«Αν ποτέ γίνει επανάσταση που να περιλαμβάνει κι εμάς, να με ειδοποιήσεις, θα είμαι εκεί στην πρώτη γραμμή!»
Γράφει η Δήμητρα Κυρίλλου
Με αυτά τα λόγια η τρανς γυναίκα Λόκα συνοψίζει στη μέση περίπου της ταινίας «Τρυφερέ μου Ταυρομάχε», όχι μόνο το τι αποκόμισε η ίδια από την ιδιότυπη γνωριμία της με τον κομμουνιστή Κάρλος, αλλά και ολόκληρη τη σχέση της Aριστεράς με το ΛΟΑΤΚI+ κίνημα. Αυτό και πολλά ακόμη ζητήματα που ζωντανεύουν στη μεγάλη οθόνη με τη δουλειά του Χιλιανού κινηματογραφιστή Ροντρίγκο Σεπούλβεδα, προέρχονται από την ομώνυμη νουβέλα του Πέδρο Λεμεμπέλ (1952-2015) και αποτείουν φόρο τιμής στη μεγαλύτερη queer προσωπικότητα της Χιλής και πιθανά ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Η ταινία εκτυλίσσεται στη Χιλή του 1986, μια περίοδο φουντώματος των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων κατά της δικτατορίας του Πινοσέτ και σκληρής καταστολής από τη μεριά του καθεστώτος, που βρίσκεται ήδη 13 χρόνια στην εξουσία μετά το αιματοβαμμένο πραξικόπημα του 1973 και πασχίζει να κρατηθεί σ’ αυτήν.
Η εισβολή της αστυνομίας σε ένα drag-show bar και η επακόλουθη αιματηρή καταδίωξη στα στενά δρομάκια του Σαντιάγο θα ενώσει τα βήματα της Λόκα, μιας μεσήλικης τρανς γυναίκας και του Μεξικανού φοιτητή Κάρλος. Εκτός από το ένστικτο επιβίωσης, τίποτα κοινό δε μοιάζει να υπάρχει ανάμεσα στον εμφανώς ετεροκανονικό και ολίγον μάτσο στην εμφάνιση πλην όμως διανοούμενο φοιτητή, που συμμετέχει σε μια παράνομη οργάνωση[1] και τη μοναχική Λόκα, το ακριβές όνομα της οποίας δε θα μάθουμε ποτέ[2], που μένει σ’ ενα ετοιμόρροπο σπίτι σε μια λαϊκή γειτονιά της πόλης και οριακά επιβιώνει με δυο βασικά δραστηριότητες: Άλλοτε εκδίδεται σε αίθουσες πορνό σινεμα, άλλοτε κεντά περίτεχνα σχέδια σταυροβελονιάς στα ασπρόρουχα και τραπεζομάντηλα των γυναικών των στρατιωτικών, δηλαδή του βαθέως κράτους επί Πινοσέτ.
Η Λόκα είναι ένας άνθρωπος «έξω καρδιά», με συνείδηση της κοινωνικής της θέσης, αλλά και μια περηφάνεια που κατέκτησε μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες για ένα τρανς άτομο στη Χιλή του 1970-80. Βασικά απολίτικη -πιστεύει ότι όλα τα καθεστώτα είναι εκ των πραγμάτων εχθρικά προς τους διαφορετικούς- λατρεύει τις μουσικές περφόρμανς και διασκεδάζει όταν μπορεί με τις φίλες της στα drag-shows της πόλης.
Η ζωή της θα βρεθεί σε μια καμπή, όταν ο Κάρλος την επισκέπτεται και της ζητά να φυλάξει κάποιες κούτες με απαγορευμένα από τη χούντα βιβλία. Η Λόκα δέχεται, αν και διαπιστώνει αμέσως ότι κάτω από τα βιβλία κρύβονται όπλα και πυρομαχικά για τις επιχειρήσεις του μετώπου. Δέχεται, αν και γνωρίζει από την αρχή ότι δεν μπορεί να παίξει ρομάντζο με τον γοητευτικό επαναστάτη. Ο τελευταίος έχει φροντίσει να της συστήσει την -συντρόφισα- φίλη του, επιδιώκει ωστόσο να περνάει χρόνο με τη Λόκα στο ερειπωμένο σπίτι της, που σταδιακά μετατρέπεται σε γιάφκα του Μετώπου. Η ίδια απολαμβάνει την πλατωνική επικοινωνία με το αντικείμενο του πόθου της και δεν πτοείται ούτε από την απαξιωτική συμπεριφορά των μελών της οργάνωσης, που είναι φανερό πόσο την υποτιμούν.
