Από τους woke Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού στη woke Εurovision και από την αντί-woke εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις δηλώσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού (κι όχι μόνο) για τη «woke κουλτούρα που δεν υπάρχει στην Ελλάδα», είναι λες και ξαφνικά όλος ο κόσμος ξεκίνησε να χρησιμοποιεί έναν όρο – που ελάχιστα κατανοεί – συμμετέχοντας σε έναν ύπουλο «πόλεμο ταυτοτήτων», με άμεσα θύματα τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα και τα δικαιώματά τους.
Γι΄αυτό και εμείς αποφασίσαμε να κάνουμε ένα αφιέρωμα αφενός για να αποτυπώσουμε την έννοια του «woke» αλλά και την ιστορική του εξέλιξη, αφετέρου για να δείξουμε πώς κατέληξε να αποτελεί ένα επικίνδυνο όπλο στα χέρια των συντηρητικών με σοβαρές επιπτώσεις στις ζωές των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Και εγένετο… Woke
Η έννοια «woke» έχει μια βαθιά πολιτιστική σημασία, εξελισσόμενη από μια έκκληση για ευαισθητοποίηση σχετικά με τις φυλετικές ανισότητες σε ένα ευρύτερο προοδευτικό σύμβολο αμφισβήτησης του πατριαρχικού, ρατσιστικού, λοατκιφοβικού συστήματος. Το ταξίδι της λέξης συμπυκνώνει αρκετά εύστοχα τις αλλαγές στον ακτιβισμό ανά δεκαετία, στην πολιτική αλλά και την προσπάθεια στοχοποίησης συγκεκριμένων ταυτοτήτων.
Σύμφωνα με τον γλωσσολόγο Tony Thorne, το «woke» έχει τις ρίζες του στα Αφροαμερικανικά Αγγλικά (AAVE), όπου αρχικά αναφερόταν στο να μένει κανείς «ξύπνιος» (woke) απέναντι στις φυλετικές ανισότητες και αδικίες και στον συστημικό ρατσισμό. Πρωτοεμφανίστηκε από τις Μαύρες κοινότητες τη δεκαετία του 1940 και η πρώτη γνωστή καταγεγραμμένη χρήση της λέξης χρονολογείται ήδη από το 1938, όταν ακούστηκε στο τραγούδι του Lead Belly «Scottsboro Boys». Το τραγούδι αφηγείται την ιστορία εννέα νεαρών Μαύρων ανδρών που κατηγορήθηκαν αδίκως για τον βιασμό δύο λευκών γυναικών στην Αλαμπάμα το 1931. Η υπόθεση αυτή έγινε ένα ισχυρό σύμβολο της φυλετικής αδικίας σε όλο τον κόσμο αλλά βρέθηκε να αποτελεί και τον πυρήνα του πρώιμου αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ. Έτσι, μέσω αυτής της υπόθεσης αλλά και του τραγουδιού του Belly, ο όρος «woke» άρχισε να συνδέεται με την επαγρύπνηση και τη συνειδητοποίηση των κοινωνικών ανισοτήτων και της καταπίεσης.
Μάρτιν Λούθερ Κινγκ
Τη δεκαετία του 1960, κατά τη διάρκεια του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα, η έννοια του να είσαι «woke» ευθυγραμμίστηκε με το αίτημα για φυλετική ισότητα. Σημαντικά πρόσωπα του κινήματος, όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ και ο Μάλκολμ Χ, αν και δεν χρησιμοποίησαν ρητά τη λέξη, τόνισαν τη σημασία της ευαισθητοποίησης και του συλλογικού ακτιβισμού. Το «woke» ήρθε ως ένα ενωτικό στοιχείο των ίδιων των κοινοτήτων και μεταδόθηκε από ακτιβιστές που το θεωρούσαν ως ένα κάλεσμα για δράση. Το 1971, η φράση εμφανίστηκε στο θεατρικό έργο «Garvey Lives!» του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Barry Beckham. Ένας χαρακτήρας δηλώνει: «Κοιμόμουν όλη μου τη ζωή. Και τώρα που ο κ. Garvey με ξύπνησε, θα παραμείνω ξύπνιος. Και θα τον βοηθήσω να ξυπνήσει και άλλους Μαύρους τύπους». Αυτός ο διάλογος συνδέει ξανά την έννοια του να είσαι «woke» με τις διδασκαλίες του Marcus Garvey, Τζαμαϊκανού πολιτικού ακτιβιστή, δίνοντας έμφαση στη συλλογική ευαισθητοποίηση για φυλετική δικαιοσύνη. Τον 21ο αιώνα, η λέξη «woke» βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο, αρχικά στο πλαίσιο του κινήματος Black Lives Matter (BLM / Οι Μαύρες Ζωές έχουν Σημασία). Έγινε συνθηματικό για τη συνειδητοποίηση του συστημικού ρατσισμού, της αστυνομικής βίας και των ιστορικών κληρονομιών της δουλείας. Οι διαδηλώσεις του 2014 στο Φέργκιουσον του Μιζούρι, μετά τη δολοφονία του Michael Brown, είδαν τη φράση «stay woke» να επανεμφανίζεται ως μια κραυγή συσπείρωσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πλατφόρμες όπως το X/Twitter ενίσχυσαν την εμβέλεια της λέξης και ανέδειξαν τη διαθεματική της διάσταση, συνδέοντάς την με ζητήματα φύλου και τάξης. Έτσι, η έννοια του «woke» δεν παρέμεινε περιορισμένη στη φυλετική δικαιοσύνη. Επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, όπως τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, η κλιματική αλλαγή, η ισότητα των φύλων και η αποαποικιοποίηση. