Ανατολικά της Εδέμ ήταν ένας τύπος μποέμ που φορούσε πάντα λουλούδι στο πέτο είχε ένα κοστούμι ριγέ, ήτανε πολύ αμπιγιέ, περπατούσε λες κι είχε κάνει μπαλέτο. Έδινε χιλιάδες φιλιά, πλήρωνε για να ’ρθουν βιολιά, και τα βράδια κρυφά τραγουδούσε ένα τόσο λυπημένο σκοπό σαν κι αυτόν που θα πω…
Οι παραπάνω στίχοι, γραμμένοι από τη Λίνα Νικολακοπούλου, σκιαγραφούν ιδανικά, πιστεύω, τον Γιώργο Μαρίνο. Τον Γιώργο Μαρίνο που υπήρξε και παραμένει ο εμβληματικός Έλληνας σόουμαν, εφευρέτης του εαυτού του και του καλλιτεχνικού του είδους, τόσο πρωτότυπος ώστε να είναι απλώς αδύνατον να αντιγραφεί. Τον Γιώργο Μαρίνο που αποτελεί το πιο δημόσιο, το πιο εκτεθειμένο, και άρα, το πιο μοναχικό πρόσωπο ανάμεσά μας. Η ιστορία που θ’ ακούσετε, είναι η ιστορία ενός πρίγκηπα, που είχε βασίλειο τη σκηνή, υπηκόους το κοινό και σκήπτρα την πίστα, τους τεράστιους προβολείς, τους ικανούς να φωτίσουν τόσο πολύ την αλήθεια και να κρύβουν την ασχήμια. Η ιστορία ενός θεατρίνου που χειροκροτήθηκε πολύ, λατρεύτηκε, έζησε ανάμεσα σ’ ένα πολύχρωμο πλήθος καλλιτεχνών, χτίστηκε σε γαρδένιες θαυμαστών, μνημείο ζωντανό από αρώματα και πέταλα λουλουδιών. Η ιστορία ενός ειδώλου, που ξημερώματα έβγαζε τα βαριά μέικαπ των ρόλων από το πρόσωπο για να γυρίσει, περνώντας από άδεια τραπέζια και σβηστές μαρκίζες σπίτι!
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μια φορά κι έναν ασπρόμαυρο καιρό, γεννήθηκε το αγόρι της οδού Ονείρων, 18 Ιουνίου του 1939. Ο Γιώργος Μαρίνος ξεκίνησε από την κορυφή. Από την κορυφή μιας σιδερένιας σκάλας, σε μια αυλή στο Βοτανικό. Όταν ήταν μικρό παιδί ονειρευόταν να μπορούσε να μείνει για πάντα παιδί. Μεγαλώνοντας κατάλαβε ότι όλοι, εκείνο το παιδί ήθελαν να το κάνουν άντρα. Εκείνος όμως είχε άλλα όνειρα. Τα έβαλε ψηλά, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τον ουρανό. Με την πρώτη ματιά είδε ένα σκοτεινό ουρανό. Παρατηρώντας πιο προσεκτικά, ανακάλυψε ότι λαμπυρίζουν χρυσά αστέρια. Και κάπου ανάμεσά τους, είδε και το δικό του. Τα άστρα ήταν πάντα ο αγαπημένος του χώρος. Αυτά κοιτά όταν δεν κοιμάται τα βράδια. Δε χρειάζεται ν’ ανοίξει το παράθυρό του για να δει τον έναστρο ουρανό. Κλείνει τα μάτια του κι ονειρεύεται ξύπνιος. Δε βλέπει ποτέ όνειρα. Τα ζει όποτε τα έχει ανάγκη. Οι νύχτες του είναι καλύτερες από τις μέρες μας.
