Συζητώντας για τα αυτονόητα με τον Γιώργο Καραμίχο

«Αυτό που μπορεί να κάνει η τέχνη, είτε για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα είτε για τον οποιοδήποτε, είναι να σε κάνει να αισθανθείς ότι ανήκεις κάπου...»
Μπορεί ένα «καθυστερημένο» coming out να ενώσει σπασμένους οικογενειακούς δεσμούς και είναι, τελικά, απαραίτητο για ένα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο να φωνάξει δυνατά την (όποια) ταυτότητά του, προκειμένου να κερδίσει την (όποια) αποδοχή της οικογένειάς του; Κάποια από αυτά ερωτήματα καλείται να διαχειριστεί η παράσταση Οutro, που παίζεται αυτόν τον καιρό στο ΠΛΥΦΑ.

Το Οutroμας μεταφέρει σε μια επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, εκεί όπου ο Λουκάς, ένας, συγγραφέας, επιστρέφει έπειτα από πολλά χρόνια στο πατρικό του για να ν’ αντιμετωπίσει τον εαυτό του απέναντι στην οικογένειά του. Και για να κάνει το coming out του ως γκέι. Τον Λουκά, υποδύεται ο Γιώργος Καραμίχος.«Η συμμετοχή μου στην παράσταση ξεκίνησε με ένα μήνυμα που μου έστειλε ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος. Μου άρεσε πάρα πολύ ο τρόπος που μου μίλησε. Είδα και πράγματα που είχε κάνει στο εξωτερικό, γιατί στην Ελλάδα αυτή είναι η πρώτη του δουλειά, και απάντησα “ναι”», αναφέρει ο Γιώργος περιγράφοντας στη συνέχεια και την πρώτη του επαφή με το κείμενο. «Όταν διάβασα το κείμενο ήμουν στο πλοίο για την Πάρο. Θυμάμαι να κρύβομαι σε μια γωνιά γιατί με είχαν πιάσει τα κλάματα».

Το Οutro βασίζεται στο θεατρικό έργο του Ζαν-Λικ Λαγκάρς και έγινε ταινία σε σκηνοθεσία και σενάριο του Ξαβιέ Ντολάν με τίτλο «Ακριβώς το τέλος του κόσμου». Στο πρωτότυπο έργο ο ήρωας επιστρέφει στην οικογένειά του για να τους ανακοινώσει (πέρα από τη σεξουαλική του ταυτότητα) και ότι πεθαίνει. Στο Outro, ωστόσο, η εκδοχή του θανάτου παραλείπεται, αναδεικνύοντας και ενδυναμώνοντας την ανάγκη του ήρωα να μιλήσει ανοιχτά για τον εαυτό του στην οικογένειά του και να επαναπροσδιορίσει – επί ίσοι όροις αυτή τη φορά – τη σχέση του μαζί της. «Δεν είχα δει την ταινία, την είχα ακούσει, αλλά δεν την είχα δει» μου εξηγεί ο Γιώργος. «Ήθελα να διαβάσω πρώτα τη διασκευή, ώστε να δω όντως αν αυτά που έχει γράψει ο Κωνσταντίνος  – χωρίς να ξέρω το πρωτότυπο – μου δένουν. Κι όντως έχει κάνει μια άρτια διασκευή. Έχει προσαρμόσει την ιστορία στην Ελλάδα, άψογα. Και μετά όταν είδα την ταινία, κατάλαβα ότι προτιμώ τη διασκευή. Στην ταινία το θέμα έχει να κάνει με τον θάνατο, με το AIDS. Εδώ έχει να κάνει με την αποδοχή».

