Συζητώντας με τους δημιουργούς της ταινίας «Σ ’αγαπώ τρελά»

Το «Σ’αγαπώ τρελά/Te estoy amando locamente» είναι μια ταινία που ξεχωρίσαμε στην πλούσια κινηματογραφική σοδειά που προβλήθηκε στη διάρκεια του Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Fecha (27/5 – 5/6/2024). Αφηγείται με τρόπο ζωντανό και συναρπαστικό την εξέλιξη της σχέσης μάνας – γκέι παιδιού στη μεταπολίτευση της Ισπανικής κοινωνίας, όταν ο πάγος της δικτατορίας του Φράνκο έλιωνε, αλλά οι λοατκι+ άνθρωποι βρίσκονταν εκτεθειμένοι στους ομοφοβικούς κατασταλτικούς νόμους και πρακτικές με τις οποίες κυβέρνησε τη χώρα.

Της Δήμητρας Κυρίλλου

Ο δεκαεπτάχρονος Μιγκέλ ξέρει ποιος είναι και τι θέλει, όμως θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη μάνα του, το κοινωνικό περιβάλλον και τελικά με την ισπανική δικαιοσύνη βάσει του ισχύοντος  χουντικού νόμου περί «δημόσιου κινδύνου και αναμόρφωσης αυτού». Στο πλευρό του θα σταθεί το εν τη γενέσει λοατκι+ κίνημα της Σεβίλλης, μια πολύχρωμη συλλογικότητα που θα φέρει τα πάνω κάτω και θα κάνει την τοπική κοινωνία να γυρίσει μια νέα σελίδα. 

Συζητώντας με τον Αλεχάντρο Μαρίν και την Κάρμεν Γκαρρίδο Βάκας, σκηνοθέτη και σεναριογράφο της ταινίας.

Θα χαρακτήριζα την ταινία σας πολιτικό docudrama που μας πάει στις ρίζες των σύγχρονων λοατκι+ κινημάτων. Ήταν στις προθέσεις σας να συνδυάσετε μια ιστορία, την ιστορία της Ρέμε και του γιου της, με τα κινήματα για τη σεξουαλική απελευθέρωση στην μεταπολιτευτική Ισπανία;

ΚΓΒ: Είναι η πρώτη φορά που χαρακτηρίζεται η ταινία σαν ντοκιμαντέρ. Η αλήθεια είναι ότι τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα δεν έχουν αναφερθεί ποτέ σε ταινία μυθοπλασίας, υπάρχουν ντοκιμαντέρ που τα πραγματεύονται. Έχετε δίκιο, η σχέση της μητέρας με τον γκέι γιο είναι μια καθολική ιστορία, βασίζεται στη μυθοπλασία, αλλά σίγουρα υπήρξαν πολλοί Μιγκέλ και πολλές Ρέμε, τόσο στη Σεβίλλη, όσο και σε άλλες πόλεις. Η σχέση τους είναι πανανθρώπινη, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν δεν προκύπτουν μόνο από τον σεξουαλικό προσανατολισμό του Μιγκέλ, αλλά και από τις απαιτήσεις της ίδιας. Η Ρέμε έζησε σε μια άλλη Ισπανία, πολύ διαφορετική από αυτήν του Μιγκέλ και για μας ήταν μια πολύ καλή αρχή να δούμε μια ανθρώπινη ιστορία, για να εξιστορήσουμε τα γεγονότα και τις απαρχές του λοατκι+ κινήματος στην Ισπανία. Έχει πολλά κωμικά στοιχεία, το χιούμορ πιστεύουμε είναι ο καλύτερος τρόπος να δείξεις καποια πράγματα, όχι η πίκρα ή η μνησικακία. Θέλουμε να παρουσιάσουμε τα άτομα της ταινίας σαν ήρωες, όχι σαν θύματα – αν και υπήρξαν ασφαλώς θύματα και το βλέπουμε. Οπότε δεν είναι ακριβώς μια «feelgood» ταινία, υπάρχουν κι άλλα ρεαλιστικά στοιχεία, όπως ο κομμουνιστής παπάς, η λεσβία ακτιβίστρια.…Αν θέλαμε να κάνουμε μια ταινία για τους λοατκι+ αγώνες στην Ισπανία, θα χρειαζόμαστε μια σειρά 5 ωρών, πήραμε τα πιο σημαντικά γεγονότα και αφηγηθήκαμε μια ιστορία με άτομα μέσα από το λοατκι+ κίνημα και έξω από αυτό.