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2010, το «woke» έφτασε να σημαίνει την υιοθέτηση μιας προοδευτικής στάσης απέναντι στα δικαιώματα, που έχει τις ρίζες της στην ενσυναίσθηση και τη δικαιοσύνη – μια συνείδηση ότι οι συστημικές ανισότητες διασταυρώνονται και απαιτούν συλλογική αποδόμηση. Οι ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητες στις ΗΠΑ αγκάλιασαν την έννοια ως ένα βασικό πλαίσιο για συμμαχία και συμμετοχή. Το να είσαι «woke» σε αυτό το πλαίσιο σήμαινε την αναγνώριση των διαφορετικών εμπειριών των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, ιδιαίτερα εκείνων που περιθωριοποιούνται περαιτέρω λόγω της φυλής, της ταυτότητας φύλου ή της κοινωνικοοικονομικής τους κατάστασης. Η διαθεματικότητα, όρος που εισήγαγε στη διεθνή βιβλιογραφία η Kimberlé Crenshaw, έγινε κατευθυντήρια αρχή για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο επικαλύπτονται οι πολλαπλές μορφές διακρίσεων.
Aπό το «Woke» στη «Woke ατζέντα» & την ομοτρανσφοβία
Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως, καθώς το «woke» γίνεται πιο mainstream, αρχίζει να δέχεται ομοτρανσφοβικές και ρατσιστικές αντιδράσεις από συντηρητικές και ακροδεξιές φωνές. Και έτσι εμφανίζονται όροι όπως «woke κουλτούρα» και «κουλτούρα της ακύρωσης», που συχνά χρησιμοποιούνται υποτιμητικά για να επικρίνουν τα προοδευτικά κινήματα με το επιχείρημα ότι καταπνίγουν τη «διαφωνία» και την ελευθερία του λόγου. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που μπορούμε να δώσουμε είναι αυτό του Ντόναλντ Τραμπ. Στο κέντρο της επίθεσης που εξαπέλυσαν ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ και οι οπαδοί του, χρησιμοποιώντας μάλιστα και τον παραπλανητικό όρο «πολιτιστικός πόλεμος» (culture war), βρίσκεται μια αλλοπρόσαλλη επιχειρηματολογία, η οποία ισχυρίζεται ότι, για την πολύπλευρη κοινωνική και οικονομική κρίση που βιώνει ο Αμερικανός πολίτης την ευθύνη έχουν κάποιοι «άλλοι»: Φυλετικές μειονότητες και κινήματα όπως το «Black lives matter, οι φεμινίστριες του #Metoo με τις «παράλογες» κατηγορίες τους, η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και ειδικά τα τρανς άτομα που δήθεν απειλούν την ψυχή της «κανονικής» αμερικανικής οικογένειας. Όλες αυτές οι ομάδες υποτίθεται ότι έχουν επικεφαλής μια μερίδα κυβερνήσεων και οικονομικών ελίτ που τους ανοίγει τον δρόμο. Κι αν ο όρος «woke ατζέντα» χρησιμοποιείται καταχρηστικά από τους συντηρητικούς (προς κάθε πολιτική κατεύθυνση) κύκλους για να αποτυπώσει αυτές (και) τις ομο/τρανσφοβικές θεωρίες συνομωσίας, ο όρος «αντί-woke» προσπαθεί να καταδείξει τις αντίστοιχες πολιτικές μίσους που προσπαθούν να εφαρμοστούν. Πιο συγκεκριμένα, οι «αντί-woke» πολιτικές αποσκοπούν στη δημιουργία συμμαχιών μεταξύ ομάδων ανθρώπων με διαφορετικές πεποιθήσεις και επιδιώξεις. Απευθύνεται ταυτόχρονα σε σεξιστές και μισογύνηδες, θρησκόληπτους εχθρούς του δικαιώματος στην έκτρωση, ομοτρανσφοβικούς, ρατσιστές και ισλαμοφοβικούς, αρνητές της κλιματικής αλλαγής, αντιεμβολιαστές και εθνικιστές, δηλαδή σε μια πλατιά και ετερογενή βεντάλια συντηρητικών που αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους σε μια εποχή που οι πολλαπλές συστημικές κρίσεις έχουν τραβήξει το χαλί κάτω απ’τα πόδια τους.
