Συζητώντας με τη διεθνούς φήμης ψυχαναλύτρια, Ορελί Φοβαντέλ

Συζητάμε με την Ορελί Φοβαντέλ, Γαλλίδα ψυχαναλύτρια διεθνούς φήμης και καθηγήτρια της Σχολής Παρίσι 8, που θα πραγματοποιήσει σήμερα τη διάλεξή της στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Μιλάμε μαζί της για το φύλο, την πολιτική και την ψυχανάλυση.

Πριν από δύο αιώνες και κάτι, στις 8 Νοεμβρίου του 1838 στη Γαλλία, γεννιέται η Herculine Adelaide Barbin, ένα ίντερσεξ άτομο που ληξιαρχικά καταχωρείται ως κορίτσι και μεγαλώνει ως τέτοιο. Κατά την εφηβεία το στήθος της δεν αναπτύσσεται, ούτε έχει περίοδο. Σπουδάζει στις Ουρσουλίνες και προετοιμάζεται να γίνει δασκάλα.

Προσλαμβάνεται σε σχολείο και ερωτεύεται μια συνάδερλφό της. Εξομολογείται την κατάστασή της σε έναν επίσκοπο και εκείνος σπάει την εξομολογητική σιωπή και στέλνει γιατρό να την εξετάσει. Ο γιατρός ανακαλύπτει πως η Barbin διαθέτει έναν μικρό κόλπο. Διαθέτει όμως και υποανάπτυκτο πέος με άρχεις.  Στην ιατρική της καρτέλα της πλέον αναγράφεται (κακοποηιτικά): «αρσενικός ψευδοερμαφροδιτισμός». Με μεταγενέστερη νομική απόφαση το φύλο της αλλάζει σε αρσενικό. Αφήνει το σχολείο και την ερωμένη της. Αλλάζει όνομα και στα πλαίσια της (ψευδο)θεραπείας της (παντελής κοινωνικός αποκλεισμός) γράφει τα απομνημονεύματα της. Εκεί αναφέρεται στον εαυτό της σε θηλυκό γένος. Τα απομνημονεύματά της ανακαλύπτει ο Φουκώ την δεκαετία του ’70, ενώ η περίπτωσή της απασχολεί ιδιαίτερα την Butler στο Gender Trouble.

Το σώμα της λειτουργεί ως εξαιρετικό παράδειγμα συνάρθρωσης της κοινωνικής νόρμας και της βιολογίας, της κρατικής εξουσίας και της προσωπικής επιθυμίας, των δυνάμεων της επιτήρησης, της ιατρικής και του Νόμου. Η περίπτωσή της παροδεικνύει πως το έμφυλο σώμα λειτουργεί ως τόπος συνάντησης των βαθύτερων προβληματισμών της πολιτικής θεωρίας, των gender studies και της ψυχανάλυσης.

Κι ενώ πολλές μπορεί να αναρωτιούνται τι καινούριο έχει να πει η ψυχανάλυση για το φύλο που να μην έχει ήδη ειπωθεί από την Πολιτική Θεωρία, η Ορελί Φοβαντέλ σπεύδει να υπενθυμίσει την αποδέσμευση της ψυχαναλυτικής προσέγγισης από την ανατομία και την έμφυλη διαδυκότητα.

«Ορισμένοι σύγχρονοι λόγοι σχετικά με το φύλο τείνουν να αναγάγουν τη δυαδικότητα του φύλου (θηλυκό/αρσενικό) σε συστήματα κοινωνικής συνήθειας, στην εσωτερίκευση εντολών, που ενσταλάζονται στα κορίτσια και στα αγόρια από την παιδική ηλικία, ως καρπός της εκπαίδευσης. Η ψυχανάλυση συμφωνεί με τις μελέτες φύλου (gender studies) στο βαθμό που οι έμφυλες ταυτότητες, εκφράζονται με μορφή έμφυλων ρόλων, και εξαρτώνται από τις επιφάσεις (semblants) που μεταφέρει ο λόγος, και που είναι εν μέρει αλληλοεξαρτώμενες και εξελίσσονται από γενιά σε γενιά. Ο Λακάν επικαλείται έτσι “την παρέμβαση του ενήλικα στο παιδί” για να εξηγήσει το περίεργο αποτέλεσμα της πρόβλεψης, με το οποίο τα πολύ μικρά παιδιά ακολουθούν κομφορμιστικά “τους τύπους ανδρών και γυναικών” που υποτίθεται ότι θα γίνουν αργότερα στην ενήλικη ζωή» αναφέρει στο ΑΝΤΙVIRUS.

