Βικτωριανή Αγγλία. Μια έγκυος γυναίκα αυτοκτονεί, πέφτοντας από μια γέφυρα. Το σώμα της θα καταλήξει στο εργαστήριο του χειρούργου δόκτορα Μπάξτερ, ο οποίος πειραματίζεται με εμμονή στο να δώσει ζωή σε άψυχη ύλη. Ουπς!
της Δήμητρας Κυρίλλου
Από το 1910 μέχρι σήμερα περίπου 160 ταινίες έχουν σαν βασικό τους θέμα τον δόκτορα Φρανκενστάιν και το τέρας του, ενώ 30 από αυτές έχουν στον τίτλο τη λέξη «Φρανκενστάιν». Τι παραπάνω έχει να προσδώσει ο Γιώργος Λάνθιμος σε μια ιστορία που είναι εξ’ορισμού τόσο weird αλλά και τόσο εξεζητημένη; Τραγικότητα μετά τον Μπορις Καρλόφ; Χιούμορ μετά το αξεπέραστο «Φρανκεστάιν Τζούνιορ» του Μελ Μπρουκς; Το πεδίο ήταν αρκούντως ναρκοθετημένο για να προκύψει αν όχι η μπαρούφα της χρονιάς, ένα άνισο έργο.
Κι όμως, ο βασιλιάς του Greek Weird Cinema τόλμησε να δημιουργήσει ένα πλήρως αντεστραμμένο είδωλο του δόκτορα Φρανκεστάιν και του τέρατός του, με μια σειρά twist και ανατροπές, που δίνουν στο «Poor things» ουσία, φρεσκάδα και το συνδέουν με την επικαιρότητα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: (Προσοχή spoiler!)
Μέρος πρώτο- Γένεσις
Ο δόκτωρ Γκόντουιν -όπως God (!) Μπάξτερ (Γουίλεμ Νταφόε) δίνει ζωή στη νεκρή έγκυο γυναίκα, μεταφυτεύοντάς της τον εγκέφαλο του παιδιού που δεν πρόλαβε να φέρει στον κόσμο. Κι έτσι (ξανα)γεννιέται η Μπέλα Μπάξτερ (Έμμα Στόουν), με σώμα γυναίκας και μυαλό βρέφους, ένα πλάσμα που μεγαλώνει στην έπαυλη όπου ζει ο δόκτωρ με την μονόχνοτη οικονόμο του και διάφορα «ζώα-φράνκενστάιν», πειραματόζωα του Γκόντουιν, ο οποίος είχε υπάρξει επίσης αντικείμενο των πειραμάτων του πατέρα του, κι αυτό τον έχει αφήσει σημαδεμένο και σεξουαλικά ανίκανο.
Σε αντίθεση με τον πρωτότυπο Φρανκενστάιν της Μέρι Σέλι δεν απορρίπτει το δημιούργημά του, αλλά το περιβάλλει με αγάπη. Θα προσλάβει τον nerd φοιτητή στην Ιατρική σχολή όπου διδάσκει, τον Μαξ (Ράμι Γιούσεφ) για να την επιτηρεί και να σημειώνει την εξέλιξη και τις επιδόσεις της. Και είναι εκπληκτικές: Η Μπέλα ανακαλύπτει τον κόσμο έχοντας αναγκαστικά παρακάμψει τον πυρήνα της βικτωριανής ανατροφής-εκπαίδευσης, δεν έχει διαποτιστεί με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής, και αγνοεί στοιχειώδεις κοινωνικούς κανόνες όπως η ντροπή, το τακτ, η κοινωνική ιεραρχία, συμπεριφέρεται απρόβλεπτα, και προκύπτουν ακραία στιγμιότυπα που «καρφώνουν» τα ήθη της εποχής και συχνά οδηγούν σε ξεκαρδιστικές καταστάσεις.
Σύντομα θα αφυπνιστεί σεξουαλικά, και η ανακάλυψη του αυνανισμού επιταχύνει τη βίαιη ενηλικίωσή της, εκφραστικά και γλωσσολογικά (μίνι φόρος τιμής στον Λακαν). Πώς να μην την ερωτευτεί ο επιτηρητής της Μαξ; Κι ενώ τη ζητά σε γάμο από τον δόκτωρα Γκόντουιν -μια εξέλιξη επιθυμητή και στον τελευταίο-, η Μπέλα έχει άλλες φιλοδοξίες: Να ανακαλύψει πρώτα τον κόσμο στο πλευρό του δανδή δικηγόρου Ντάνκαν Γουέντερμπερν (Μαρκ Ράαφαλο), με τον οποίο αναχωρεί για σεξ και ηδονιστικές περιπέτειες, με πρώτη στάση τη Λισαβόνα.