Ντόναλντ Τραμπ
Με τους πολιτιστικούς πολέμους και την αντί-woke φιλολογία οι άνθρωποι αυτοί αποκτούν σκοπό και αίσθηση σπουδαιότητας. Αυτοί που τους κινητοποιούν τους λένε ότι υπερασπίζονται τις οικογένειές τους, την πατρίδα, το έθνος και τον δυτικό πολιτισμό από τους «εσωτερικούς εχθρούς». Οι πολιτιστικοί πόλεμοι δημιουργούν επίσης μια γέφυρα μεταξύ της ακροδεξιάς και της πιο μετριοπαθούς δεξιάς, στην οποία ασκούν δημαγωγική κριτική και πιέσεις για άρση των δημοκρατικών δικαιωμάτων που έχουν παραχωρηθεί. Ήδη, η συνταγή έχει αρχίσει να δοκιμάζεται και στη δική μας πλευρά του Ατλαντικού. Στη Βρετανία το συντηρητικό κόμμα έχει ανασύρει την «Great replacement theory», μια συνομωσιολογική θεωρία δήθεν αντικατάστασης των λευκών από μη λευκούς μετανάστες που εισβάλλουν από αναπτυσσόμενες χώρες! Εφημερίδες όπως η Daily Mirror και ιστοσελίδες όπως το spike ξεσπαθώνουν καθημερινά κατά της απειλής των παιδιών από τα τρανς άτομα. Η Πολωνία έσπευσε να οριοθετήσει «lgbt+ free zones», ενώ πιο νότια στην Ιταλία, η Τζόρτζια Μελόνι, αφού αφαίρεσε το δικαίωμα στην γονεικότητα από τα λεσβιακά ζευγάρια, οργάνωσε μια ολότελα έωλη τρανσφοβική και ισλαμοφοβική επίθεση ενάντια στην Αλγερινή πυγμάχο Ιμανί Κχελίφ. Είναι εύλογο ότι οι Έλληνες συντηρητικοί δεν θα άφηναν να χαθεί η ευκαιρία.
από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι
Για την ιστορία να πούμε πώς «αντι-woke» ρητορεία αποτελεί τον νέο στάδιο μιας παλιάς συντηρητικής αντεπίθεσης (backlash) που είχε σαν στόχο της τα κινήματα χειραφέτησης του 1960-70 στις ΗΠΑ και τις κατακτήσεις που είχαν αποφέρει σε καταπιεσμένα κομμάτια της κοινωνίας όπως οι μαύροι, οι γυναίκες, το λοατκι+ κίνημα. Η αλήστου μνήμης ομιλία του στελέχους των Ρεπουμπλικάνων Πατ Μπιουκάναν στην εθνική συνδιάσκεψη του κόμματος το 1992 θεωρείται μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς και «επίσημη πρεμιέρα» για τους υποστηρικτές του αντί-woke, καθώς σ’αυτή συνδέει σαφώς αυτό που αποκάλεσε «πολιτισμικό πόλεμο» με την επίθεση στις αμβλώσεις και τα τότε γκέι parades. Το αντίδοτο γι’αυτόν είναι η θρησκεία, η οικογένεια, η πατρίδα. Θυμίζει κάτι όλο αυτό;
Και στα δικά μας…
Στη «woke κουλτούρα» αναφέρθηκε πρόσφατα και ο Έλληνας πρωθυπουργός, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον Γάλλο συγγραφέα, Πασκάλ Μπρυκνέρ, που διοργανώθηκε από το iefimerida. Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στην πολιτική ορθότητα και ενθυμούμενος τα λόγια ενός καθηγητή που είχε στο πανεπιστήμιο, είπε: «Φοβάμαι ότι το καθήκον να ακούμε έχει χαθεί σε αυτό που ονομάζουμε woke κουλτούρα των ΗΠΑ, όπου ομάδες προσπαθούν να προωθήσουν τον διχασμό, τον θυμό και τη διαμάχη. Ουσιαστικά αυτό είναι ο ορισμός του ανελευθερισμού, όπου μια μειονότητα προσπαθεί να επιβάλει τη γνώμη της σε μια πλειοψηφία». Παραφράζοντας, επίσης, την έννοια του John Stewart Mill «τυραννία της πλειοψηφίας», ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε λόγο και για «τυραννία των