Η αρχή των πανελλαδικών εξετάσεων συνοδεύτηκε από ένα γεμάτο σεξισμό και αντί-φεμινισμό κείμενο στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Το κείμενο με τίτλο “Φεμινισμός και Νεοφεμινισμός” μιλάει τις “γυναίκες”* ως μια αυτό-θυματοποιημένη ομάδα, και αρνείται να αναγνωρίσει το φύλο ως ταυτότητα.
Το πρώτο κείμενο του εξεταζόμενου μαθήματος μιλάει για την Ημέρα καταδίκης της βίας εναντίον των γυναικών, και στο δεύτερο κείμενο κάνει ακριβώς αυτό που καταδικάζει. Εννοείται ότι ακόμα και το πρώτο κείμενο είναι πολύ βασικό και γενικό. Τα περιστατικά έμφυλης βίας χαρακτηρίζονται ως ωμότητες, οι οποίες, όπως τονίζεται στο κείμενο, είναι παράνομες στις “δικές μας κοινωνίες“. Αυτό αυτομάτως σημαίνει ότι σε άλλες, υποτιθέμενα μη δυτικές και άρα λιγότερο προοδευτικές κοινωνίες, η έμφυλη βία είναι κανονικότητα και όχι παρανομία. Αν και αναφέρει ότι ακόμα και σε αυτές τις λεγόμενες “δικές μας κοινωνίες”, η βία κατά των γυναικών (εννοείται δεν μιλάει για έμφυλη βία αλλά για γυναίκες), είναι συχνό φαινόμενο, δεν αναφέρει ούτε σε μια στιγμή την έννοια της πατριαρχίας.
Αυτά μόνο για το πρώτο κείμενο που ήταν και πιο light σε σχέση με το δεύτερο. Το επόμενο κείμενο λοιπόν, με τον βαρύγδουπο τίτλο “Φεμινισμός και Νεοφεμινισμός“, διδάσκει μαθήματα φεμινισμού, κλείνοντας το μάτι στην πατριαρχία. Το κείμενο είναι της Μαρίλιας Παπαθανασίου και είναι εμπνευσμένο από την εκδήλωση «Μεταμορφώσεις του αρσενικού και του θηλυκού» που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, και συγκεκριμένα από την ομιλία της Μπελίντα Κανόν.
Ένα κείμενο γεμάτο συντηρητισμό, σεξισμό και έντονο αντί-φεμινισμό. Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν υπόρρητο σεξισμό και συντηρητισμό, μέσω μιας εκδήλωσης συμπάθειας προς τον παλαιότερο “αυθεντικό” φεμινισμό της Σιμόν Ντε Μποβουάρ. Όπως αναφέρει, “ο κλασσικός φεμινισμός του 20ου αιώνα, τον οποίο εξέφρασε η Σιμόν ντε Μποβουάρ, μαχόταν για την ισότητα ανδρών και γυναικών αντιμετωπίζοντάς τους ως άτομα, ως ανθρώπους“. Ο νεοφεμινισμός όμως, σύμφωνα με την αρθρογράφο αναδεικνύει “τις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, τις οποίες θεωρεί αγεφύρωτες“. Το δίπολο του φύλου παραμένει σταθερό και δυνατό σε όλο το κείμενο, καθώς αναφέρεται εξολοκλήρου σε γυναίκες και άνδρες.
Το πιο τρομακτικό από όλα όμως είναι η έμφαση στην υποτιθέμενη αυτό-θυματοποίηση των “γυναικών”. Σε μια εποχή όπου καθημερινά βγαίνουν στο φως περιστατικά έμφυλης βίας, γυναικοκτονίες, και υποθέσεις μαστροπείας, το να αναδεικνύεις σε εξεταζόμενο κείμενο μια τέτοια θέση, είναι τουλάχιστον επικίνδυνο. Φυσικά, η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να επιλέξει αυτό το κείμενο δεν μας κάνει εντύπωση, μιας και είναι γνωστές οι σχετικές πολιτικές της κυβέρνησης. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο πρωθυπουργός ανέφερε δημόσια ότι δεν συμφωνεί με την νομική χρήση του όρου γυναικοκτονία.
Η αναφορά στο “πάθος για θυματοποίηση” δικαιολογεί όλες εκείνες τις πλευρές της πατριαρχίας που δολοφονούν καθημερινά “γυναικεία” αλλά και ΛΟΑΤΚΙ+ σώματα και συνήθως τη γλιτώνουν. “Για την Κανόν, αντιθέτως, ο φεμινισμός είναι ένα κίνημα χαρούμενο, «ένα κίνημα που ωθεί τις γυναίκες να αποκτήσουν περισσότερη ισχύ, να διεκδικούν την ισότητα με τους άνδρες. Όταν προτάσσουμε το φύλο ή το χρώμα του δέρματος ως ταυτότητα, επί της ουσίας επιμένουμε σε χαρακτηριστικά μας τα οποία δεν μπορούμε να αλλάξουμε“, προσθέτει η αρθρογράφος. Είναι γνωστός ο φόβος που έχουν οι συντηρητικοί απέναντι στην έννοια της ταυτότητας όσο κι αν προσπαθούν να την εργαλειοποιήσουν. Μια ταυτότητα σε ενικό αριθμό, ουσιοκρατική και οικουμενική. Σε αυτό το στάδιο είναι ο ηγεμονικός και θεσμικός φεμινισμός στην Ελλάδα, και δεν μας κάνει καν εντύπωση.
Ο φεμινισμός είναι ένα κίνημα θυμωμένο, πληγωμένο, δυνατό, αλλά σίγουρα όχι χαρούμενο, όπως αναφέρεται στο κείμενο. Η επιλογή των κειμένων δείχνει τη στάση της κυβέρνησης απέναντι σε τέτοιου είδους ζητήματα και προκαλεί ανησυχίες για την συντηρητική στροφή και κανονικοποίηση ενός νέο-ακροδεξιού λόγου που παρατηρείται. Το μόνο θετικό είναι οι αντιδράσεις που έχουν προκληθεί από την επιλογή αυτή και ο έντονος αντίλογος που έχει ήδη ξεκινήσει.
*Η συγκεκριμένη χρήση της έννοιας γυναίκας προέρχεται από το ίδιο το κείμενο των πανελλαδικών εξετάσεων και δεν είναι προσωπική επιλογή.