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΘΕΜΑ
Μαθητής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου είδα για πρώτη φορά τη Λαμπέτη στο Πεγκ καρδούλα μου. Χάζεψα! Δεκαπέντε μέρες δεν πάτησα στη σχολή. Είπα, ότι εγώ δε θα βγω στο θέατρο. Όταν είδα το Χορν έπαθα collapsus. Αποκλείεται να παίξω έτσι ποτέ, σκέφτηκα. Κι όταν πήγα στον Κουν, είπα: Τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; Όμως δεν είχα άλλη λύση. Η σχολή, το θέατρο ήταν για μένα το “επιτέλους απέκτησα σπίτι”. 1961, έκανα την πρώτη εμφάνιση στο Μετροπόλιταν στην επιθεώρηση του Αλέκου Σακελλάριου “Ώπα – Ώπα”. Ήμουν τυχερός! Στο φινάλε της παράστασης το Αρχιπέλαγος του Θεοδωράκη με σολίστ τον Μανώλη Χιώτη και την υπέροχη Μαίρη Λίντα. Τραγουδούσα δύο τραγούδια μόνος μου. Πικρά είναι τα μάτια του γιαλού και Σάββατο βράδυ στα Χανιά. Δεν είχα συναίσθηση του τι γινόταν. Μόνος τρία λεπτά στη σκηνή με μια χορωδία να μου κάνει “ου ου ου”. Αισθανόμουν ότι ήμουν η Κάλλας κι ότι όλοι ήρθαν για μένα! Κι ύστερα ήρθε το ταξίδι της Οδού Ονείρων. Ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Δημήτρης Χορν! Και η μαγεία στη ζωή μου. Μετά Καίσαρ και Κλεοπάτρα με τον Χατζιδάκι και την Αλίκη, Λεωφορείο ο Πόθος με τη Λαμπέτη και το Αυγό με τον Χορν. Κι όλη η Αθήνα να μιλάει για το αγόρι της Οδού Ονείρων.
Πάω φαντάρος βλέπω άλλες κοινωνικές τάξεις, ταράζομαι. Αρχίζω και ξυπνάω. Να γιατί πιστεύω ότι τα αγόρια πρέπει να πηγαίνουν στρατό. Βγαίνεις έξω από τον κύκλο σου, όπου έτσι κι αλλιώς είσαι αποδεκτός. Εκεί όμως, στο στρατό, είναι η κοινωνία. Μου φέρθηκαν καλά! Ποτέ στη ζωή μου, για την ιδιαίτερη πλευρά μου για την ιδιομορφία μου δεν είχα πρόβλημα. Είναι θέμα αξιοπρέπειας. Κι εγώ ήμουν αξιοπρεπής. Δεν εξαρτάται από τους άλλους αυτό, αλλά από σένα. Ούτε στο σχολείο, ούτε στα φροντιστήρια, ούτε στη Δραματική σχολή –που επιμένω είναι ο πυρήνας του θεάτρου– δεν είχα πρόβλημα. Αποφάσισα να φύγω από το θέατρο. Προσγειώθηκα κι άλλαξα κατεύθυνση. Νέος στόχος, η πίστα, το τραγούδι. Έκανα μήνες να το αποφασίσω!Έτος 1965 στην Κατακόμβη. Το μεροκάματο 100 δραχμές. Έλεγα τότε τέσσερα τραγούδια. Την Οδό Ονείρων και το Μια Παναγιά του Χατζιδάκι, Τα παλικάρια του Μαρκόπουλου και τα Δειλινά του Ζαμπέτα. Τέσσερα τραγούδια όλα κι όλα!
Δεν κοίταγα τότε, να είναι καλά τα τραγούδια. Κοίταγα αν μπορούσα να τα πω. Ποτέ δεν υπερτίμησα τις φωνητικές μου δυνατότητες και ποτέ δε διάλεξα τραγούδια που θα με εξέθεταν. Καλή φωνή είχα αλλά δεν ήμουν και ο Μπιθικώτσης. Είχαμε δανεικό πιανίστα που ερχόταν από το διπλανό μαγαζί. Το ντεκόρ είχε κάνει ο Βασίλης Φωτόπουλος. Ο Παύλος Μάτεσις γράφει τα πρώτα κείμενα. Ερχόντουσαν πολλοί άνθρωποι του θεάτρου. Η Καρέζη, η Μελίνα με τον Dassin, o Χορν. Eκτός από τα τραγούδια τους έλεγα και διάφορα αστεία και ανέκδοτα, πήγαινα στα τραπέζια τους, έλεγα διάφορα κουτσομπολιά, έκανα μιμήσεις της Λαμπέτη, του Χορν, της Αρώνη, λίγο απ’ όλα! Το ξεκίνησα, έτσι από ανάγκη, και είδα ότι αυτό που έκανα μου άρεσε, μου ταίριαζε. Αισθανόμουν λίγο σαν οικοδεσπότης. Ο επιχειρηματίας έτριβε τα χέρια του κι εγώ βρήκα το νέο μου στόχο. Στην Κατακόμβη ξεκίνησε όλο αυτό που αργότερα έκανα προσωπικό μου πρόγραμμα. Για μένα τελικά όλο αυτό ήταν λύση ζωής. Δεν είχα σαφή αντίληψη της νύχτας τα πρώτα χρόνια, ούτε ότι αυτό που κάνω είναι διαφορετικό απ’ όσα γίνονταν στ’ άλλα μαγαζιά. Τέσσερα-πέντε χρόνια αργότερα το συνειδητοποιώ όπως και το ότι αυτή είναι η δουλειά μου. Χωρίς σχεδόν να το καταλάβω ο Μάνος Χατζιδάκις μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω μια καριέρα που ποτέ δεν είχα διανοηθεί ότι μπορώ να κάνω. Που δεν την είχα καθόλου οργανώσει από πριν, έστω μέσα μου. Και που στην αρχή πάλι δεν την ήθελα καθόλου. Αλλά η επιτυχία είναι μεγάλη Σειρήνα!