μειοψηφιών». «Η συζήτηση για τη woke κουλτούρα εντάθηκε μετά την εκλογή Τραμπ, αλλά στα καθ’ημάς είχε ξεκινήσει πριν τη ψήφιση του γάμου, συχνά με μορφή μάλιστα debate ακόμη και σε αριστερούς χώρους, συνεχίστηκε μετά τις ευρωεκλογές (για το αν η ψήφιση του γάμου έπληξε εκλογικά τη ΝΔ) -γίνεται δηλαδή ήδη για κάποιους μήνες», αναφέρει η Νάνσυ Παπαθανασίου, κλινική ψυχολόγος και επιστημονικά συνυπεύθυνη του Orlando LGBT+. «Σε όλο αυτό το διάστημα, η βασική διαφορά, πέρα από την ένταση, είναι το πέρασμά της από την περιθωριακή σφαίρα της alt right, στην κεντρική πολιτική σκηνή, με τον πρωθυπουργό να γίνεται ο τελευταίος και πιο επιδραστικός εκφραστής της. Το κεντρικό επιχείρημα είναι σταθερά για τις “ακρότητες” της woke κουλτούρας που οδηγούν με (κάποιο πάντα αδιευκρίνιστο τρόπο) στην καταπίεση των πολλών από τις μειονότητες».
ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε λόγο και για «τυραννία των μειοψηφιών»
Είναι σημαντικό να καταλάβουμε, πως όλη αυτή η «αντί-woke» ρητορική δεν αποτελεί μια αφηρημένη ιδεολογική αντιπαράθεση, ακόμα κι όταν παίρνει αυτή τη μορφή. Το κύριο ζήτημα δεν συνίσταται σε διαφωνία μεταξύ της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και κάποιων ομο/τρανσφοβικών, ούτε σε θεωρητικούς διαξιφισμούς μεταξύ των υποστηρικτών της θεωρίας για το φύλο και αντιπάλων τους. Η «αντί-woke» ρητορική έρχεται να δικαιολογήσει τις όποιες επιθέσεις (λεκτικές και φυσικές) με το επιχείρημα ότι αυτές οφείλονται σε “ακρότητες” των καταπιεσμένων ταυτοτήτων κατά του κυρίαρχου ιερού στάτους κβο. Ότι τα θύματα των επιθέσεων υπερβάλλουν και προκαλούν και χρειάζεται να περιορίσουν τα αιτήματά τους για ισότητα και κάπως έτσι φτάνουμε στο «blaming the victim».
Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τώρα ποι@ πλήττονται περισσότερο, πρέπει να διαχωρίσουμε αυτούς που η κοινωνία θέλει να κρύψει από αυτούς που δεν αντέχει να βλέπει. Οι τρανς και non-binary ταυτότητες ανήκουν κυρίως στην πρώτη κατηγορία. Ενώ η ύπαρξή τους προσπαθεί να αποδομηθεί ή να σιωπηθεί από το κυρίαρχο αφήγημα, συχνά δεν λαμβάνουν ούτε την πλήρη υποστήριξη της ευρύτερης ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.
Νάνσυ Παπαθανασίου, κλινική ψυχολόγος και επιστημονικά συνυπεύθυνη του Orlando LGBT+
Στην ελληνική πραγματικότητα, οι τρανς και non- binary άνθρωποι αντιμετωπίζουν συνεχή απόρριψη και επιθέσεις. Ο λόγος έχει να κάνει με τον τρόπο που η κοινωνία ερμηνεύει το ίδιο το φύλο, ως απόλυτα συνδεδεμένο με μία υποτίθεται συγκεκριμένη βιολογική πραγματικότητα. Οι τρανς/non-binary ταυτότητες, λοιπόν, εκούσια ή ακούσια, αμφισβητούν βαθιά τις κυρίαρχες αντιλήψεις για το φύλο ως κάτι «φυσικό» ή «δεδομένο». Αυτό προκαλεί έντονη αντίδραση, όχι μόνο από τη συντηρητική πλευρά της κοινωνίας, αλλά και από ορισμένες κριτικές ως προς το φύλο (οι παλιότερες TERFs) ομάδες, οι οποίες θεωρούν ότι η συμπερίληψη των τρανς ατόμων πλήττει για κάποιον (τρανσφοβικό) λόγο τα «γυναικεία» δικαιώματα.