Τι συμβαίνει όμως όταν το φύλο aποδίδεται στα άτομα από τους διάφορους κοινωνικούς Άλλους, απ’ το σχολείο, την οικογένεια, τη θρησκεία; Επιχειρώντας να εξηγήσει τις έννοιες της «εμφυλοποίησης», της «έμφυλης» και «σεξουαλικής νόρμας», ξεκινά από την «ανάθεση φύλου».

«Αντίθετα, η έννοια της “ανάθεσης φύλου” από τον κοινωνικό Άλλο δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην κατανόηση του τι συμβαίνει σε ένα υποκείμενο, στη μοναδικότητα του, η οποία εκφράζεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο στο πεδίο του έμφυλου. Αυτό γίνεται αντιληπτό στις συχνές αποκλίσεις μεταξύ από τη μία των προσδιορισμών που προέρχονται από τον Άλλο και “αποδίδουν” το χαρακτηρισμό “κορίτσι” ή “αγόρι” και από την άλλη των εσωτερικών ταυτίσεων του υποκειμένου: έτσι παιδιά με βιολογικό φύλο κοριτσιού βιώνουν τον εαυτό τους ως “αγοροκόριτσα” ή ως αγόρια και παιδιά με βιολογικό φύλο αγοριού αισθάνονται κορίτσια, όπως στο ντοκιμαντέρ Little Girl στο Netflix που έκανε τόσο θόρυβο. Και υπάρχουν και τα υποκείμενα που δεν εκφράζονται από μια κανονιστική δυαδικότητα και προσδιορίζονται ως μη δυαδικά.

»Για την ψυχανάλυση, όπως συνοψίζει ο Ζακ-Αλέν Μίλερ σε μια απλή έκφραση: “εμφυλοποίηση σημαίνει υποκειμενικοποίηση του φύλου”. Ο τρόπος με τον οποίο τοποθετείται ένα υποκείμενο σε σχέση με την εμφυλοποίηση δεν μπορεί να περιοριστεί σε έναν ρόλο που υπόκειται στη μίμηση, ούτε καν στις ταυτίσεις του. Είναι εξίσου σημαντικός και ο τρόπος με τον οποίο τίθεται το ζήτημα της επιθυμίας του και των τρόπων απόλαυσης του. Ούτε η συμβολική τάξη, ούτε οι κοινωνικοί λόγοι, ούτε οι “ταυτότητες” αποφασίζουν για τα πάντα: ένα ολόκληρο μέρος από αυτά που αφορούν τις ενορμήσεις, τα αντικείμενά τους, τον τρόπο απόλαυσης που συνδέονται και με τις ενδεχομενικές, συγκυριακές συναντήσεις και την ιστορία του υποκειμένου, ξεφεύγουν από τη διαδικασία της έμφυλης προσαρμογής και δεν ανήκουν στον Άλλο, αλλά συνδέονται με τη θεμελιακά απόλυτη μοναδικότητα του υποκειμένου». Θα ήταν άδικο άλλωστε να αφήσουμε εκτός της εξίσωσης παράγοντες που δεν αντιλαμβανόμαστε, που βρίσκονται έξω από τον έλεγχό μας όπως οι ενορμήσεις. Συνοψίζοντας μέχρι στιγμής τον έμφυλο τρόπο τοποθέτησης καθορίζουν: επιθυμίες, κοινωνικές νόρμες και ενορμήσεις.

«Σύμφωνα με τον Λακάν, δεν υπάρχουν σεξουαλικές νόρμες από την πλευρά του υποκειμένου και του τρόπου απόλαυσής του, υπάρχουν μόνο κοινωνικές νόρμες. Η ηθική της ψυχανάλυσης οδηγεί να συνοδεύει τα υποκείμενα, την κάθε περίπτωση στην ενικότητα της, ώστε να μπορούν να βρουν λύσεις στο τρόπο απόλαυσης τους που να είναι πιο ικανοποιητικές και πιο ζωντανές για τα ίδια. Οι πιθανές διαμορφώσεις της έμφυλης ταύτισης ή της επιλογής του ερωτικού αντικειμένου είναι άπειρες, και μοναδικές για τον καθένα. Για τα υποκείμενα για τα οποία αυτό μπορεί ενδεχομένως να τεθεί ως ερώτημα ή δυσκολία, η ψυχαναλυτική εμπειρία μπορεί να τους επιτρέψει να γράψουν το δικό τους ποίημα στη σχέσης τους με το φύλο και να επινοήσουν τον δικό τους τρόπο ύπαρξης ως άντρας ή ως γυναίκα ή έξω από αυτόν τον δυαδισμό», συμπληρώνει η Ορελί Φοβαντέλ.

