Κάθε φορά που μαθαίνω πως κάποια -ελληνική- σειρά φιλοξενεί και μια ΛΟΑΤΚΙ+ ιστορία, στήνομαι με αγωνία μπροστά απ’ την οθόνη, προκειμένου να την παρακολουθήσω.
Όχι γιατί μου προκαλεί, πλέον, κάποια έκπληξη το να βλέπω έναν ΛΟΑΤΚΙ+ χαρακτήρα στην ελληνική τηλεοπτική μυθοπλασία (χωρίς, αυτό να σημαίνει ότι οι χαρακτήρες αυτοί είναι αρκετοί), αλλά γιατί έχω την περιέργεια να δω πώς αυτός αποτυπώνεται.
Μπορεί να φταίει που οι περισσότεροι ΛΟΑΤΚΙ+ χαρακτήρες που έχουμε δει ως τώρα ζουν σε αποστειρωμένα περιβάλλοντα (συνήθως ως οι κολλητοί/ές κάποιου πιο σημαντικού straight χαρακτήρα) ή εμφανίζονται ως κακόγουστες καρικατούρες (βλ. Σεφερλή), που υπάρχουν μόνο για να εξυπηρετήσουν το εύκολο «χιούμορ» των δημιουργών. Όπως και να έχει, όμως, υπάρχει πάντα μια αγωνία για τον αν, πέρα από έναν γκέι (για παράδειγμα) χαρακτήρα, δούμε και μια «γκέι σχέση», μια «γκέι οικογένεια» ή κάποια σκηνή «γκέι συντροφικότητας».
Την τελευταία φορά που στήθηκα μπροστά από την τηλεόραση ήταν την περασμένη βδομάδα, με αφορμή την πρεμιέρα της νέας σειράς του Χριστόφορου Παπακαλιάτη (Maestro). Μια πολλά υποσχόμενη σειρά, με εξαιρετικές εικόνες και ηθοποιούς. Μια σειρά, επίσης, με μια γκέι ιστορία.
Δύο νεαρά αγόρια, με ομοφοβικούς πατεράδες και τα δύο, που φαίνεται να είναι ερωτευμένα μεταξύ τους. Φυσικά, είναι πολύ νωρίς να κάνουμε κάποια κριτική στον τρόπο με τον οποίο ο Παπακαλιάτης αποφάσισε να διαχειριστεί την ιστορία αυτή (μόλις ένα επεισόδιο έχει παίξει) και τολμώ να πω πως συνολικά η άποψή μου είναι θετική.
Δεν σας κρύβω, ωστόσο, ότι μου έλειψε (ακόμα και σε αυτό το πρώτο επεισόδιο) μια οποιαδήποτε (σαφή) αίσθηση συντροφικότητας μεταξύ των δύο αγοριών – και μιλάμε για τον δημιουργό του πιο λογοκριμένου τηλεοπτικού φιλιού. Γιατί φιλιά υπήρχαν στη σειρά, απλώς -προς το παρόν- όχι των δύο αυτών χαρακτήρων.
Σαφώς και είναι εξαιρετικά σημαντικό, μέσα από μια σειρά, να αναδεικνύεται το ζήτημα της κακοποίησης και των διακρίσεων που υφίστανται τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, κυρίως στις κλειστές κοινωνίες.
Εξίσου σημαντικές, όμως, είναι και οι σκηνές ΛΟΑΤΚΙ+ συντροφικότητας που μας απομακρύνουν από εκείνο το εξαντλητικό «δεν με νοιάζει τι κάνει ο άλλος στο κρεβάτι του».
Ίσως, βέβαια, στην περίπτωση του Maestro να είμαι και λίγο ανυπόμονος και να προτρέχω. Θα δούμε!