«Η ύπαρξή μας γίνεται διαπραγματεύσιμη, μια άποψη που ο καθένας θεωρεί πως έχει το δικαίωμα να κάνει αυτοψία κόβοντας όσα κομμάτια ταιριάζουν στη δική́ του αφήγηση», αναφέρει το Σαμ, ένα νεαρό non-binary άτομο που ζει στην Αθήνα. «Δε νιώθω ότι έχω την πολυτέλεια του απλώς να υπάρχω ως ο εαυτός μου. Με βλέπουν, ή μάλλον το φύλο μου, σαν κάτι που πράττει ενάντια τους και όχι σαν κάτι που μου ανήκει. Σήμερα, αυτή́ η συζήτηση δε θα οδηγήσει σε λιγότερα τρανς, non-binary, gender non-conforming, agender άτομα από το να υπάρχουν», προσθέτει. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τα αφήσει να υπάρχουν, όμως, με «μειωμένη ποιότητα σωματικής και ψυχικής υγείας».
Για τη Νάνσυ Παπαθανασίου, τα θέματα είναι δύο: «Από τη μία η συζήτηση που ανακινεί κάθε μορφής λοατκιφοβία και ουσιαστικά λειτουργεί εμπρηστικά και διευκολυντικά για την έκφραση και την κανονικοποίηση περισσότερης ρητορικής μίσους, ενώ δεν υπάρχουν πια παρά ελάχιστοι ασφαλείς χώροι στον δημόσιο διάλογο. Η επίδραση των διακρίσεων, όπως και της προσμονής διάκρισης, (γιατί η συνεχής αναφορά στο κατά πόσο είναι υπερβολική η διεκδίκηση δικαιωμάτων που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα, είναι διάκριση και όχι θεωρητική άσκηση) είναι πολλαπλά στοιχειοθετημένη και συνδέεται με σειρά αρνητικών συνεπειών για την ψυχική υγεία».
Σαμ, ένα νεαρό non-binary άτομο που ζει στην Αθήνα
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών, Κίμων Μελικέρτης, επισημαίνει ότι η προώθηση της αντί-woke ρητορικής έχει σκοπό να παρεμποδίσει την αναγνώριση δικαιωμάτων ή/και την αφαίρεση ήδη αναγνωρισμένων από την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. «Αυτό το είδαμε πρόσφατα με την ψήφιση του νόμου για την ισότητα στο γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, όπου μεγαλοστελέχη και βουλευτές της Κυβέρνησης ενστερνίζονταν την άποψη πως “δεν συνιστά ανθρώπινο δικαίωμα”, ενώ πρόεδροι κοινοβουλευτικών κομμάτων της Ακροδεξιάς μιλούσαν για παραβίαση του οικογενειακού δικαίου και ψυχιατρικοποιούσαν τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου», συμπληρώνει. Η ρητορική αυτή, όμως, δεν παραμένει μονάχα στο επίπεδο του λόγου, αλλά έχει πολλές και απτές επιπτώσεις. «Τέτοιες δηλώσεις, ιδιαίτερα όταν γίνονται από πολιτικά πρόσωπα σε θέσεις εξουσίας, δίνουν χώρο στην αύξηση των διακρίσεων και της βίας, όπως είδαμε στην ομο-τρανσφοβική επίθεση σε βάρος δύο ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, τις δύο τρανσφοβικές επιθέσεις εις βάρος τρανς γυναικών στο κέντρο της Αθήνας και στην Καλλιθέα αλλά και περιστατικών εκφοβισμού και βίας που δέχονται τα παιδιά από τους γονείς τους όταν γνωστοποιούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους», εξηγεί ο πρόεδρος του ΣΥΔ.
Ένα άλλο αντί-woke επιχείρημα είναι ότι τα κουήρ άτομα, και ειδικά τα άτομα με πολλαπλές ταυτότητες – όπως ΛΟΑΤΚΙ+ μετανάστες, ανάπηρα ή μη λευκά άτομα –«τραβούν υπερβολικά την προσοχή» ή ότι είναι ήδη αρκετά προνομιούχα και τώρα επιθυμούν να επιβάλουν τη ζωή τους (;) στην πλειοψηφία. Πώς όμως σε μια χώρα με ελάχιστα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα και νομικές προστασίες για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, μπορεί να θεωρηθεί σε αυτό το πλαίσιο ένα κουήρ άτομο προνομιούχο; Σε αυτό μας απάντησε ο πρόεδρος των Proud Seniors, Γιάννος Κανελλόπουλος: «Να φέρω ένα παράδειγμα: το συνταξιοδοτικό, το οποίο στα μεγαλύτερα άτομα είναι τόσο κρίσιμο, κι εμείς έχουμε να διαμεσολαβήσουμε για ανθρώπους που είναι τρανς, ή έχουν απασχοληθεί στη σεξεργασία και ως αυτό που είναι δεν υπάρχουν πουθενά! Πώς είναι δυνατόν να εμφανίζεται μια φιλολογία που μας βαφτίζει προνομιούχα;».