Αντίθετα, η Λόκα επηρεάζεται από αυτά που βιώνει κι αρχίζει να βλέπει με άλλο μάτι τις κοινωνικές αντιπαλότητες που φουντώνουν στη χώρα, την καθημερινή καταστολή, τις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες για τους εξαφανισμένους από το καθεστώς πολίτες και αρχίζει να συμμετέχει ενεργά. Σύντομα, θα οδηγηθεί στην προσωπική της επανάσταση, όταν θα αρνηθεί να κεντήσει το στρατιωτικό εθνόσημο στο εορταστικό τραπεζομάντηλο που της παρήγγειλε η γυναίκα ενός συνταγματάρχη, ελάχιστη συνεισφορά της στον αγώνα για μια δημοκρατική κοινωνία. Κι όταν γι’ αυτό το σημαντικό της βήμα, ο Κάρλος την κατσαδιάζει φοβούμενος ότι θα προκαλέσει υποψίες, η Λόκα ξεσπάει στηλιτεύοντας την αποτυχία της σταλινικής αριστεράς να συμπεριλάβει στους αγώνες της τους καταπιεσμένους, ακόμα κι όταν οι ίδιοι είναι πρόθυμοι να βγουν στους δρόμους, μια διαμαρτυρία δυστυχώς δίκαια.
Η ταινία συνδυάζει τα «μικρά» και τα «μεγάλα», τον έρωτα, το τραγούδι και την καθημερινή απόλαυση με την αξιοπρέπεια και την απελευθέρωση, κι όλα αυτά δένονται αρμονικά χάρη σε τρια στοιχεία: Το πρώτο είναι η εξαιρετική φωτογραφία του Σέρχιο Άρμστρονγκ, που μεταμορφώνει ανθρώπους και τοπία από τη μέρα στη νύχτα. Είναι άλλη η Λόκα στη σκια της λάμπας ασετυλίνης κι είναι μια άλλη φιγούρα στο αμίληκτο φως της μέρας που εκθέτει το χλωμό της πρόσωπο, τις ρυτίδες, τα αραιά μαλλιά. Το δεύτερο είναι η καθηλωτική ερμηνεία του μοναδικού Αλφρέδο Κάστρο, που δίνει ψυχή και πνεύμα στη Λόκα. Δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο από τον ηθοποιό που έχει ενσαρκώσει τους πιο αντιφατικούς, σκοτεινούς και αντιδημοφιλείς ρόλους στο λατινοαμερικανικο σινεμά (Η λέσχη, Τόνι Μανέρο, Ποστ Μόρτεμ, Από μακρυά, κ.α.). Πόσω μάλλον που ο ίδιος ο Λεμεμπέλ είχε εκφράσει την επιθυμία να υποδυθεί ο ηθοποιός αυτός τη Λόκα.
Ωστόσο, η Λόκα-Κάστρο δεν είναι ο Λεμεμπέλ, (η σκέψη του οποίου είναι το τρίτο στοιχείο-ατού της ταινίας), ο πρωτοπόρος του queer πολιτικού ακτιβισμού[3], αλλά μια πιο οικουμενική φιγούρα, που θα λέγαμε σηκώνει στις πλάτες της τα βάρη της εποχής της, μερικά από τα οποία εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα.
INFO
Προβάλλεται στη διαδικτυακή πλατφόρμα Cinobo.
[1] Πρόκειται για την οργάνωση «Πατριωτικό Μέτωπο Μανουέλ Ροντρίγκεζ» (Frente Patriotico Manuel Rodriguez), στρατιωτικό σκέλος του Κ.Κ. Χιλής, και τα δυο στην παρανομία.
[2] Στα Ισπανικά αναφέρεται σαν «Loca de frente», δηλαδή η Λόκα του Μετώπου (Μανουέλ Ροντρίγκεζ)
[3] Στη ζωή του Πέδρο Λεμεμπέλ αναφέρεται το ντοκιμαντέρ «Lemembel» (2019) της Joanna Reposi Garibaldi