Μέρος δεύτερο – Ενηλικίωση
Μη έχοντας εμπεδώσει τον ρόλο (υποταγής) της σαν γυναίκα, η Μπέλα αποδεικνύεται σκληρό καρύδι για να χωρέσει όχι τόσο στο κρεββάτι του Ντάνκαν (σ’αυτό χωράει και το απολαμβάνει), αλλά στην στενόμυαλη αντίληψη που ο ίδιος κουβαλάει ως τυπικός αρσενικός εκπρόσωπος της εποχής του. Ταξιδεύοντας με πλοίο στη Μεσόγειο, η εξέλιξή της θα επιταχυνθεί από δυο παράγοντες: Μέσω της γνωριμίας της με τη Μάρθα (Χάννα Συγκούλλα -φόρος τιμής στο σινεμά του Φασμπίντερ) και τον «κυνικό» Χάρι, μυείται στη φιλοσοφία, προς μεγάλη απογοήτευση του Ντάνκαν, που προφανώς προτιμά ένα χαριτωμένο αδαές κοριτσάκι από ένα σκεπτόμενο πλάσμα. Και μετά, σε μια στάση στην Αίγυπτο διαπιστώνει σοκαρισμένη την εξαθλίωση των ντόπιων και αποφασίζει να τους δωρίσει …τα πλούτη που ο συνοδός της αποκόμισε στο καζίνο! Στο Παρίσι όπου καταλήγουν άφραγκοι, η Μπέλα επιβιώνει ως σεξεργάτρια στον οίκο ανοχής της μαντάμ Σουάινι. Και από κει θα βγει σοφότερη, θα μυηθεί στις σοσιαλιστικές ιδέες από τη συνάδελφο και ερωμένη της Τουανέτ, θα αποκτήσει συγκροτημένη σκέψη και αντίληψη του κόσμου, θα απαλλαγεί επιτέλους από τον Γουέντερμπερν. Θα επιστρέψει στη Βρετανία άλλος άνθρωπος, για να αποχαιρετήσει τον δόκτορα Γκοντουιν Μπάξτερ που είναι άρρωστος σε τελικό στάδιο και να παντρευτεί (επιτέλους) τον Μαξ.
Μέρος τρίτο – Τελικά ποια είναι η Μπέλα;
Και καθώς το στόρι δείχνει να τελειώνει στον γάμο, απροσδόκητα εμφανίζεται ο προ-Φρανκενστάιν σύζυγός της, ένας στρατόκαβλος ρατσιστής και φαλλοκράτης, τον οποίο θα πρέπει η Μπέλα να αντιμετωπίσει. Είναι όμως πλέον ικανή να το κάνει, και το κάνει με σκληρότητα, με όρους αντίστοιχους μ’αυτούς που ο ίδιος την οδήγησε στην αυτοκτονία λίγους μήνες πριν. Κι έζησε αυτή καλά…
Τι μας άρεσε στο «Poor things»
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς fan του Λάνθιμου (δεν είμαι), για να αναγνωρίσει στο «Poor Things» μια σειρά αρετές: Μια μεγάλη παραγωγή που απέσπασε το χρυσό λιοντάρι στο φεστιβάλ της Βενετίας, πανκ σκηνικά, περίτεχνη διεύθυνση φωτογραφίας με εναλλαγές απ’το ασπρόμαυρο στο έγχρωμο, κολασμένα κοστούμια, υπέρλαμπρο καστ, καταιγιστικό χιούμορ.
Το πιο μεγάλο επίτευγμα ωστόσο είναι ένα στοιχείο που δεν του το είχαμε του Λάνθιμου: Κατάφερε να μιλήσει από τη σκοπιά όχι του δόκτορα – ευφυούς δημιουργού, αλλά του καταπιεσμένου πλάσματος, μιας γυναίκας. Η γυναίκα αυτή δεν είναι θύμα, ούτε «νύφη του Φρανκενστάιν», δεν είναι το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του. Η Μπέλα είναι το υποκείμενο ενός μαγικού ταξιδιού, μέσα από τα μάτια της παρατηρούμε τη βικτωριανή εποχή, τα εγκλήματα που κληροδότησε στην ανθρωπότητα, αλλά και τις αντιφάσεις και αντιπαλότητες που γέννησε. Βασικές αξίες όπως η αποικιοκρατία, η πατριαρχία, ο ρατσισμός αποδομούνται με τρόπο καυστικό, ενοχλητικό, ακραίο, και οι έσχατοι, τα «χαμένα κορμιά», -όπως μεταφέρεται το «Poor Things» στα Ελληνικά- έσονται πρώτοι.
