Ο ΤΑΖ προσπαθεί να επανεφεύρει την αθωότητα χωρίς να εξαγνίσει την σκληρότητά της.
Kατέβαινα το δρόμο από το σπίτι μου. Παρακάτω έχει ένα σχολείο. Τα παιδιά μόλις είχαν σχολάσει και σχημάτιζαν παρέες. Σε ένα δέντρο, λίγο πιο δίπλα, ένα πανέμορφο πορτοκαλί γατάκι, είχε σκαρφαλώσει στα κλαδιά. Ένα αγόρι με αγγελική έκφραση και αθωότητα, το παρατηρούσε λέγοντας «τι όμορφο γατάκι». Την ίδια στιγμή, ακούω δύο γουρούνες και στην όψη και προφανώς όχι μόνο, να καγχάζουν λέγοντας «το σκατόγατο». Αυτές το είχαν τρομάξει κι ανέβηκε στο δέντρο.
Μια μικρή σκηνή που με κράτησε κολλημένο. Από τη μία η σύγκρουση ανάμεσα στην αθωότητα και τη σκληρότητα, που ειδικά στον χωρίς νόμους κόσμο των παιδιών είναι πιο έντονη από οπουδήποτε αλλού. Γεννιόμαστε κακοί ή γινόμαστε; Υπάρχει ελπίδα επιστροφής στην αθωότητα; Και πόσο φταίνε για τη συμπεριφορά μας τα βιώματα μας, το σπίτι που μεγαλώνουμε;
Από την άλλη, η εικόνα του γατιού από μόνη της. Ήταν όμορφο εκεί σκαρφαλωμένο στο δέντρο. Όμως αυτό που έβλεπα σαν ομορφιά, ήταν αποτέλεσμα της βίας που του άσκησαν οι δυο μικρές γουρούνες. Υπάρχει τρόπος να κατακτήσεις την ομορφιά χωρίς να υποστείς βία; Κι αυτή η ομορφιά τι θα είναι; Κάτι που το βλέπουν οι άλλοι σε σένα ή κάτι που το βιώνεις εσύ σαν όμορφο και φτιάχνει τη ζωή σου;
Άναψα ένα τσιγάρο και κάθισα λίγο παράμερα, για να ακούσω τις συζητήσεις των παιδιών, στο ίδιο σχολείο που μεγάλωσα κι εγώ. Εκεί που με αντιμετώπιζαν σαν ένα είδος εξωτικού, και με λέγανε πούστη. Μέχρι τη μέρα που τους είπα, «μα είμαι πούστης» και σοκαρίστηκαν ακόμα και οι νταήδες. Τύπου «εμείς για πλάκα το λέγαμε, επειδή είσαι διαφορετικός». Από εκείνη τη μέρα σταμάτησαν να το λένε γιατί τους το είχα πει εγώ. Κάποιοι ήρθαν πιο κοντά μου, κάποιοι πιο μακριά μου.
Νομίζω πως αισθανόμουν κάπως σαν το γατάκι στο δέντρο. Πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν γουρούνες που θα σε αναγκάσουν να ανέβεις στο δέντρο. Και πάντα θα έχεις την ευκαιρία, εκεί, πάνω στο δέντρο να δείξεις την ομορφιά σου, την ικανότητα να σκαρφαλώνεις σαν αίλουρος και να βλέπεις τον κόσμο από ψηλά, μέσα από φυλλωσιές. Κι ας πέσεις μετά ή ας χρειαστεί να έρθει η πυροσβεστική να σε μαζέψει, που στην περίπτωση μου επειδή από μικρός μου άρεσαν οι ένστολοι, τι καλύτερο από το να με πάρει πυροσβέστης. Θα ανέβαινα στο δέντρο κάθε μέρα.
