφωτίζει σε σχέση με την ίδια τη Μα Ρέινι κι αυτό πιθανά απογοήτευσε όσους περίμεναν να γνωρίσουν τη συναρπαστική ζωή της, ωστόσο είναι ένα πυκνό έργο με βάθος και διαπεραστικούς διαλόγους, και ενώ εκτυλίσσεται σχεδόν σε πραγματικό χρόνο δεν πρόκειται για μια κινηματογραφημένη θεατρική παράσταση. Είναι ένα δοκίμιο για την αμερικανική ιστορία, τη φυλετική καταπίεση, τη δύναμη της μουσικής και το πώς όλα αυτά μπλέκονται και συνθέτουν το μωσαϊκό των σύγχρονων ΗΠΑ. Κι από αυτήν την άποψη δε μιλάει μόνο για την εποχή του, αλλά και για το σήμερα.


Γράφει η Δήμητρα Κυρίλλου

Δείτε το τρέιλερ




Δες και αυτό!