Αναρωτιέμαι πόσο σύγχρονο μπορεί να θεωρηθεί σήμερα ένα θεατρικό έργο με κεντρικό θέμα το coming out ενός ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμου και την αποδοχή (ή μη) από την οικογένειά του. «ΔΥΣΤΥΧΩΣ είναι, όχι απλώς επίκαιρο, αλλά επείγον», τονίζει ο Γιώργος. «Γιατί έχουμε 2024 και ακόμη διαπραγματευόμαστε το ζήτημα της αποδοχής της ταυτότητας ενός ανθρώπου». Για τον ίδιο, το πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει επειδή ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία όλοι πρέπει να συγκρινόμαστε με κάτι. «Αν μεγαλώναμε σε έναν περιβάλλον, σε μια κοινωνία, όπου δεν υπήρχε ο συγκριτικός βαθμός, δεν υπήρχε βαθμολογία στο σχολείο, όπου δεν θα χρειαζόταν όλοι να αποδείξουμε ότι λειτουργούμε με τον ίδιο τρόπο, τότε θα μιλούσαμε πιο εύκολα για αποδοχή. Στο έργο ακούμε τη μητέρα του ήρωα να του λέει “ήθελα να γίνεις σαν όλα τα άλλα αγόρια, αλλά προφανώς απέτυχα… θα σ΄αγαπούσα αν ήσουν σαν τα άλλα αγόρια”. Η ίδια, δηλαδή, χρεώνεται την αποτυχία γιατί το παιδί της δεν έγινε σαν όλα τα άλλα αγόρια».

Πέρα από τη μητέρα (σ.σ. την υποδύεται η Γιώτα Φέστα), στο έργο βλέπουμε, επίσης, τα δύο αδέρφια (Σταύρος Λιλικάκης και Ιφιγένεια Βαρελά), καθώς και τη γυναίκα του αδερφού του (Αμαλία Μπαμπλέκη) να περιστρέφονται γύρω από τον ήρωα σαν προβληματικοί δορυφόροι. Σχολιάζοντας τις σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους οι χαρακτήρες, ο Γιώργος μου εξηγεί πως «υπάρχει μια ισορροπία στην παράσταση. Δεν δείχνει μόνο μια συγκεκριμένη οπτική και δε θέλει μόνο να δικαιώσει το άτομο που έχει φύγει. Προσπαθεί να δει τη δυναμική των ατόμων που έχουν μείνει πίσω. Και το πρόβλημα τελικά δεν έχει να κάνει με το ότι ο χαρακτήρας μου δεν έχει κάνει coming out. Έχει να κάνει με το ότι εκείνοι δεν θέλουν να ακούσουν κάτι τέτοιο. Κάτι που γίνεται σαφές και όταν στο τέλος ακούμε τον αδερφό να ουρλιάζει “σ΄αγαπάμε αλλά δεν μπορούμε να το λέμε”».

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά της παράστασης γίνεται σαφές ότι το έργο διαπραγματεύεται σκέψεις και συναισθήματα γνώριμα σε κάθε ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο. Πώς μπορεί, ωστόσο, να επιδράσει σε ένα άτομο που δεν χρειάστηκε ποτέ να προβληματιστεί για έννοιες όπως π.χ. το coming out; «Νομίζω ότι η παράσταση, όπως η κάθε καλή παράσταση κι όπως ο  ανθρώπινος πόνος δεν κάνει διαχωρισμούς. Είναι κοινός», τονίζει ο Γιώργος. «Δύο γνωστές μου που είδαν την παράσταση, μου έστειλαν μετά μήνυμα για να μου πουν ότι μετά πήγαν στο αμάξι και δεν μπορούσαν να οδηγήσουν, γιατί τους είχαν πιάσει τα κλάματα. Και οι δύο αυτές γυναίκες είναι straight, αλλά ταυτίστηκαν πλήρως γιατί είναι σαν να έζησαν, όπως μου έγραψαν, τα παιδικά τους χρόνια. Η “διαφορετικότητα”, για την οποία μιλάμε συχνά, έχει να κάνει με πολλά πράγματα. Μπορεί να έχει να κάνει με το “δε θέλω να παντρευτώ” ή με το “δε θέλω να κάνω παιδί” ή ακόμη και με το “θέλω να έχω μωβ μαλλιά ή να φοράω φούστα”.