Μετά την Κατακόμβη πήγα στα Ταβάνια, σαιζόν 1966-67, κατακόρυφη άνοδος… Ένα διώροφο νεοκλασικό που είχε ανακατασκευάσει σε μπουάτ ο Τσαρούχης με κουρτίνες-πίνακες. Ήταν ότι καλύτερο είχε εκείνο τον καιρό η Αθήνα. Με την Αγγέλα, μια κοπέλα πού έλεγε και γαλλικά τραγούδια και μετά έφυγε στο Παρίσι. Και την επόμενη χρονιά με τη Δέσποινα Γλέζου. Άρχισα τότε και τα θεατρικά τραγούδια. Με παρότρυνε και ο ηθοποιός Νίκος Καζής –που ήταν και ιδιοκτήτης του κέντρου– να πω τον Ηθοποιό. Τότε τραγουδούσα και την Ποπαία, Το τέρας, το Δολοφόνο! Τραγουδούσα με επιτυχία και τη Μυθολογία του Χατζιδάκι. Φρόντιζα ν’ αναμιγνύω όσο μπορώ πιόοπολλά θεατρικά στοιχεία στη δουλειά μου. Κι από τα Ταβάνια στις Χάντρες. Κι από εκεί στο Ρήγα για τέσσερα χρόνια. 1969 και εν μέσω δικτατορίας, αρκούσε το ελάχιστο υπονοούμενο για να κάνεις τον κόσμο να γελάσει. Και να σε αγαπήσει. Είναι η εποχή του Tango της πατρίδας, της Μαργαρίτας της Γκωτιέ, της Mother Νίκαια, της Κοντέσας Εστέλας ντε Στριντέζη κ.λπ. Είναι η εποχή που ανακαλύπτω την Κατιάνα Μπαλανίκα και τον μέντορα μέσα μου!
Και μετά η Μέδουσα. Εκεί το αρχίζει το show κι αρχίζει να παίρνει μορφή η καριέρα μου. Ήμουν ακόμα ενταγμένος σε κάποιο πρόγραμμα κρατώντας όμως πλέον τη μερίδα του λέοντος, ομολογώ. Το πρόβλημα μου ωστόσο ήταν άλλο. Πως ακριβώς θα ’ταν το πρόγραμμα που σκόπευα να κάνω μόνος μου πια; Γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι του χώρου, ή εταιρίες, να ενδιαφέρονται για μένα, γιατί δεν ξέρανε που να με κατατάξουν, που να με ταξινομήσουν. Δεν ξέρανε τι τραγούδια να μου δώσουν, τι δίσκο να μου κάνουν. Κι ύστερα από μια, δυο, τρεις αποτυχίες βαριόντουσαν κιόλας. Οι δίσκοι που έκανα δεν είχαν επιτυχία. Μόνο το Δεσποινάκι του Χατζιδάκι, που είπαμε με την Μπαλανίκα κάτι έκανε κάποια στιγμή, λόγω του ότι άρχιζε και η τηλεόραση και υπήρχε και κάποια εικόνα. Όλο βέβαια γινόταν στο ζωντανό. Εκεί ξετυλιγόταν το θέμα. Πιστεύω πως θα μπορούσε να γίνει κάτι και να περάσει και στο βινύλιο. Δεν ήξερα πως και δεν μπορούσα και να υπερασπιστώ τον εαυτό μου τότε.