ο πρόεδρος του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών, Κίμων Μελικέρτης
Το ίδιο μας μεταφέρει και η Κλεονίκη Γιαννακοπούλου, μητέρα ενός ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιού, επισημαίνοντας ότι «δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για “woke agenda” σε μια χώρα όπου η ανισότητα αντικατοπτρίζεται στους ίδιους τους νόμους και τους θεσμούς, όπου η άγνοια σε βασικά ζητήματα εμποδίζει την ορατότητα μιας σημαντικής μερίδας συνανθρώπων μας και όπου – ακόμα και αν υπάρχουν νόμοι – αυτοί στην πράξη καταπατώνται, στο όνομα της “τάξης και ηθικής” μιας παλιότερης εποχής».
Ως παράδειγμα φέρνει το τρανσφοβικό επιχείρημα ότι στις ΗΠΑ «αναγκάζουν» τα δεκάχρονα παιδιά να κάνουν «φυλομετάβαση» – επιχείρημα που εξέφρασε και υπουργός της κυβέρνησης. «Το πρόβλημα είναι ότι όχι μόνο δεν είναι αληθινό, αλλά και ότι δημιουργεί ψευδείς και φανατισμένες εντυπώσεις σε ανθρώπους με παρόμοια άγνοια, οδηγώντας σε αδιέξοδα ανθρώπους και παιδιά και στη χώρα μας», τονίζει η Κλεονίκη.
«Ας πούμε, όταν ένα παιδί από μικρή ηλικία – μικρότερη κιόλας των 10 ετών – εκφράζεται φυλοδιαφορετικά, το μόνο που συμβουλεύουν οι ειδικοί είναι να του επιτρέπουμε να εκφράζεται κοινωνικά όπως επιθυμεί, σε επίπεδο ντυσίματος, παιδικών συνηθειών και προφορικού λόγου. Καμία επέμβαση δεν υπάρχει στο σώμα του παιδιού που να γίνεται ή να προτείνεται σε τέτοιες ηλικίες! Όμως, για σκεφτείτε τι σημαίνει αυτό που είπε ο υπουργός σε μια περίπτωση όπου ένα παιδί εκφράζεται φυλοδιαφορετικά και ο ένας γονιός διαφωνεί με αυτό; Οι πρακτικές μεταστροφής του ή όποιες άλλες τραυματικές συμπεριφορές που είχαμε αφήσει πίσω μας ως κοινωνία για κάποιο διάστημα, μπορεί να κάνουν τη δραματική εμφάνισή τους», προσθέτει στη συνέχεια. Με αυτό συμφωνεί και ο Κίμων Μελικέρτης, ο οποίος μας λέει ότι στην αντί-woke ρητορική «υπάγονται και αντιεπαγγελματικές πρακτικές από επαγγελματίες ψυχικής υγείας οι οποίοι παθολογικοποιούν τα τρανς πρόσωπα μόνο και μόνο επειδή είναι τρανς, προωθώντας κλινικές προσεγγίσεις στα πλαίσια της “διερεύνησης της ταυτότητας φύλου” σε ανήλικα τρανς παιδιά. Παράλληλα, στοχοποιούνται υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών, διώκονται με αγωγές SLAPP με στόχο την φίμωσή τους». Τρανταχτό παράδειγμα είναι και η πρόσφατη πραγματοποίηση ενός συνεδρίου στην Αθήνα, το οποίο, όπως ενημέρωσε και ο επιστημονικός φορέας για την ψυχική υγεία Orlando LGBT+, διοργανώθηκε από οργάνωση (SEGM) που έχει χαρακτηριστεί «ομάδα μίσους». Σύμφωνα με το Orlando LGBT+, ο SEGM ασκεί και προωθεί τη «διερευνητική προς το φύλο ψυχοθεραπεία», πρακτική που ο WPATH (Παγκόσμιος Οργανισμός Επαγγελματιών για την Υγεία των Τρανς Ατόμων) αναφέρει ως επικίνδυνη.