Πώς όμως στάθηκε η Ψυχανάλυση απέναντι στα άτομα που τοποθετούνται εκτός του ετεροκανονικού τόξου, σε όσα που δεν χωρέσανε στα μεγάλα κουτάκια αναφοράς; Ποια υπήρξε η στάση της απέναντι στην ιατρική τάση που ήθελε τα άτομα αυτά να ταξινομούνται στο φάσμα του παθολογικού, ως «μη κανονικά» και «ψυχικά διαταραγμένα»;

«Καθ’ όλη τη διάρκεια της διδασκαλίας του, ο Λακάν εργάστηκε για να απαλλάξει την ψυχανάλυση από τις κατηγορίες του φυσιολογικού και του παθολογικού και να επεξεργαστεί τις συνθήκες μιας ψυχαναλυτικής πρακτικής έξω από αυτόν τον κανόνα. Η ψυχανάλυση, επιβεβαιώνοντας ότι δεν υπάρχει φυσιολογικός τρόπος να απολαμβάνει κανείς, συμβαδίζει απόλυτα με την τρέχουσα απο-παθολογικοποίηση» σημειώνει.

Επικεντρώνοντας την έννοια της «απο-παθολογικοποίησης» διερωτάται: «Τίθεται το ζήτημα των διαγνωστικών κατηγοριών και των κλινικών κατηγοριών που χρησιμοποιούν οι ψυχαναλυτές για να προσανατολιστούν στην πρακτική τους. Μήπως αυτές δεν συνδέουν την ψυχανάλυση με την ιατρική και την ψυχιατρική κλινική, όπως υποστήριξε ο M. Φουκό στη “Γέννηση της τρέλας”; Και δεν είναι κατά κάποιο τρόπο παθολογικοποιητικές, όπως υποστήριξε ο Πολ Πρεθιάδο στο ακραία επικριτικό για την “ακαδημία ψυχαναλυτών” κείμενο του, “είμαι το τέρας που σας μιλά”;

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα μεγάλα κλινικά “κουτάκια” αναφοράς, όπως η νεύρωση, η ψύχωση (σχιζοφρένεια, παράνοια…) και η διαστροφή, έχουν ως επί το πλείστον κληρονομηθεί από την ψυχιατρική. Όπως επισημαίνει ο Ζ. Λακάν, οι κατηγορίες αυτές χρονολογούνται “πριν από τον αναλυτικό λόγο”. Η ιδιαιτερότητα της ψυχανάλυσης βρίσκεται αλλού».

Παρά το γεγονός πως η Ψυχανάλυση έχει κληρονομήσει ψυχιατρικές ορολογίες οι δυο επιστήμες δεν θα πρέπει να συγχέονται. «Εκεί που η κλασική ψυχιατρική κλινική προσπαθεί να εντοπίσει το κοινό στις κλινικές εικόνες και τις πιθανές εξελίξεις τους, η ψυχανάλυση αφορά σε αυτό που στο υποκείμενο δεν μοιάζει με τίποτα, στην καθαρή μοναδικότητά του. Μπορούμε έτσι να καταλάβουμε πώς η ψυχανάλυση δεν συγχέεται με την κλινική, αλλά κινείται πέρα από αυτήν, προς αυτό το ιδιαίτερο που έχει το κάθε άτομο και είναι ασύγκριτο, όπως υποστήριξε ο Ζακ-Αλέν Μιλέρ. Από την αναλυτική σκοπιά, ο καθένας είναι μια εξαίρεση. Η αναλυτική προοπτική είναι υπό αυτή την έννοια “αντιδιαγνωστική”: η πρόκληση δεν είναι να κατατάξουμε έναν ασθενή σε μια κατηγορία (νεύρωση ή ψύχωση;), αλλά να καταφέρουμε να τον αφήσουμε να είναι. Ο αναλυτής θα πρέπει να “ακολουθήσει τα ίχνη του” υποκειμένου και να αφήσει την ύπαρξή του να ξεδιπλωθεί, “εκτός της πεπατημένης”» διευκρινίζει.

Έτσι η μεγάλη της Ψυχανάλυσης από την Ψυχιατρική εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο η πρώτη νοηματοδοτεί και μεταχειρίζεται την έννοια της μοναδικότητας του υποκειμένου. Εκεί που η Ψυχιατρική ψάχνει να βρει έναν μαζικό τρόπο κατηγοριοποίησης και διαχείρισης κλινικών κατηγοριών, η Ψυχανάλυση στέκεται στον τρόπο που το υποκείμενο αντιλαμβάνεται το πραγματικό και στις άμυνες που αρθρώνει απέναντί του.