Το είδος που ξεκίνησα να κάνω εγώ δεν το ξέρανε σχεδόν καθόλου στην Ελλάδα. Ούτε κι εγώ ήξερα τι πήγαινα να κάνω. Ευτυχώς όμως είχα από την αρχή κοντά μου τον Παύλο Μάτεσι, το σπουδαίο αυτό συγγραφέα, κι αργότερα τον Γιάννη Ξανθούλη, τον Ρέππα με τον Παπαθανασίου, την Παναγιωτοπούλου με τον Φασουλή. Κι από μουσική; Είχα καλομάθει στον Χατζιδάκι. Παρ’ όλα αυτά πίστευα κι ο ίδιος ότι δεν είχα περιθώρια κοντά του. Γενικά δεν είχε κανείς περιθώρια κοντά στον Χατζιδάκι. Ο Χατζιδάκις ήταν τόσο πολύ πάνω στα πράγματα κι έπρεπε τόσο πολύ να πειθαρχήσεις που δεν μπορούσε να πάει μακρυά κάτι τέτοιο.
Το 1983 γνώρισα τον Σταμάτη Κραουνάκη. Προσήλθε μετά της μελωδίας του και μετά του μυαλού του, της πρωτοτυπίας του, της εφυρετικότητάς και της φαντασίας του. Γιατί ο Σταμάτης ασχολείται πολύ μ’ αυτό που λέγεται show, πέρα από τη μουσική και τα τραγούδια του. Τ’ αγαπάει πολύ, γράφει μουσική για θέατρο. Ξέρει!
Από το 1986-87 σκέφτομαι να φύγω από τη Μέδουσα γιατί δεν ήθελα να γίνω γραφικός. Έκανα μια προσπάθεια στο θέατρο με το musical “Σ’ αγαπάω φίλε”, με μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, που όμως δεν μου έδωσε το πασαπόρτι για να ξαναμπώ τότε στο θέατρο. Ξαναγύρισα λοιπόν στη Μέδουσα για δυο χρόνια. 20 χρόνια στον ίδιο χώρο και με τους ίδιους σχεδόν ανθρώπους. Και κάπου εκεί η Μέδουσα τέλειωσε μέσα μου.
Το 1993 ετοιμάζαμε με τον Στάμο Σέμση και τον Γιώργο Χατζιδάκι τον Παίκτη, τον τελευταίο δίσκο που ηχογράφησα σε μια ανεξάρτητη εταιρία τότε. Σκέφτηκα τον Χορν για ένα τραγούδι. Τον πήρα τηλέφωνο με φόβο και τρόμο, γιατί το τραγούδι αναφέρεται λίγο-πολύ σ’ αυτόν. Δεν είχα άλλη λύση αν δεν ερχόταν αυτός. Ευτυχώς ο Χορν μου απάντησε: “Ναι, με μεγάλη μου χαρά”. Ήρθε στο στούντιο πολύ κομψός, σαν να επρόκειτο να βγει στη σκηνή, χαριτωμένος, και μόλις είδε τις δυο φράσεις που θα έλεγε, με ρώτησε: “Αυτό μόνο θα πω;” Λέω: “Αν θέλετε μπορείτε να πείτε κι ένα ολόκληρο τραγούδι”. “Όχι, όχι, δε θα τραγουδήσω”, απάντησε. Όταν τελειώσαμε το στούντιο, γύρισε και μου είπε: Με “εκδικείσαι, γιατί σου έδινα μικρούς ρόλους στο θέατρο. Γι’ αυτό με έκανες κομπάρσο στο δίσκο”.
Λένε πως είμαι ο πρώτος που ξεκίνησε αυτή την ιστορία στον τόπο μας. Το θέατρο με βοήθησε πολύ στο να παρουσιάζω ένα τραγούδι συναισθηματικά σωστά. Η δουλειά μου είναι το τραγούδι και η ηθοποιία, ο συνδυασμός τους. Ούτε το ένα ούτε το άλλο μόνα τους. Στο θέατρο, στη θεατρική μου παιδεία οφείλω την ικανότητά μου να στήνω ένα ολόκληρο κάθε φορά πρόγραμμα, στην τρέλα που διαθέτω, στην επιθεώρηση και στα διάφορα κινηματογραφικά φιλμ, κάτι περίεργα που έβλεπα κάποτε και είχαν εντυπωθεί πολύ μέσα μου. Σε όλα αυτά! Σε όλα αυτά συν τη μουσική και το τραγούδι, μπλεγμένα κι αναπόσπαστα το ένα μαζί με τ’ άλλο, σ’ αυτό το παράξενο κράμα και κάρμα!