ο πρόεδρος των Proud Seniors, Γιάννος Κανελλόπουλος
Από την άλλη, είναι αρκετά σαφές ότι η λεγόμενη «υπερέκθεση» ή «επιβολή» για την οποία κατηγορείται η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, διεξάγεται από τα ίδια τα ΜΜΕ και τα πολιτικά πρόσωπα. Βλέπουμε καθημερινά σε τηλεοπτικές εκπομπές, ειδικά πρωινές ψυχαγωγικές, να φιλοξενούνται θέματα που αφορούν σε ζητήματα σχετικά με την κουήρ κοινότητα. Εκεί οι τρανς ταυτότητες αντιμετωπίζονται με κακοποιητικό τρόπο και μέσα από πολλά misgendering, ενώ ειδικά οι non-binary ταυτότητες γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης και προβάλλονται ως «παραδείγματα για γέλια». Συγκεκριμένα, σε τοποθέτησή του για τις αντιδράσεις κατά του Μάρκου Σεφερλή μετά την τρανσφοβική αναπαράσταση του νικητ@ της Eurovision, Nemo, από τον τελευταίο, ο ηθοποιός αποφάσισε να εκφράσει και τις δικές του λοατκιφοβικές σκέψεις: «Θεωρώ ότι αυτή η ιστορία με το non binary είναι αστεία από μόνη της. Αυτό το ότι, ενώ γεννιέμαι αγόρι, ξαφνικά κάνω την επανάσταση μου και δεν ξέρω τι είμαι. Δηλαδή γεννήθηκα γάτα αλλά στα 18 μου μπορεί να θέλω να είμαι και σκύλος, το θεωρώ αστείο από μόνο του».
Αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα. Έχουμε δει ψυχιάτρους σε πρωινές εκπομπές να βροντοφωνάζουν ότι υπάρχουν μόνο δύο φύλα, πολιτικούς να λένε ότι δεν συμφωνούν με το «το» – λες και πρόκειται για ζήτημα που σηκώνει διαφωνία – και βουλευτές και κυβερνητικά στελέχη να δίνουν τρανσφοβικούς ορισμούς της «woke ατζέντας» και να επιτίθενται στα τρανς δικαιώματα. «Το μήνυμα που περνά ο λόγος αυτός ενισχύει τις συντηρητικές δυνάμεις μιας χώρας ιδιαίτερα οπισθοδρομικής, σε σημείο που τα παιδιά μας δεν μπορούν να νιώθουν ασφαλή. Τα ήδη πληγωμένα παιδιά μας από κάποιους γονείς που δεν τα δέχονται ελεύθερα όπως νιώθουν, τα ήδη αποκλεισμένα παιδιά μας, από δασκάλους που δεν αναγνωρίζουν ούτε το δικαίωμά τους σε ένα όνομα που επιθυμούν στον προφορικό λόγο, θα νιώθουν επιπλέον και αδύναμα να αντιταχθούν σε κάποιο παιδί που ψηφίζει αυτόν τον δημόσιο πολιτικό λόγο», αναφέρει η Κλεονίκη, σχετικά με την αντί-τρανς ρητορική που παρακολουθούμε στον δημόσιο λόγο.
«Τι θα συμβεί αν το 8χρονο, 5χρονο ή 10χρονο τρανς παιδί χτυπηθεί από συμμαθητές, μιας και οι γονείς μπορεί να μεταφέρουν στα παιδιά τους την άποψη του Υπουργού; Τι θα συμβεί αν το σχολείο αγνοεί το παιδί που είναι υποχρεωμένο να προστατεύει; Τι θα συμβεί αν ακόμα και η ελεύθερη έκφραση ενός παιδιού πνίγεται, αν το παιδί τραυματίζεται από τη βία ενός γονέα που θα συμφωνήσει με τον Υπουργό ότι η φυλοδιαφορετικότητα είναι πρόβλημα και …wokeισμός; Ποιος θα φέρει την ευθύνη αν τα παιδιά αυτά σε λίγα χρόνια αυτοτραυματιστούν ή φύγουν από το σπίτι τους εξαιτίας του κλίματος και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας δημιουργεί ο δημόσιος λόγος του Υπουργού αυτού;», τονίζει στη συνέχεια η Κλεονίκη.
Tέλος, προσθέτει ότι «τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικές αποφάσεις που αντικρούουν δήθεν τη woke agenda συχνά ενισχύουν τα στερεότυπα και την παραπληροφόρηση σχετικά με την τρανς κατάσταση. Αυτό δημιουργεί ένα κύκλο αρνητισμού και μισαλλοδοξίας που δυσκολεύει την πρόσβαση των τρανς παιδιών σε υποστηρικτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας και ψυχοκοινωνικής στήριξης».