«Ήδη από τον Φρόιντ, η ψυχαναλυτική κλινική είχε προσδιοριστεί ως κλινική της λεπτομέρειας, όπου το σημαντικό ήταν να εντοπίσουμε τι είναι αυτό που εμφανίζεται ως ιδιαίτερο στοιχείο του υποκειμένου. Ο ψυχαναλυτής επιδιώκει να ανιχνεύσει το υποκείμενο το μοναδικό τρόπο απόλαυσής του, πέρα από τις ετικέτες του κυρίαρχου λόγου, πίσω από τις οποίες μπορεί να κρύβεται (για παράδειγμα, με ονοματοδοτήσεις όπως: “αλκοολικός”, “βουλιμικός”, “καταθλιπτικός” κ.λπ.). Η ψυχανάλυση πρέπει να διακρίνεται από κάθε κλινική πρακτική που κατηγοροποιεί τα υποκείμενα και που προϋποθέτει την ταύτιση του υποκειμένου με ένα σημαίνον όπως “ο ανορεξικός”, “το υπερκινητικό παιδί”, “ο διπολικός” κ.λπ. Είναι ακριβώς αυτό το είδος της κλινικής ταξινόμησης στο οποίο επιτίθεται ο Φουκό όταν καταγγέλλει το γεγονός ότι ο λόγος της “ψυχολογίας” δημιουργεί χαρακτήρες, όπως για παράδειγμα “ο ανώμαλος” ή “ο υστερικός”. Η ψυχαναλυτική κλινική, αντίθετα, κάθε άλλο παρά απολιθώνει το υποκείμενο κάτω από ονοματοδοτήσεις. Θέτει σε λειτουργία τον υποκειμενικό διχασμό και την απόλαυση του υποκειμένου που δεν επιτρέπει στον εαυτό του να ορισθεί τόσο εύκολα από τις λέξεις της κοινής γλώσσας.

»Ας είμαστε όμως προσεκτικοί. Το ζήτημα της κλινικής πρακτικής δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα ζήτημα διαχωριστικών “ετικετών” και φαινομένων που μεταφέρονται από τους λόγους και ποικίλλουν ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο. Γι’ αυτό το λόγο ο Λακάν έδωσε τον ακόλουθο ορισμό, μείζονος σημασίας μέσα στην απλότητά του: “Η ψυχαναλυτική κλινική είναι το πραγματικό στο βαθμό που είναι το αδύνατο να το αντέξει κανείς.»

»Σύμφωνα με τον Λακάν, η τρέλα ή οι ψυχώσεις δεν είναι απλά κοινωνικά υποδήματα, καθαρές νοηματικές κατασκευές. Υπάρχει ένα πραγματικό της ψύχωσης. Και ευρύτερα, για όλους μας, για τον καθένα μας υπάρχει ένα αβάσταχτο και τραυματικό πραγματικό. Έτσι, η κλινική δεν ορίζεται από τάξεις ή έννοιες, αλλά από το πραγματικό και τους διαφορετικούς τρόπους άμυνας που δημιουργούνται για να αντιμετωπιστεί. Η μη άρνησή του, η συνεκτίμησή του, είναι αναμφίβολα αυτό που καθιστά την ψυχανάλυση ειδική σε σχέση με άλλες μορφές αποπαθολογικοποίησης».

Από τη συζήτηση με την Ορελί Φοβαντέλ προέκυψε πως ο οργανωμένος σε «κουτάκια αναφοράς» λόγος της επιστήμης, ιδωμένος στο πλαίσιο του κυρίαρχου λόγου, δημιουργεί αναπαραστάσεις, που με την σειρά τους δημιουργούν ταυτότητες, όπως συνέβη στην περίπτωση της/του Herculine Barbin. Η σύγχρονη ψυχανάλυση φαίνεται να προσπαθεί να απεμπλακεί από τις κατηγορίες του φυσιολογικού – κανονικού βαδίζοντας στο μονοπάτι της έμφυλης αποπαθολογικοποίησης και επικεντρώνοντας στην μοναδική ενικότητα της απόλαυσης. Υπ’ αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε άραγε να δούμε την Άλλη επιθυμία, την μη – ετεροκανονική, για παράδειγμα την άρθρωση της τρανς επιθυμίας ως μορφή πολιτικού αντι-λόγου; Μένει να παρακολουθήσουμε την διάλεξή της «Ψυχανάλυση και Κανονικότητα στη Σύγχρονη Εποχή: Ο Λακάν συνομιλεί με τον Φουκώ», στο Πάντειο για να μάθουμε.




Δες και αυτό!