Μια συμβουλή που δεν ξέχασα ποτέ μου έδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Χάρη σ’ αυτόν έγινα αρκετά γνωστός, ώστε το φθινόπωρο του 1962 μου έκαναν δυο-τρεις προτάσεις να τραγουδήσω και σε κέντρα. Ο Μάνος με απέτρεψε: “Μην πας. Και αν ασχοληθείς ποτέ με το τραγούδι, να ερμηνεύεις θεατρικά τραγούδια”. Αλλά και ο Χορν μου είχε δώσει μια συμβουλή που δεν ξέχασα: “Ποτέ μην επαίρεσαι για το πόσο καλός τραγουδιστής ή ηθοποιός είσαι. Άσε να το πουν οι άλλοι”. Το ίδιο θα συμβούλευα κι εγώ κάθε νέο καλλιτέχνη: Να είναι σεμνός. Αλλά φυλαχτείτε από τους σεμνούς που τους δώθηκε η ευκαιρία να δείξουν πόσο επηρμένοι είναι. Αν ο κόσμος με επευφημεί μετά από μια παράσταση όπου δεν έπαιξα καλά, σκέφτομαι “τι καλοί άνθρωποι που είναι”. Άλλωστε ο πιο αυστηρός κριτής είμαι εγώ. Βαθμολογούμαι κάθε βράδυ. Μάλιστα όταν παίζαμε τη Λούλου στο Ανοιχτό θέατρο, είχε γίνει και αστείο και βαθμολογούσαν και οι άλλοι: “Επτά σήμερα”. Και απαντούσα: “Μπα, έξι με το ζόρι”. Λίγες φορές μου έχω βάλει πάνω από οκτώ. Και τότε έχει και το κοινό υψηλή βαθμολογία. Δεν είναι τυχαίο. Η συμμετοχή του έχει μεγάλη σημασία. Υπάρχουν και φορές που είναι κρύο. Είναι όπως λέμε Σουηδοί. Και τότε πρέπει να έχεις την υπομονή να τους κερδίσεις λίγο-λίγο. Η Μαρινέλλα με άλλαξε. Μια βραδιά που είχα πάει να τη δω, ήταν όπως πάντα εξαιρετική, παρ’ ότι το κοινό έτυχε να μην είναι εκδηλωτικό. Όταν της το επισήμανα μέσα στο καμαρίνι, μου απάντησε: “Δεν έχουμε το δικαίωμα να μην κάνουμε το καλύτερό μας πρόγραμμα”. Με κλόνισε αυτό. Και μετά από εκείνη τη βραδιά, τις περισσότερες φορές κατάφερνα να κερδίζω αρκετά πριν το τέλος της παράστασης, ακόμα και τους Σουηδούς.
Στην Οδό Ονείρων πορεύτηκα και πολλές φορές χάθηκα. Σαν μικρό παιδί που είμαι, παρασύρθηκα από τις προκλήσεις, τα παιχνίδια, τους πειρασμούς. Μια παράσταση είναι δύσκολη για όλους. Για μένα, κάθε βράδυ που ανεβαίνω στο σανίδι είναι σαν την πρώτη και πιο δύσκολη παράσταση της ζωής μου. Ο ιδρώτας που με λούζει δεν είναι εξαιτίας της υπερκινητικότητάς μου. Είναι οι 200 σφυγμοί που έχω και το πάθος γι’ αυτό που κάνω. Δεν είναι απλά μια έκφραση τέχνης. Είναι η ανάσα μου. Χωρίς αυτό δεν αναπνέω. Χρειάζομαι το κοινό περισσότερο απ’ ότι το κοινό χρειάζεται εμένα! Ξέρω να κάνω επιτυχίες. Όμως δεν έχω περιθώρια για αποτυχία πλέον. Αισθάνομαι όπως όταν πρωτοξεκίνησα, που ήθελα να πετύχω, Ήταν τότε για μένα ζήτημα ζωής και θανάτου η επιτυχία. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Δεν έχω χρόνια μπροστά μου να διορθώσω λάθη. Κάθε πετυχημένη χρονιά μου επιτρέπει να ζω καλλιτεχνικά άλλο ένα χρόνο. Δεν έχω πανικό με το χρόνο. Ο μόνος πανικός μου είναι να αρέσω στο κοινό. Είμαι φιγουρατζής και όλη τη φιγούρα μου την έχω μεταφέρει στη δουλειά μου. Στη ζωή μου δεν είμαι καθόλου. Δεν έχω λιμουζίνα, ούτε έναν Dali. Στη σκηνή μόνο θέλω να επιδεικνύομαι! Χρειάστηκε μεγάλη γενναιότητα για να τολμήσω να είμαι ο εαυτός μου, για να περάσω τον εαυτό μου στο κοινό. Τ’ άλογα όταν γεράσουν τα σκοτώνουν. Τους showman τι τους κάνουν; Κανονικά πρέπει να φύγουν όταν αισθανθούν ότι είναι πλέον βαρετοί. Τριάντα χρόνια, υπάρχει ένας μύθος γύρω από μένα και δεν έχω διάθεση να τον χαλάσω για να δουλέψω μια σαιζόν παραπάνω. Δε ρισκάρω τους κόπους τόσων χρόνων για να εκλιπαρήσω μια οποιαδήποτε επιτυχία.