Κλεονίκη Γιαννακοπούλου, ψυχολόγος και μητέρα ενός ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιού
Μια σημαντική πλευρά του ζητήματος γύρω από την ολοένα και αυξανόμενη αντί-woke ρητορική που συζητάμε, αναδεικνύει η Νάνσυ Παπαθανασίου κάνοντας λόγο για ένα «θεσμικό gaslighting που υφιστάμεθα, καθώς και υποτίμηση της νοημοσύνης μας, κάθε φορά που μετά από μία τέτοια διάκριση (δηλαδή αμφισβήτηση των δικαιωμάτων μας) ακολουθεί κάποια διαστρέβλωση τύπου “δεν ήταν αυτό που νομίζεις/είδες/άκουσες”. Από το ανιστόρητο ότι ο γάμος δεν αποτελεί μέρος της woke ατζέντας, μέχρι τα περί τυραννίας των μειονοτήτων, η αντιστροφή και η διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ειδικά όταν γίνεται από ανθρώπους με ισχύ όπως είναι π.χ. ο πρωθυπουργός μπορεί να οδηγήσει σε αυτοαμφισβήτηση και αυτόϋποτίμηση, σε αισθήματα μοναξιάς και απομόνωνσης κ.λπ.. Οπότε η ζημιά είναι διπλή: και πολιτική υποχώρηση (με τις συνέπειες που αυτό έχει κοινωνικά) και δημιουργία κλίματος αμφισβήτησης σε προσωπικό επίπεδο», επισημαίνει στη συνέχεια.
Τι πρέπει να θυμόμαστε
Αν και η αντί-woke ρητορική είναι εμφανής στον δημόσιο λόγο στην Ελλάδα εδώ και κάποια χρόνια, φαίνεται ότι η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ οδήγησε στην κατακόρυφη αύξησή της. Η αντιμετώπιση της, ωστόσο, μπορεί και πρέπει να είναι πολιτική. Η αντί-woke ρητορική αποτελεί δεξιά επίθεση, ακόμη κι όταν την αναμασά η αριστερά αλλά κι άλλοι. Η λύση δεν είναι να την αγνοήσουμε, αφήνοντας όσους μπορούν να την χρησιμοποιούν εναντίον μας. Πολιτικοί φορείς που αποφεύγουν να πάρουν θέση γιατί θεωρούν ότι «μόδα είναι θα περάσει», ή γιατί θα οδηγηθούν σε απώλεια πολιτικής επιρροής (και ψήφων) καταλήγουν συνένοχοι, όχι μόνο στα λόγια αλλά και στις πρακτικές συνέπειες. Η θέση κάθε ανθρώπου ή συλλογικότητας που αναφέρεται στα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά, πριν να είναι αργά. «Γι’ αυτόν τον λόγο τόσο τα κοινοβουλευτικά κόμματα του δημοκρατικού τόξου, όσο και οργανώσεις και φορείς που αγωνίζονται για τα δικαιώματα του κάθε ανθρώπου θα πρέπει να επαγρυπνούν και να παίρνουν ξεκάθαρη και δημόσια θέση για την αντιμετώπιση του αντί-woke κινήματος», επισημαίνει ο Κίμων Μελικέρτης.
Το ίδιο αναφέρει και ο Γιάννος Κανελλόπουλος, τονίζοντας ότι ως σωματείο «θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την ανάγκη μας για μεγαλύτερη ορατότητα, για διεύρυνση και εμβάθυνση των δικαιωμάτων μας, για να υπάρχουμε μέσα στην κοινωνία. Είναι καθαρό ότι, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του αντί-woke, αυτά που ζητάμε δεν είναι υπερβολές, αλλά η διεκδίκηση ίσων δικαιωμάτων με τα ετεροκανονικά άτομα (με ή χωρίς εισαγωγικά), κάτι που δεν υπάρχει. Για μας είναι σαφές ότι αυτού του τύπου οι επιθέσεις θα μας βρουν απέναντί τους», καταλήγει.
Από την πλευρά της, η Νάνσυ Παπαθανασίου υπογραμμίζει τη σημασία της συλλογικής διεκδίκησης. «Οι άμυνές μας εδώ είναι η κοινότητα και συλλογική μας στήριξη. Η συνεχής υπενθύμιση, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο, για το τι (θα έπρεπε να) θεωρείται αυτονόητο δικαίωμά μας. Η συνεχιζόμενη διεκδίκηση και η μεταξύ μας φροντίδα», αναφέρει συγκεκριμένα. Με έναν πιο προσωπικό τόνο, το Σαμ κλείνει και μας καλεί να φανταστούμε «έναν κόσμο όπου το καθένα μας υπάρχει άνευ όρων φύλου και σεξουαλικότητας. Εκεί νιώθω ότι, επιτέλους, θα μπορούσα να αναπνεύσω χωρίς φόβο».
κείμενο: Ανδρομάχη Κουτσουλέντη, Δήμητρα Κυρίλλου, Χριστίνα Τριχά & Νeli Cappa