Μοιραία η συζήτηση πηγαίνει στον ρόλο της τέχνης και στο πώς μπορεί να βοηθήσει στην ενσωμάτωση/αποδοχή κοινωνικών ομάδων, όπως η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Διανύουμε, άλλωστε, και μια εποχή που εμείς οι ΛΟΑΤΚΙ+ «κατηγορούμαστε» συχνά ότι προσπαθούμε να περιορίσουμε τη σάτιρα, την κωμωδία και γενικότερα τη δημιουργία ανθρώπων που χρησιμοποιούν τις ταυτότητές μάς στο «καλλιτεχνικό» τους έργο. «Ο ρόλος της τέχνης ήταν ανέκαθεν ο ίδιος», ξεκαθαρίζει ο Γιώργος. «Να επικοινωνήσει, να δημιουργήσει ένα κοινό πνεύμα με το οποίο θα ταυτιστούν οι θεατές και μέσω αυτού να κάνουν προβολή των δικών τους παθημάτων. Ουσιαστικά, λειτουργεί ως ξενιστής η τέχνη. Όταν βλέπεις έναν ωραίο πίνακα, δεν έχει σημασία αν το έκανε ο Πικάσο ή ένας ανώνυμος Ιάπωνας. Σημασία έχει πως μέσα από αυτόν μπορώ να ονειρευτώ. Το δικό μου όνειρο. Αυτός είναι ο στόχος της τέχνης και επικοινωνεί πάντα μέσω του πόνου. Ακόμη και μια φαινομενικά ελαφριά κωμωδία, ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνεί είναι ο πόνος. Αν σκεφτούμε όλες τις ελληνικές ταινίες που βλέπουμε και γελάμε, θα βρούμε πάντα μια ρωγμή. Η Βλαχοπούλου σε καμία από τις κωμωδίες δεν έχει παίξει μόνο κωμωδία. Από κάτω υπήρχε ένα δραματικό φάσμα και υπήρχε και εμφανής ρωγμή που σε έκανε να αναρωτιέσαι πώς από το τόσο κωμικό πέρασε στο δάκρυ. Αυτό, λοιπόν, που μπορεί να κάνει η τέχνη, είτε για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα είτε για τον οποιοδήποτε είναι να σε κάνει να αισθανθείς ότι ανήκεις κάπου. Κι αυτό σε βοηθά να νιώθεις λιγότερο πόνο, γιατί σε κάνει να αισθανθείς ότι δεν είναι μόνο δικός σου. Όταν, λοιπόν, αναγνωρίζεις ότι κι άλλοι άνθρωποι έχουν προϋπάρξει στη συνθήκη που βρίσκεσαι εσύ, δεν έχει σημασία καμία ταυτότητα».

Ακούγοντας αυτή την απάντηση, αμέσως το μυαλό μου πήγε σε όλη αυτή την κριτική που δέχεται κατά καιρούς ο ηθοποιός, όταν τοποθετείται για θέματα που αφορούν στα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα. «Κάθε φορά που μιλάω γι΄αυτά, νιώθω ότι λέω τα αυτονόητα», μου εξηγεί. «Έχω δύο παιδιά και θέλω τα παιδιά μου μεγαλώνοντας να μπορούν να κάνουν ελεύθερα ό,τι τα κάνει χαρούμενα και ευτυχισμένα, εφόσον δεν επιβαρύνουν κάποια άλλα άτομα στην κοινωνία. Έχω υποχρέωση απέναντι στα παιδιά μου, να μιλάω ελεύθερα και ανοιχτά. Δεν θα πω αλήθειες που δεν αφορούν κανέναν. Δεν έχω προβάλλει ποτέ την προσωπική μου ζωή. Δεν έχω μιλήσει ποτέ για κρεβάτι άλλων. Κάποια τα ξέρω, τα περισσότερα τα ξεχνάω γιατί δεν με αφορούν. Αλλά είναι δεδομένο ότι οφείλουμε οι άνθρωποι να προστατεύουμε. Έχουν περάσει από τα χέρια μου πάνω από 5.000 μαθητές εδώ και 20 χρόνια. Έχω υποχρέωση απέναντι στους μαθητές μου να υποστηρίζω την αποδοχή. Δεν μπορώ να διδάσκω το πώς να δικαιώνουν όλους τους ρόλους και εγώ στην προσωπική μου ζωή να κρίνω. Μου έχει τύχει να έχω δασκάλους, μου έχει τύχει να έχω σκηνοθέτες που κατά βάση ήταν ρατσιστές, μισογύνηδες, και ομοφοβικοί. Πλέον αποφεύγω τέτοιες κακοτοπιές γιατί ξέρω ότι είναι ένα δηλητήριο που το παίρνεις μαζί σου».