Ξέρω ότι η βασική μου δουλειά στην πίστα έχει τελειώσει. Ούτε η εποχή το σηκώνει ούτε εγώ. Ο χάρτης έχει αλλάξει. Έτσι κι αλλιώς έγινα περισσότερο γνωστός απ’ ότι φανταζόμουν το 1965, όταν ξεκίνησα την πίστα. Εύκολη εποχή δεν ήταν. Απαγορεύσεις πολλές, προκαταλήψεις επίσης –κι εγώ ένα νεαρό αγόρι όμορφο, αλλά περίεργο για την ελληνική κοινωνία. Εντάξει, μπήκα στο παιχνίδι της τηλεόρασης. Ευχαριστήθηκα που με θυμήθηκαν και μου φώναζε ο κόσμος από το πεζοδρόμια: “Γεια σου Γιώργο”. Δεν ξέρεις τη μοναξιά του καλλιτέχνη! Ναι, έκανα υπερβάσεις και του γούστου μου και του εαυτού μου. Εκτέθηκα, αλλά στο κάτω-κάτω, το έκανα για να έχω λόγο ύπαρξης. Έκανα και κουταμάρες. Ξέρεις τι είναι να σε δουν ένα βράδυ στην τηλεόραση όσοι σε βλέπουν ένα χρόνο στην πίστα; Το έκανα για πάρτη μου, όχι για να προσεγγίσω το νέο κοινό. Ξαφνικά έγινα ένας λαϊκός star. Ό,τι δεν ήμουν σε όλη μου τη ζωή. Μια φορά το έχω αισθανθεί πάλι στο παρελθόν μ’ ένα σουξέ που δεν εκτιμώ καθόλου. Το “Κάνε μου λιγάκι μμμμ”. Μια γεύση πήρα τότε το 1980. Και μετά το Ciao Antenna!
Ξέρω καλά ότι για τον κόσμο έχω μια ιδιαιτερότητα. Μια κυρία με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: Κύριε Μαρίνο σας εκτιμώ γιατί είστε ο πρώτος σόου-γούμαν στην Ελλάδα! Η ειλικρίνεια της με έλυσε. Μου το είχε πει αυτό κάποτε κι ένας λαϊκός τραγουδιστής κι όταν το ανέφερα στον Σταμάτη Φασουλή, μου είπε: “Γιώργο μου κυριολεκτούσε”. Αισθάνθηκα λοιπόν ότι έτσι ξεκαθάρισα τη θέση μου. Είναι αντριλίκι μου να λέω αυτό που είμαι! Το σκαλοπάτι που πηδάς σ’ εκδικείται. Όταν γυρίζω σπίτι μόνος μου τη νύχτα, έχω οργανώσει έτσι τη ζωή μου, ώστε δεν περιμένω τίποτα περισσότερο απ’ ότι έχω. Προσπαθώ να βγω απ’ όλο αυτό το παιχνίδι που έχω παίξει κι εγώ, και να ηρεμήσω. Αν υπάρχουν και φίλοι, ακόμα καλύτερα. Όχι, το κεφάλαιο έρωτας έχει πια μόνο κενές και άγραφες σελίδες –χόρτασα από έρωτα– το είδα το έργο. Έδινα πάντοτε προτεραιότητα στην καριέρα μου. Κι αυτό έχει ένα κόστος! Οι Κινέζοι λένε ένα καταπληκτικό: Ένας έρωτας για δύο χρόνια, ένα παιδί για δέκα χρόνια, ένας κήπος για όλη σου τη ζωή. Πόσα χρόνια κρατάει ένας έρωτας; Θα είναι τυχερός όποιος δει τον έρωτά του να μετασχηματίζεται σε αγάπη και φιλία. Δεν είμαι πια 25 χρονών για να περιμένω τον μεγάλο έρωτα. Ξέρω πως στη ζωή κερδίζουμε αυτό που θέλουμε πολύ και αυτό που αξίζουμε. Στον καθρέφτη βλέπω το χρόνο, που όμως μου φέρθηκε καλά. Και τα δυο μάτια ενός μικρού αγοριού που με κοιτάνε ακόμα πονηρά.
ΤΕΛΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
Γεια σας. Διέσχισα μέρες και νύχτες για να φτάσω ως εδώ, μίλησα στο φόβο κι έκανα τη σιωπή να σιγήσει. Ούτε κέρδισα ούτε έχασα στη ζωή μου. Η ζωή μου διηγείται ιστορίες, αλλά αξίζει πιο πολύ από ένα τραγούδι, πιο πολύ από τη δόξα. Με λάθος βήματα, λάθος αποσκευές καθένας από εμάς κουβαλάει τη ζωή του με το δικό του τρόπο. Για να φτάσω εδώ αμφέβαλα πολύ για όλα, για μένα για το Θεό, για εσάς. Έβαλα την καρδιά σε κατάσταση συναγερμού. Ήμουνα πάντα εκεί στην ώρα μου, δεν άργησα ποτέ σε κανένα ραντεβού. Ακολούθησα τη γραμμή του έρωτα με το δικό μου τρόπο. Τίποτα δεν είναι πολύ μεγάλο. Θα’ πρεπε να μάθω να αγαπάω όπως τότε, να πιστεύω στο Πάντα, να πιστεύω στις σιωπές τους και στην αυθάδικη ηρεμία των ματιών τους. Έβαλα τη λέξη Τέλος σχεδόν σε όλους τους έρωτές μου. Ανάμεσα Άνοιξης και φθινοπώρου είμαι εγώ, εδώ, τώρα! Ο έρωτας τακτοποιείται. Μεγάλωσα. Ακροβατώ με την τέχνη μου κάθε νύχτα. Πως χτίζεται ένας μύθος; Ποιο είναι το μυστικό; Τι ορίζει την τέχνη και τι τη διαχωρίζει από τη ζωή; Ποιος αντιγράφει ποιόν; Ποιος γράφει και ποιός σκηνοθετεί; O καθρέφτης έχει δύο πρόσωπα. Ποιος αποφάσισε σε ποι; μεριά θα είμαι εγώ; Ποιος έκανε διανομή στη ζωή μου και ποιος σκηνοθέτησε λάθος την καριέρα μου; Τελική σκηνή. Κέρδισε ο χρόνος, μόνος χαμογελάει που βλέπει στον καθένα μας πρόσωπα ξένα. Τίποτα ίδιο. Η απουσία είναι τόσο βαθιά που βρωμίζει τους καθρέφτες μου. Για να φτάσω εδώ συχνά ξέχναγα να πάρω δυό εισιτήρια, ή να του πω: Περίμενέ με, δε θ’ αργήσω. Για να μην πάρω άλλο δρόμο έβαλα στη μνήμη μόνο την αρχή από την κάθε ιστορία.
Για να φτάσω εδώ, για να βρω το δρόμο. Αναμετρήθηκα με τις σκιές και κρύφτηκα μέσα στη νύχτα να πνίξω τη ζωή μου. Δεν είχα για καταφύγιο τίποτ’ άλλο παρά τα μάτια σας μόνο και για κρησφύγετο μια αυλαία. Μη, μη φύγετε ακόμη. Θα παίξω και θα τραγουδήσω όπως τότε.
