Με βρίσκω συχνά μπλεγμένη ανάμεσα σε ταμπέλες. Και κυρίως σε συζητήσεις περί της χρησιμότητάς τους.
Το σαλόνι στο εξοχικό σπίτι της Α. ήταν γεμάτο. Όλες οι πολυθρόνες και ο καναπές πιασμένα. Κάποιος καθόταν ακόμα και στο πάτωμα. Στο τραπέζι στη μέση είχε ξεμείνει απλωμένο ένα κουτί με δυο-τρία φαλάφελ.
Ο Γ. σηκώνεται για να πάει στην κουζίνα και με ρωτάει: “να φέρω και τις κοτομπουκιές;” Δεν προλαβαίνω να απαντήσω. Την απάντηση κλέβει μέσα από το στόμα μου η Ε.: “Είναι βίγκαν”, του λέει. Και η φωνή της είναι σοβαρή -κάπως χαμηλωμένη. Με τον ίδιο τόνο θα μπορούσε να του είχε πει, πως είμαι βαμπίρ και τρέφομαι μόνο με αίμα.
Η ταμπέλα/ρετσινιά της βίγκαν!
Οι διαδρομές πληθαίνουν, οι προορισμοί επίσης. Ντεμισέξουαλ, αμφιφυλόφιλοι, μη δυαδικά άτομα, φυλοπαράξενα, πολυάμορους, ιχθυοχορτοφάγοι, βίγκαν! Η κοινωνία μας, που έχει αφήσει κάποια χιλιόμετρα ήδη πίσω της τις αντικριστές πολιτείες των γκέι και των λεσβιών, οδηγείται από στροφές και δύσβατα μονοπάτια σε εξοχικές κατοικίες που ευελπιστώ να γίνουν μόνιμες.
Οι ταμπέλες πιο πολλές από ποτέ. Εφ’ όλης της ύλης. Επιτέλους, βρίσκουμε τις λέξεις;
Βρίσκουμε και ζωές να βγάζουν νόημα. Να μας οδηγούνε κάπου;
Τη χρειαζόμαστε την “καθοδήγηση” όμως;
Κάποιες από εμάς ξέρουν ήδη τα κατατόπια. Γνωρίζουν τους δρόμους και όσους δεν τους θυμούνται ακριβώς, θέλουν να μπορούν να τους φαντάζονται. Μου λένε συχνά πως δε χρειάζονται ταμπέλες για να πάνε εκεί που θέλουν.
Μια λέξη -η ταμπέλα- αρκετά προβληματική. Ούτε οικόπεδα είμαστε οι άνθρωποι, ούτε αντικείμενα σε βιτρίνα. Κι αν και μου αρέσει η ιδέα του να είμαστε κάποιου είδους προορισμός, αντιλαμβάνομαι τον περιορισμό τούτης της φαντασίωσης.
Αλλά, αν όχι ταμπέλα, τότε τι;
Λεζάντα;
Αυτοκόλλητο;
Μαγνητάκι;
Μήπως δε φταίει η λέξη, αλλά η χρήση της; Αλλά τι χρήση μπορείς να κάνεις σε μια λέξη που δεν μπορεί να ξεχειλώσει; Μια ταμπέλα δεν μπορεί να είναι από λάστιχο. Και σίγουρα δεν μπορεί να είναι διαφανής ή εύπλαστη, όπως η πλαστελίνη.
Κι όμως υπάρχουν κάποιες ταμπέλες που βρήκαν τον τρόπο, να ξεπηδήσουν από τη στέρεη ύλη τους και να εντυπωθούν στις συνειδήσεις μας ως αναπόσπαστα κομμάτια εαυτού. Τις κουβαλάμε μαζί μας τυπωμένες, επάνω στις ταυτότητες μας.
Όνομα, επίθετο και ηλικία.
Το όνομά μου είναι μία ταμπέλα. Μία ταμπέλα που υπέδειξε τον δρόμο, την κατεύθυνση των εμπειριών μου. Ούτε που μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν η ζωή μου, αν δε με έλεγαν Χριστίνα. Αν κανείς δε με μπέρδευε συχνά με Κατερίνα. Αν δεν είχα ονομαστική γιορτή τα Χριστούγεννα και αν δεν έψαχνα κοινά σημεία, ή έστω αιτίες συμπάθεια,ς με όλες και όλους τους συνονόματους.