Σε αυτό το σημείο, ζητάω από τον Γιώργο να προσδιοριστεί καλλιτεχνικά, μιας και η καριέρα του δεν σε «βοηθά» να του προσδώσεις κάποια συγκεκριμένη ταυτότητα (σ.σ. έχει κάνει πολλά και διαφορετικά πράγματα). «Δεν ξέρω καν αν έχω ανάγκη να προσδιοριστώ», μου απαντά. «Όταν έκανα τηλεόραση, είχα ήδη κάνει σινεμά και θέατρο. Οπότε είχα ιδρώσει τη φανέλα μου, σε τομείς που θεωρητικά είναι πιο “κουλτουριάρικοι” και είχα δει εκ των έσω ότι ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού, ότι το ψώνιο είναι πολύ πιο επικίνδυνο όταν έχει ένα πολύ ισχυρό πνευματικό υπόβαθρο. Οπότε όταν έκανα τηλεόραση, ήξερα ότι θα την έκανα με την ίδια αυταπάρνηση και σκληρή δουλειά που έκανα κι όλα τα άλλα. Κάποιες επιλογές μπορεί να μην ήταν οι καλύτερες για τους άλλους. Για μένα, ωστόσο, ήταν αναγκαίες για να είμαι εδώ που είμαι αυτή τη στιγμή. Και ενώ από την αρχή που ξεκίνησα, ήθελαν να με πουλήσουν ως ζεν πρεμιέ, εγώ έκανα εντελώς αντίθετες επιλογές, γιατί δεν μου άρεσε αυτό. Και στις πρώτες φωτογραφίσεις που πήγα για εξώφυλλα και πήγαν να μου ανοίξουν το πουκάμισο για να με φωτογραφίσουν, εγώ το έκλεινα και τους έλεγα “όχι”. Δεν φωτογραφιζόμουν για το ανοιχτό μου πουκάμισο αλλά για κάτι άλλο. Έχασα αρκετά εξώφυλλα και πολλοί μου την είπαν άσχημα και δημοσιογράφοι και στιλίστες και φωτογράφοι. Δεν ήμουν μέσα μου ζεν πρεμιέ. Όταν έκανα το “Καφέ της Χαράς”, έκανα το “Φεύγα” την ίδια χρονιά και μετά είχα προτάσεις να παίξω ως ζεν πρεμιέ της επόμενης σεζόν. Αντ’αυτού, εγώ έπαιξα στο “Λένη” έναν άνθρωπο 10 χρόνια μεγαλύτερο από την ηλικία που είχα τότε, έναν εντελώς αντιήρωα. Όπως μετά τον “Ήλιο” έκανα έναν εντελώς looser ρόλο σε μια παραγωγή που ξέραμε ότι ήταν πολύ καλλιτεχνική, και δεν ήταν για το ευρύ κοινό “Το μια νύχτα του Αυγούστου”. Θεωρώ ότι είναι και η καλύτερη δουλειά που έχω κάνει μέχρι στιγμής στην ελληνική τηλεόραση. Και μετά πέρσι και φέτος με πολλή χαρά κάνω μόνο την “Έρημη Χώρα”, έναν μικρό ρόλο σε μια πολύ καλή σειρά. Όλες αυτές οι επιλογές μου δημιούργησαν, μάλλον, αυτό το απροσδιόριστο που λες».