Απόψε ζητάω μια αφορμή να ξαναρχίσω. Ένα βλέμμα να με διαλέξει. Ένα βλέμμα να μ’ ακολουθεί Μη φύγετε, περιμένετε. Μη φύγετε ακόμη. Έναν προβολέα χρειάζομαι και είμαι έτοιμος…
Είμαι έτοιμος. Μη φύγετε ακόμη. Δώστε μου ένα μπράβο. Όπως δίνουμε ένα φιλί. Ένα μπράβο όπως παλιά, μέσα από την καρδιά σας. Ποιος το θυμάται; Ένα μπράβο θα είναι η ανταμοιβή μου. Είναι η μόνη λέξη αγάπης. Για μια αυλαία που πέφτει, μια άλλη σηκώνεται. Μπράβο! Όλοι θέλουμε ένα μπράβο. Κι εσείς κυρία μου με το νεαρό δίπλα, κι εσείς στο βάθος. Α ναι, πέτυχε το μπότοξ, γίνατε μια άλλη, κι εσείς με το κομοδινί μαλλί, μπράβο πέτυχε η βαφή. Νομίζετε πως κλείνετε την πόρτα στο χρόνο με όλα αυτά ε; Πόσο λάθος. Σ’ όλη μας τη ζωή αυτό ζητάμε. Ένα μπράβο. Μπράβο παιδί μου έγραψες καλά, πήρες καλούς βαθμούς, πήρες το πτυχίο, βρήκες το σωστό άνθρωπο στη ζωή σου. Τι; Τον παράτησες γιατί ήταν λάθος; Μπράβο χρυσό μου, έκανες καριέρα, τα κατάφερες, ήσουν απίθανος απόψε, έσκισες, μια χαρά κρατιέσαι ακόμα!Τι κούραση! Να ζεις γι’ αυτό, για ένα ρημαδιασμένο μπράβο. Τι με κοιτάτε; Δώστε μου ένα μπράβο. Ένα μόνο τελευταίο μπράβο για να μπορέσω να φύγω. Να μπορέσω να κοιμηθώ. Να σβήσουν οι προβολείς.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κάποτε, κάποιος, θέλοντας να οριοθετήσει το στίγμα του στο χώρο, είπε χαρακτηριστικά ότι: το επάγγελμά του είναι Γιώργος Μαρίνος! Μάγκας από ένστικτο, έντιμος από συνείδηση. Ο σόουμαν είναι εδώ! Τραγουδάει, χορεύει, μονολογεί, σωπαίνει. Ακόμα κι αυτές οι σιωπές του είναι εύγλωττες, που κάνουν ολόκληρη την πλατεία να ξεχειλίζει από συναίσθημα. Θέλει μαγκιά να μπορείς να το κάνεις αυτό. Και γερό στομάχι. Και πίστη απόλυτη. Και απόθεμα δύναμης. Η σκέψη έρχεται από μόνη της: αυτός είναι ο απόλυτος σόουμαν της σύγχρονης καλλιτεχνικής ζωής. Άμα δεις το πρωτότυπο όλα τ’ άλλα μοιάζουν χλωμά και δεύτερα. Μόνο όταν βλέπουμε το αυθεντικό ξυπνάμε από τη χειμερία νάρκη μας. Όχι, δεν είναι όλα ίδια. Δεν είναι όλοι ίδιοι. Όταν κάποιος σωπαίνει ή παίρνει απόσταση από τα πράγματα, δε σημαίνει ότι γίνεται άβουλος ή αδιάφορος. Αυτό το «άμα δε μιλάς, δεν υπάρχεις» μοιάζει αστείο στην περίπτωση του Μαρίνου. Κι όταν θέλει να μιλήσει, μιλάει. Και μας δίνει μαθήματα ζωής. Ό,τι συμβαίνει με την περίπτωσή του θα ‘πρεπε να συμβαίνει στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Οι καταξιωμένοι θα ’πρεπε να δίνουν καθαρό στίγμα μόνο όταν νοιώθουν απόλυτα έτοιμοι να το κάνουν. Όχι δίσκοι κι εμφανίσεις κάθε χρόνο. Μακάρι να μπορούσαν να καταλάβουν πως έτσι όπως πάνε η εικόνα τους θαμπώνει μαζί με τις φωνές τους. Ο Μαρίνος, όταν ήρθε η ώρα, το κατάλαβε. Κι έφυγε. Και κάθε φορά που επέστρεφε, επέστρεφε νικητής. Πιο νικητής από τους νικητές. Γιατί θέλει μπόλικο κουράγιο να πάρεις απόφαση ν’ αναμετρηθείς με το μύθο σου και τελικά να κερδίσεις. Όχι μόνο τους άλλους αλλά και τον ίδιο σου τον εαυτό.
Φωτογραφίες: Αρχείο Γιώργου Μαρίνου – Κείμενα: έχουν βασιστεί σε συρραφή από συνεντεύξεις και λόγια του Γιώργου Μαρίνου που ανασυντέθηκαν σε έναν μονόλογο για μια ραδιοφωνική εκπομπή στο toradiofono.gr/ Επιμέλεια Κειμένου: Πέτρος Παράσχης