Και για το επίθετο ας μην αρχίσω. Μια δυσανάγνωστη ταλαιπωρία. Τριχά, ο τόνος στο α. Από το πουθενά η ζωή μου μπλέχτηκε άθελά της με τις τρίχες. Τι ζωή θα είχα αν με έλεγαν, για παράδειγμα, Καποδίστρια;
Αυτές οι “ταμπέλες” βέβαια, είναι φορετές! Μόνιμες για αρκετούς και για εμένα. Σαν ενσωματωμένα λογότυπα πια στο δέρμα μου. Δεν τις επέλεξα. Άλλοι τις τοποθέτησαν επάνω μου. Και με τα χρόνια μπαζώθηκαν. Κανείς δεν ξεχωρίζει πια πού τελειώνει το όνομά μου και πού αρχίζω εγώ.
Από όσα άτομα γνωρίζω, που μου λένε πως δε χρειάζονται τις ταμπέλες, δεν έχω ακούσει κανέναν και καμία (άντε, ίσως μία) να λέει πως το όνομα της, την περιορίζει! Πως δε θέλει να το χρησιμοποιεί, γιατί δε γουστάρει τις ταμπέλες!
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όσο άσχημα κι αν είναι τα ονόματά μας, τα συνηθίζουμε, τα κουβαλάμε και τα υπερασπιζόμαστε. Και αν μη τι άλλο, όσοι από εμάς φάγαμε το μπούλινγκ μας, γιατί τα επίθετά μας ήταν “αστεία”, το φάγαμε εκτός σπιτιού. Από ανθρώπους που δε μοιράζονταν το ίδιο επίθετο με εμάς.
Το “μπούλινγκ” όμως που έφαγαν οι λέξεις που ακόμα καλά καλά δε γνωρίζαμε τι σήμαιναν, αλλά νιώθαμε πως μας αφορούσαν (“λεσβία, αδερφή, γκέι, τραβεστί κλπ”), το έφαγαν μέσα στα ίδια μας τα σπίτια. (Και) από ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμασταν τα ίδια επίθετα!
Δυο τρεις λέξεις με το ζόρι, για να χωρέσουν τόσο κόσμο.
Λέξεις που μιλούσαν για εμάς, φτιαγμένες από ανθρώπους που μας “μισούσαν”. Μας έκλεψαν (κάποιοι άθελά τους) το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό. Μας “πήραν” τις λέξεις. Μας άφησαν μόνο με ονόματα και επίθετα και τις χάρτινες ταυτότητές μας. Και μια βαθιά άρνηση να αφήσουμε τις λέξεις αλλωνών να γίνουν οι ταμπέλες μας.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι τις ταμπέλες πάντα τις βάζουν οι άνθρωποι που έχουν ή θέλουν δύναμη. Τα “θύματά” τους είναι όσες και όσοι δε θέλουν να (περι)ορίσουν τους εαυτούς τους. Εκείνοι που καταλαβαίνουν πως η εαυτή είναι ένα ταξίδι, μια πορεία, κάτι άπιαστο, κάτι ρευστό. Το γεγονός πως ερχόμαστε σε αυτό το ταξίδι παρέα με ένα σώμα όμως, μας κάνει αυτομάτως και “οικόπεδο”- χώρο, όχι κενό. Καταλαμβάνουμε χώρο και αυτόν τον χώρο, αν δεν τον διεκδικήσουμε εμείς για εμάς, θα μας τον πάρουν οι άλλοι.
Το πρώτο πράγμα που κάνουν όταν θέλουν να “κλέψουν” ένα οικόπεδο είναι να το περιορίσουν: Περίφραξη, πάσσαλος και πάνω του η ταμπέλα.
Πολλές φορές, μας “κλέβουν” το χώρο από αγάπη.
Όπως η καλή μου φίλη στο σαλόνι της Α., όταν πάνω από τις κοτομπουκιές, μου φόρεσε την ταμπέλα της βίγκαν, χωρίς να με ρωτήσει αν ήθελα να τη “φορέσω” εκείνη τη στιγμή. Με φωνή χαμηλωμένη. Αυτή η φωνή που χαμηλώνει, είναι πάντα το σήμα κατατεθέν της “κλοπής”. Οι περήφανες ταμπέλες δε χαμηλώνουν τον τόνο. Οι περήφανες ταμπέλες έχουν πολλαπλές χρήσεις. Είναι ένα εργαλείο που μας ανήκει. Πώς:
Με το να μην αλλάζουμε εμείς για να χωρέσουμε στις ταμπέλες, αλλά να φτιάχνουμε νέες ταμπέλες που να μας χωράνε!