Η Συνήγορος του Παιδιού, Θεώνη Κουφονικολάκου, έδωσε πρόσφατα συνέντευξη στον Νίκο Γιαννόπουλο και το news247, όπου αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην αποδόμηση των έμφυλων στερεοτύπων στα σχολεία, ενώ εξέφρασε την “έντονη” της ανησυχία σχετικά με το ότι δεν υπάρχει μάθημα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.
Σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση τόνισε ότι τα ευρωπαϊκά δεδομένα υποδεικνύουν ότι 1 στα 5 παιδιά θα πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης.
Δήλωσε χαρακτηριστικά:
“Ξαναλέω ότι στην Ελλάδα παραμένει σκοτεινός ο αριθμός. Στις καταληκτικές της παρατηρήσεις τον Ιούνιο του 2022 η αρμόδια Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού επεσήμανε ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει συνεκτική στρατηγική για την αντιμετώπιση όλων των εκφάνσεων της βίας σε βάρος των παιδιών, συμπεριλαμβανομένης και της ενδοοικογενειακής βίας και της σωματικής τιμωρίας.”
Ακόμη, υπογράμμισε ότι ούτε τα παιδιά εφοδιάζουμε με τις αναγκαίες γνώσεις, “γιατί δεν έχουμε ένα μάθημα σεξουαλικής αγωγής από μικρή ηλικία. Δηλαδή δεν έχουμε ένα μάθημα ώστε να ενημερώνονται τα παιδιά για το τι είναι παραβίαση, πότε παραβιάζονται τα όρια του σώματος. Να σας πω εδώ ότι πάρα πολλά παιδιά ερμηνεύουν το ανάρμοστο άγγιγμα ως έκφραση οικειότητας.
Επίσης, τα παιδιά δεν πληροφορούνται με κατάλληλο τρόπο ούτε για τους διαθέσιμους μηχανισμούς αποκατάστασης με τρόπο απλό “αν μου συμβεί αυτό, θα πάω εκεί να ζητήσω βοήθεια”. Αντί για το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής, έχουμε -μετά το νόμο 4692/20- μια υποενότητα στα εργαστήρια δεξιοτήτων. Είναι όμως αποσπασματική και ανεπαρκής και με κανέναν τρόπο δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προδιαγραφές της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.”
Στη συνέχεια αναφέρθηκε ρητά στη σημασία της σεξουαλικής αγωγής:
“Η σεξουαλική αγωγή είναι πολύ σημαντική. Πρώτον, επειδή προσφέρει τις αναγκαίες γνώσεις στο παιδί και την εξοικείωση με το ποια είναι τα όρια του σώματος και πότε παραβιάζονται αυτά. Ποιο άγγιγμα είναι ανάρμοστο και ποιο δεν είναι. Δεύτερος λόγος για τον οποίο καθίσταται απαραίτητη είναι γιατί όπως προκύπτει και από τη δική μας εμπειρία, είναι σημαντική η αποδόμηση των έμφυλων στερεοτύπων στα σχολεία.
Δηλαδή, όσο μεγαλώνουμε είναι κρίσιμο η σεξουαλική αγωγή να εστιάζει στη συζήτηση και επαναδιαπραγμάτευση των κυρίαρχων αναπαραστάσεων, αλλά και στα ζητήματα συναίνεσης, σχέσεων και σεβασμού. Προκειμένου να προετοιμάσουμε τα παιδιά για μια υπεύθυνη ζωή, όπως προβλέπει και η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Πρέπει να σας πω, ότι τα στερεότυπα για την αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα είναι κυρίαρχα στα ελληνικά σχολεία, έχουν ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση στα παιδιά και τροφοδοτούν και το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας αργότερα. Έχουν όμως κι άλλες συνέπειες· Τα αγόρια ας πούμε φοβούνται να ζητήσουν βοήθεια γιατί νομίζουν πως «οι άντρες λύνουν μόνοι τους τα προβλήματά τους». Συγχρόνως τα παιδιά διαφορετικής έκφρασης φύλου ή διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, υποφέρουν από τον εκφοβισμό στην καθημερινότητά τους και υφίστανται αφόρητη πίεση.
Ο τρίτος λόγος είναι διότι κατά τη μετάβαση στην εφηβεία, τα παιδιά αντλούν όλες τους τις πληροφορίες από το διαδίκτυο και αυτές είναι επικίνδυνες πληροφορίες για την υγεία και την ασφάλειά τους. Παρότι δεν υπάρχουν συγκεντρωτικά δεδομένα, γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα έχει έναν υψηλό αριθμό αμβλώσεων στα ανήλικα κορίτσια και έχουμε την υποχρέωση να τα εφοδιάσουμε με γνώση και να τα προστατεύσουμε.
