Δεν είναι λίγοι αυτοί που έσπευσαν να υπερασπιστούν τον Αρκά, μετά την κριτική που δέχθηκε για τα χονδροφοβικά του αστεία. Με επιχειρήματα όπως το απλοϊκό “αμάν πια, να γελάμε και λίγο” μέχρι το πιο ιντελεκτουέλ το “μας τα πρήξατε με την πολιτική ορθότητα – το χιούμορ και η τέχνη είναι ελεύθερη”, έσπευσαν να δικαιλογήσουν μια εμμονή που έχουμε να αστειευόματε με ό,τι φαίνεται να ξεφεύγει από το παραδοσιακά κανονικό.
Πάντοτε τα αστεία μας είτε ως ανέκδοτες εξιστορήσεις είτε ως σκίτσα (σαν κι αυτά του Αρκά), αναφέρονται σε ξανθές (ποτέ σε ξανθούς), σε χονδρές/ούς (ποτέ σε αδύνατες/ους), σε γκέι (ποτέ σε στρέιτ) κ.ο.κ. Ποτέ δεν έχω ακούσει κάποιο αστείο, που ο αδαής πρωταγωνιστής του φέρει την ταυτότητα ενός στρέιτ, λεπτού άνδρα. Θα μου πεις, τι αστείο υπάρχει (σ.σ. για την κοινωνία) σε έναν τέτοιο πρωταγωνιστή;
Και κάπου εδώ είναι που ανακαλύπτουμε ότι δεν είναι η πολιτική ορθότητα που “περιορίζει” το χιούμορ αλλά η στερεοτυπική και επικίνδυνη αντίληψη γύρω από το ποιες κοινωνικές ομάδες είναι αστείες και ικανές για να τις κοροϊδεύσουμε. Η κυρίαρχη ταυτότητα λειτουργεί τόσο “αρμονικά” που τίποτα αστείο δεν της αναγνωρίζεται και γι΄αυτό και δεν επιτρέπει να κάνουμε χιούμορ εις βάρος της.
Πόσο ελεύθερο είναι λοιπόν το χιούμορ που δεν επιτρέπει να γελάσουμε με αυτό που σήμερα θεωρείται κανονικό, επιθυμητό κι αυστηρά πατριαρχικό; Και πόσο επικίνδυνο και τοξικό είναι όταν περιορίζεται εμμονικά στο διαφορετικό;