Το «Social dangerandrehabilitation act» που αναφέρεται στην ταινία υπήρξε πράγματι ή χάριν σεναρίου; Μου θυμίζει τον αντίστοιχο νόμο στην Ελλάδα την ίδια περίοδο, τον διαβόητο νόμο «για τα αφροδίσια νοσήματα», που αποτέλεσε τη σπίθα για τη γέννηση της πρώτης λοατκι+ οργάνωσης στην Ελλάδα, του ΑΚΟΕ.

ΑΜ: Ναι, ασφαλώς και υπήρξε. Αποτέλεσε προέκταση από το στρατιωτικό καθεστώς ενός παλιού νόμου κατά των περιθωριακών – «αντικοινωνικών» ανθρώπων, ώστε να συμπεριλάβει με κάποιο τρόπο και την ανδρική ομοφυλοφιλία, με ποινές και εκτοπίσεις. Στη διάρκεια της δικτατορίας πολλοί γκέι άντρες φυλακίστηκαν, εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, υπέστησαν ταπεινώσεις και εξευτελισμούς κατ’εφαρμογή αυτής της διάταξης.

Η ταινία σας περιγράφει θαυμάσια κάποιες αντιφατικές καταστάσεις, στις οποίες θα ήθελα να αναφερθείτε περισσότερο: Η πρώτη αφορά την Εκκλησία και το στοιχείο ότι το λοατκι+ κίνημα αναπτύχθηκε στους κόλπους της, αλλά όταν έγινε αιχμηρό και ριζοσπαστικό, η εκκλησία το απέβαλε. Η δεύτερη αφορά την εξέλιξη του χαρακτήρα της Ρέμε: Τη γνωρίσαμε σαν μια κλειστή, συντηρητική γυναίκα, που αρνείται να δει την πραγματικότητα και μετά από όλη αυτή την εμπειρία είναι ένας άλλος άνθρωπος. Πώς χειριστήκατε το να δείξετε αυτές τις αντιφάσεις;

ΚΓΒ: Είναι αλήθεια ότι το λοατκι+ κίνημα στην Ανδαλουσία ξεκίνησε μέσα από την εκκλησία. Η ιδρύτρια του, η Μάρκα ήταν μέλος της οργάνωσης «Ένωση Νεότητας Χριστιανών Εργατών», ένας οργανισμός που λειτουργούσε μέσα στην εργατική τάξη και προσέφερε καταφύγιο σε κατατρεγμένα άτομα, άπορα, τοξικομανή, άστεγα, ομοφυλόφιλα κλπ, στα οποία προσέφεραν προστασία οι λεγόμενοι «κόκκινοι παπάδες», που ήταν κομμουνιστές. Κι αυτό πιστεύω ότι δεν είναι αντιφατικό. Η εκκλησία μπορεί να βοηθήσει τους μη προνομιούχους, άλλωστε αυτή είναι μια βασική διδαχή του χριστιανισμού, να βοηθούμε, άσχετα από το πώς εξελίχθηκε στην πράξη ο χριστιανισμός της Εκκλησίας. Κινηματογραφικά αυτό το γεγονός μας βοήθησε να «πουλήσουμε» καλύτερα την ταινία, είναι παράδοξο και τραβάει την προσοχή. Σε ό,τι αφορά το προσωπικό ταξίδι της Ρέμε, όπως είπαμε μεγάλωσε σε μια Ισπανία, στην οποία το να είσαι όπως ο Μιγκέλ, σημαίνει ότι θα υποφέρεις, αφετηρία της ήταν ότι δεν ήθελε ο γιός της να υποφέρει. Στην αρχή δεν ζητά βοήθεια από το κίνημα, αλλά έξω από αυτό, από τον ισχυρό δον Ιγνάσιο, από τον παπά, αλλά σύντομα θα διαπιστώσει ότι οι μόνοι που της τείνουν χείρα βοηθείας είναι άτομα από την κοινότητα. Έτσι μέσα στη μοναξιά που βιώνει αρχίζει να σχετίζεται με το κίνημα αυτό. Έτσι επανασυνδέεται, συμφιλιώνεται ουσιαστικά με το παιδί της, όπως βλέπουμε στη σκηνή μέσα στη δικαστική αίθουσα.

Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για τα γυρίσματα, Είχατε ένα φανταστικό καστ, από νέους ηθοποιούς όπως ο Ομάρ, καταξιωμένες ερμηνεύτριες όπως η ηθοποιός που ερμηνεύει τη Ρέμε, την Άλμπα Φλόρες που είναι γνωστή, λοατκι+ ακτιβιστά. Κάνατε casting; Πέστε μας μερικά πράγματα για τα γυρίσματα.

Α.Μ: Η αλήθεια είναι ότι από την αρχή που ξεκινήσαμε να γράφουμε το σενάριο είχαμε στο μυαλό μας τους δυο κεντρικούς πρωταγωνιστές: τον Ομάρ Μπανάνα και την Άνα Βάγκενερ, γύρω από αυτούς τους δυο χαρακτήρες χτίσαμε την ιστορία. Η μόνη πολύ δημοφιλής ηθοποιός είναι η Άλμπα Φλόρες. Επίσης είχαμε το Ντάνι Λο από τον χώρο της μουσικής, δουλέψαμε πολύ μαζί του για να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Και βέβαια συνεργαστήκαμε με μέλη της λοατκι+ κοινότητας. Επίσης, για μας ήταν πολύ σημαντικό οι ήρωες να μιλούν με την προφορά της Ανδαλουσίας, τα «Ανδαλουσιανά», τα οποία για την Ισπανία θεωρούνται «βαριά», παράξενα.

Κάτι σαν «χωριάτικα» Ισπανικά δηλαδή;

ΚΓΒ: Ναι ακριβώς (γέλια), στην Ισπανία υπάρχει αυτή λανθασμένη φήμη ότι το να κατάγεσαι από την Ανδαλουσία σημαίνει ότι είσαι ακαλλιέργητος, δεν είναι καθόλου έτσι όμως. Στην πραγματικότητα, η Ανδαλουσία έχει μια μακρόχρονη και σπουδαία καλλιτεχνική της παράδοση σε όλες τις μορφές των τεχνών, και έχει συμβάλει με πολλούς τρόπους στην καλλιτεχνική ανάπτυξη της χώρας. Εκεί γεννήθηκε ο Πικάσο, ο Λόρκα και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες.

Η ταινία σας έχει σαφή τοποθέτηση για τα ιστορικά γεγονότα και πιστεύω ότι λειτουργεί και στο σήμερα. Όταν αποφασίσετε να την πραγματοποιήσετε, ποιο ακροατήριο είχατε στο μυαλό σας, ποιοι θα θέλατε να τη δουν;

Βασικά είναι μια ταινία για όλους. Για ένα κομμάτι του πληθυσμού που γνωρίζει τα γεγονότα, τα έχει αποδεχτεί και ξεπεράσει, δεν θα έχει μεγάλο αντίχτυπο. Το κοινωνικό έργο της ταινίας όμως είναι να φτάσει και σε ένα συντηρητικό ακροατήριο, το οποίο δεν θέλει να ξέρει και να το καλέσει να δει την κοινωνική πραγματικότητα και τις συλλογικότητες μέσα σε αυτή. Απευθύνεται σε άτομα ευαισθητοποιημένα που όμως δεν γνωρίζουν την ιστορία και τις απαρχές του κινήματος, αλλά και στους μη γνώστες είναι ένα ερέθισμα, είναι μια ταινία προσιτή, με χιούμορ, ανοιχτή και προσβάσιμη σε όλες και όλους.




Δες και αυτό!