Οι γονείς καμιά φορά φοβούνται ότι η συζήτηση για αυτά τα ζητήματα θα εξοικειώσει πρώιμα τα παιδιά τους με τις σεξουαλικές σχέσεις αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η γνώση απομυθοποιεί και συγχρόνως προστατεύει τα παιδιά.
Για όλους τους λόγους που ανέφερα και για πολλούς ακόμα, τα παιδιά θα πρέπει να δουλεύουν σε ένα συνεκτικό μάθημα σεξουαλικής αγωγής από μικρή ηλικία μέχρι τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Και βέβαια το μάθημα θα πρέπει να είναι πάντοτε προσαρμοσμένο στο εκάστοτε αναπτυξιακό στάδιο των παιδιών.
Η σεξουαλική αγωγή στα σχολείο καθίσταται απαραίτητη γιατί όπως προκύπτει και από τη δική μας εμπειρία είναι σημαντική η αποδόμηση των έμφυλων στερεοτύπων στα σχολεία.”
Σχετικά με την κατάλληλη ηλικία για την ένταξη της σεξουαλικής αγωγής δήλωσε:
“Στην Ολλανδία το αντίστοιχο μάθημα διδάσκεται από την ηλικία των τεσσάρων, στο Βέλγιο από την ηλικία των έξι. Οπωσδήποτε από την προσχολική θα πρέπει να ξεκινήσει η ενημέρωση για τα όρια.
Το ζήτημα του αγγίγματος είναι ζωτικής σημασίας για το λόγο που σας ανέφερα πριν, επειδή πολύ συχνά τα παιδιά αργούν να αντιληφθούν την κακοποίηση ως τέτοια. Είναι με λίγα λόγια σημαντικό να καταλάβουν αμέσως ότι αυτό που τους συμβαίνει είναι κακό και ότι πρέπει να ζητήσουν βοήθεια.”
Δυστυχώς, για την Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι το ίδιο καλά. Η ίδια ανέφερε τα εξής:
“Βρισκόμαστε πάρα πολύ πίσω. Ξαναλέω ότι στην Ελλάδα υπάρχει μόνο μία υποενότητα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα εργαστήρια δεξιοτήτων. Όμως αυτό δεν είναι ένα συνεκτικό μάθημα σεξουαλικής αγωγής από τάξη σε τάξη. Επιπλέον από την εμπειρία μας πολλοί εκπαιδευτικοί, φοβούμενοι τις αντιδράσεις, παρακάμπτουν συγκεκριμένες ενότητες για να μην μπουν στη δύσκολη θέση να εξηγήσουν στα παιδιά τέτοια θέματα και για να μην συναντήσουν αντιδράσεις εκ μέρους των γονέων και αυτό μας δημιουργεί μεγάλο προβληματισμό.
Τονίζει κλέινοντας ότι η Ελλάδα “είναι δύσκολη χώρα για τα παιδιά. Κατ’ αρχάς η Ελλάδα έχει ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού στον πληθυσμό των ανηλίκων- είναι η τέταρτη χειρότερη στην Ε.Ε από αυτήν την άποψη-, ενώ έντονος προβληματισμός υπάρχει και ως προς την ποιότητα και συστηματικότητα των υπηρεσιών που παρέχουμε σε οικογένειες και παιδιά. Παρότι έχουν γίνει αρκετά θετικά βήματα, τα οποία αναγνωρίζουμε, φαίνεται πως έχουμε μακρύ δρόμο μπροστά μας μέχρι να προσεγγίσουμε ένα συγκροτημένο σύστημα παιδικής προστασίας με καλό συντονισμό και επαρκή αντανακλαστικά και μια κοινωνική κουλτούρα η οποία θα σέβεται το παιδί ως υποκείμενο δικαιωμάτων.
Προϋπόθεση για την οικοδόμηση ενός τέτοιου συστήματος είναι ο καλός συντονισμός μεταξύ όλων των υπουργείων, των φορέων κλπ. Γιατί τα δικαιώματα του παιδιού συνολικά, να σας πω κλείνοντας, δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ενός ή του άλλου υπουργείου. Η υλοποίησή τους απαιτεί μια συναντίληψη και μια γενναία επένδυση -με στρατηγικές, πόρους, δείκτες παρακολούθησης και διαβούλευση με τα ίδια τα παιδιά- η οποία πρέπει να γίνει σε εθνικό επίπεδο και να τους συμπεριλάβει όλους.”
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξή της εδώ.