Άκουγα λοιπόν τις συζητήσεις των παιδιών κι αισθάνθηκα περίεργα. Γέλια με χαζά αστεία, φάτσες εγκλωβισμένες σε έκφραση τηλεοπτικής ηλιθιότητας και δυο τρεις διαφορετικοί και μακριά από το αγριεμένο πλήθος. Είναι αυτά τα πιτσιρίκια που επειδή ακόμα δεν έχουν ανακαλύψει το λεκτικό τρόπο έφρασης της όποιας, ιδεολογικής, αισθητικής, σεξουαλικής διαφορετικότητάς τους, προσπαθούν να το επικοινωνήσουν στιλιστικά. Κι εύχομαι μια μέρα να το καταφέρουν και ουσιαστικά.
Μελαγχόλησα, γιατί είδα πως η αθωότητα δεν έχει μόνο μία μορφή. Μελαγχόλησα γιατί πάντα επιθυμώ να ξαναβρώ την αθωότητα μου, αλλά κατάλαβα ότι δεν έχει σημασία. Να ξαναβρώ την ίδια αθωότητα των 16 μου. Σημασία έχει να την επανεφεύρω στη σημερινή μου ηλικία, ανάγκες, συμπεριφορές. Να παραδεχτώ, να αποδεχτώ, να επιλέξω, να απορρίψω με κριτήριο τι είναι αυτό που μου φωτίζει το πρόσωπο με καλό.
Γνήσια αυτοκαταστροφικός ήξερα την εξέλιξη της μέρας. Ή μάλλον της νύχτας. Χώθηκα σε ένα μπαρ αναζητώντας πληρωμένο έρωτα. Ήταν ότι πιο αθώο μπορούσα να κάνω. Να ακολουθήσω το ένστικτο, να αφεθώ στην αυτοκαταστροφή του αλκοόλ, και ζαλισμένος να δημιουργήσω ένα παραμύθι. Έφαγα μερικά δεξιά κροσέ στο σαγόνι από τον τύπο στο κρεβάτι γιατί ήθελε να μου πάρει τα παπούτσια. Δεν αντέδρασα. Απλά έβγαλα ένα κολιέ που φορούσα και του το έδωσα.
Γυρίσαμε μαζί στο μπαρ σαν να μη συμβαίνει τίποτα και δεν μιλήσαμε ξανά. Εγώ είχα ανέβει στο δέντρο μου όμως. Είχα τσεκάρει άλλη μια φορά το πόσο ελκυστική, καβλωτική αλλά και σκληρή είναι η αθωότητα. Σαν τη σκληρότητα των παιδιών. Δεν αισθάνθηκα ντροπή, ή μειωμένος. Δεν ξύπνησα με ενοχές. Είδα απλά τη ζωή μου κατάματα και κατάλαβα ότι είναι καιρός να πάρω κάποιες αποφάσεις. Όπως τότε που είπα στους συμμαθητές μου «μα είμαι πούστης».
Να μάθω χωρίς να χρησιμοποιώ τη γνώση μου για χειρισμό των άλλων, να παίζω με το περιθώριο και τον κίνδυνο της μπουνιάς χωρίς να το κατηγορώ. Να αγαπώ και όχι να προσποιούμαι ότι αγαπώ. Να είμαι περήφανος ακόμα κι όταν πέφτω στο πάτωμα, γιατί θα ξέρω ότι θα σηκωθώ ξανά. Να αναλώνομαι μόνο για λόγους χαράς και όχι για ιντερνετικά ξεκατινιάσματα. Να δέχομαι την κριτική μόνο όταν δεν κρύβει μέσα της απωθημένα. Να ασκώ κριτική μόνο όταν δεν πληγώνει αλλά βοηθάει. Και να βιώνω τη βία σαν μια συναλλαγματική επιταγή. Που τη χρεώνομαι και την εξαργυρώνω όταν την έχω επιλέξει, αλλά σκίζω λαιμούς με τους ακονισμένους μου χρυσαφί κυνόδοντες, όταν κάποιος την ασκήσει σε κάποιον δίπλα μου. Ίσως αυτό είναι τελικά η αθωότητα.