Τον ρωτώ πιο συγκεκριμένα, για τις «δουλειές» που ο ίδιος έχει ξεχωρίσει. «Η σειρά “Μια νύχτα του Αυγούστου” γιατί με πήγε πολύ πιο πέρα μέσα μου και ήταν και οι συνθήκες υπέροχες από άποψη παραγωγής και σκηνοθεσίας. To “The Durrells”, γιατί χάρη σε αυτό ανακάλυψα έναν κόσμο στην Αγγλία και απέκτησα μια καινούργια οικογένεια εκτός συνόρων. Επίσης, αυτή η δουλειά με έμαθε να εκτιμώ τον εαυτό μου. Θα αναφέρω και τις δύο ταινίες που έχω κάνει με τον Πανο Καρκανεβάτο, γιατί μου έμαθε να ακούω το φιλμ να ρολάει πίσω από την κάμερα. Και αυτό έφερε και τη διαφορετική ποιότητα με την οποία αντιμετωπίζω τον εαυτό μου και στο θέατρο. Περιέργως είναι σαν να έμαθα θέατρο μέσα από το σινεμά».

Λίγο πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα μας, αναρωτιέμαι για όλα αυτά που (μπορεί να) συνέβησαν στη ζωή του ηθοποιού και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του. Τον ρωτάω ευθέως. Αφού ανταποκρίνεται στην αδιακρισία μου με ένα χαμόγελο μού απαντά: «Το πρώτο πολύ μεγάλο, γιατί υπήρχαν πολλά μικρά, ήταν όταν έφυγα από τη Βέροια και πήγα στην Κέρκυρα για να σπουδάσω. Μετά, όταν κατέβηκα στην Αθήνα για να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό κι αντ΄αυτού πέρασα ακρόαση και με πήραν για να παίξω, πριν μπω στη σχολή. Έπαιξα στην Επίδαυρο 21 ετών. Και ήταν πολύ καθοριστικό και για το “εγώ” μου και για τον ναρκισσισμό μου και για το στομάχι μου και γι΄αυτά που κατέρρευσαν και γι΄αυτά που πήγαν στα ύψη. Μετά, η πρώτη ταινία που έκανα με τον Καρκανεβάτο, αλλά και η υποτροφία για να πάω στην Αμερική. Το τελευταίο ήταν ένας χωρισμός που έγινε πριν 2 χρόνια που με καθόρισε πολύ, αλλά και η εγχείρηση που έκανα πριν 1,5 χρόνο. Ωστόσο αυτά που με διαμόρφωσαν ακόμη πιο εσωτερικά ήταν η γέννηση των παιδιών, αλλά και όλα τα ζώα που έχουν υπάρξει συντροφιά μου».

Γιώργο Καραμίχο, πώς θες να κλείσουμε αυτή την κουβέντα;

«Εύχομαι το Outro να γίνει Intro για όλους μας».


Πληροφορίες

Τοποθεσία: ΠΛΥΦΑ, Κορυτσάς 39, Αθήνα, Τ.Κ: 104 47
Ημερομηνίες: μέχρι και 30 Οκτωβρίου, από Τετάρτη έως και Κυριακή. 
Εισιτήρια: 19€ γενική είσοδος

Vasilis Thanopoulos

Από μικρός ήθελα να γίνω αστροναύτης. Εξάλλου, πάντα θυμάμαι να μου λένε ότι "πετάω στα αστέρια". Λόγω όμως σχετικής υψοφοβίας αποφάσισα να αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμό και να γίνω δημοσιογράφος (απ' το κακό στο χειρότερο), Μπήκα στο Πάντειο (Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων & Πολιτισμού) και λίγους καφέδες αργότερα πήρα το πτυχίο μου. Έκτοτε το επαγγελματικό μου μετερίζι με έχει οδηγήσει στην πόρτα ανθρωπιστικών οργανισμών (Διεθνή Αμνηστία, Έλιξ) αλλά και πολλών έντυπων και διαδικτυακών μέσων (Esquire, Nitro, Protagon, κλπ). Η σχέση μου με το Antivirus ξεκίνησε τυχαία τον Μάρτιο του 2013. Έκτοτε έγινε λατρεία... Είτε εδώ είτε στο περιοδικό, όλο και κάπου θα με πετύχετε. Αν τώρα θέλετε να κάνετε και κάποιο σχόλιο... θα με βρείτε στο [email protected]. Cu!




Δες και αυτό!