Ο πυρήνας της ιστορίας προέρχεται από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Άλιστερ Γκρέι «Χαμένα Κορμιά (Επεισόδια από τη Νεανική Ζωή Ενός Γιατρού του Δημόσιου Οργανισμού Υγείας της Σκωτίας)», ενώ τη μεταφορά το σενάριο υπογράφει ο Τόνι Μακναμάρα, γνώριμος από τη δουλειά του στην προηγούμενη ταινία του Λάνθιμου «Η Ευνοούμενη».
Αντιρρήσεις
Το «Poor things» παίζεται από την 1η Ιανουαρίου στις αίθουσες και έχει ήδη προκαλέσει έντονη αντιπαράθεση. Πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν ενθουσιαστεί για την σκοτεινή και κωμική μαζί κριτική στον σεξισμό, και καλά κάνουν, πολλοί μιλούν για μια φεμινιστική ταινία. Από την άλλη, οι επικρίσεις εστιάζουν σε μομφές για ηδονοβλεπτική ματιά και σεξουαλικοποίηση του γυναικείου σώματος, ανοχή στον θεσμό της σεξεργασίας, και στη γνώριμη αντιπαράθεση: «νομιμοποιείται ένας cis στρέιτ άντρας να μιλήσει για τη γυναικεία κατάσταση;»
Όλοι, όλες και όλα έχουν δικαίωμα να μιλήσουν για τα πάντα, ακόμα καλύτερα αν προσπαθούν να δουν από τη σκοπιά του αδύναμου, κι αυτό ακριβώς κάνει το «Poor things»: Στηλιτεύει τη ματσίλα, γελοιοποιεί – τιμωρεί τους φορείς της με τα όπλα της κινηματογραφικής αφήγησης, της παρωδίας, της υπερβολής. Η πραγμοποίηση και κακοποίηση του γυναικείου σώματος είναι αποτέλεσμα της σεξιστικής καταπίεσης που γεννιέται μέσα στην κοινωνία, όχι της απεικόνησής της στην τέχνη. Το ζήτημα δεν είναι να το αποσιωπήσουμε, αλλά να το αλλάξουμε. Ο κινηματογράφος βέβαια δεν μπορεί ν’αλλάξει τον κόσμο, μπορεί όμως να αφυπνήσει, να ευαισθητοποιήσει πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, να δείξει τα πράγματα από μια διαφορετική σκοπιά. Εδώ λογοδοτεί το καυστικό χιούμορ και η υπερβολή της ταινίας, και όχι στον αυτοσκοπό του να σοκάρει, που τελικά σοκάρει πολύ λιγότερο από τις πορηγούμενες ταινίες του Λάνθιμου.
Τι θα μπορούσε να είναι καλύτερο
Ακριβώς γι’αυτό το λόγο, θα άξιζε μια πιο συνεκτική κοινωνικο-πολιτική αναφορά στην καρδιά των ζητημάτων που εδώ θίγονται επιδερμικά. Η «πραγματική ζωή» της φτωχολογιάς γίνεται εδώ ορατή σαν ξενάγηση, σαν θέαμα από την πρύμνη του πλοίου, όπως και η μύηση της Μπέλα στα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής της, κάτι τυχαίο. Έτσι η ταινία διατηρεί την ελαφρότητά της, σε βάρος του βάθους στα πολύ σοβαρά θέματα που θέλει να θίξει. Όμως στο τέλος γραφής, αυτό είναι το σινεμά του Λάνθιμου. Δεν αναλύει, αποδομεί, αλλά κατεδαφίζει ιερά και όσια, προκαλεί τις αντοχές και μετά αφήνει τον θεατή να αποφασίσει ο ίδιος τι είδε. Σε για να είμαστε ειλικρινείς, σε μια περίοδο επιστροφής των πιο αντιδραστικών απόψεων και πρακτικών, ο Λάνθιμος μας «κλείνει το μάτι». Το «Poor things» είναι χαστούκι στον σεξισμό και την καταπίεση! Enjoy!