Με τις κατηγορίες για πρόκληση τηλεοπτικού εθισμού κατ΄εξακολούθηση να τον βαραίνουν, ανακρίνουμε τον Αλέξανδρο Ρήγα σε μια προσπάθεια να αποσπάσουμε πληροφορίες που ίσως οδηγήσουν στην- μάλλον αδύνατη- αθώωση του. Η ετυμηγορία δική σας…
Ας ξεκινήσουμε με τη συμμετοχή σας στην παράσταση η Κυρία της νύχτας, στο θέατρο Κιβωτός. Πώς προέκυψε αυτή;
Ναι, είναι ένα από τα τέσσερα πρότζεκτ που τρέχω τώρα τον χειμώνα. Αυτό είναι το τελευταίο και το κομμάτι που γαργαλάει λίγο το ταπεινό αίσθημα της ματαιοδοξίας μου. Γιατί εκεί υπάρχω απλώς ως ηθοποιός πάνω στη σκηνή. Είναι μια πολύ ιδιαίτερη παράσταση από μια πολύ ιδιαίτερη σκηνοθέτιδα (σ.σ. Φρόσω Λύτρα) με μεγάλη φινέτσα και ένα στυλ που λείπει πια από πολλές παραστάσεις. Προσπάθησε να μεταφέρει ένα φιλμ νουάρ στο θέατρο. Ένα έργο του Γιάννη Μαρή. Είχα δει την παράσταση το καλοκαίρι εντυπωσιάστηκα. Πήγα ως θεατής και εντυπωσιάστηκα. Τυχαία οι δρόμοι μας συναντήθηκαν με τη Φρόσω και μεταξύ βότκας και ουίσκι με ρώτησε αν θέλω να συμμετάσχω. Το δέχτηκα με πολλή χαρά γιατί τα τελευταία χρόνια η δουλειά μου έχει να κάνει σχεδόν αποκλειστικά με τη συγγραφή και τη σκηνοθεσία, πράγματα που αγαπάω. Συν την παραγωγή που είναι ο τελευταίος μου έρωτας. Το ότι παίζω όμως σε μια τέτοια παράσταση, με χαροποιεί ιδιαίτερα. Προέκυψε ξαφνικά.
Σ΄αυτή την περίπτωση πρέπει να ακολουθείτε τις οδηγίες ενός άλλου σκηνοθέτη. Είναι εύκολο αυτό;
Είναι λυτρωτικό. Από πολύ μικρός είχα την ευθύνη του να στήνω, να κάνω το κάστινγκ, να γράφω, να μοντάρω, να σκηνοθετώ κλπ. Πήρα γρήγορα πάρα πολλές ευθύνες. Αυτές οι ευθύνες με τα χρόνια αυξάνονταν γιατί έκανα παράλληλα πράγματα. Το να ξαναγίνω μαθητής, να γίνω δηλαδή ένα άτομο που ακούει τις οδηγίες και ακολουθεί το όραμα ενός σκηνοθέτη, που θα το ξαναπώ θαυμάζω, συμφωνώ και μου αρέσει πολύ η δουλειά του, για εμένα είναι λυτρωτικό και γουστάρω ακόμα και την πονηριά και τη σκανταλιά του μαθητή που θα κάνει την κοπάνα του (γέλια) από τη δασκάλα.
Και ποιον ρόλο καλείστε να υποδυθείτε;
Τον ρόλο του Ιωακείμογλου. Έναν κλασικό Έλληνα της δεκαετίας του 50, ο οποίος δυστυχώς έκανε παιδιά και τα παιδιά ήρθαν στη δεκαετία του 60, του 70 και πάει λέγοντας. Είναι ένα λαμόγιο της εποχής, ένας άνθρωπος που προσπαθούσε πολύ με παράνομους τρόπους να αποκτήσει εξουσία και χρήμα, καταπατώντας κάθε έννοια της ηθικής και καταφέρνοντας να αναρριχηθεί ως ερπετό 3ης κατηγορίας στην αστική τάξη της εποχής. Δυστυχώς το είδος του – αν κι όχι αναλλοίωτο αλλά με διαφοροποιήσεις- παραμένει μέχρι και σήμερα, δημιουργώντας έναν τύπο Έλληνα που προσπαθεί χωρίς να κουραστεί πολύ, χωρίς ποτέ να φταίει ο ίδιος, να αποκτήσει κέρδος με εύκολο τρόπο καταπατώντας κάθε έννοια δικαίου και ηθική. Τιμωρείται στο έργο από την ηρωίδα. Τουλάχιστον γι΄αυτόν και το κοινό υπάρχει κάθαρση. Δυστυχώς αυτή η κάθαρση δεν υπάρχει ακόμη για το κοινό των υπόλοιπων δεκαετιών.
Και μιας μιλάμε για ρόλους, αρκετοί απ’ αυτούς που δημιουργήσατε εσείς έχουν γράψει ιστορία στην τηλεόραση. Μάλιστα 4 ψηφίστηκαν κι από τους αναγνώστες μας, ως οι πιο αγαπημένοι.
Πλάκα κάνεις (γέλια). Πολύ χαίρομαι. Ξέρεις, όταν αποφασίζω έναν ήρωα- με έναν μαγικό τρόπο- εγώ εξαφανίζομαι. Εξαφανίζονται το όρια μου, η συντηρητικότητά μου, τα άπειρα συμπλέγματα μου. Καλύπτομαι πίσω απ΄αυτό που ενδεχομένως ζηλεύω, αυτό που ενδεχομένως αγαπώ, αυτό που θα ήθελα να είμαι. Αυτό δεν προσωποποιείται. Δεν έχει να κάνει με φύλο, έχει να κάνει με πνεύμα, με χιούμορ, με ελευθερία, με αναρχία. Οι χαρακτήρες της Ντένης, της Σάσας ή της Χριστίνας, από διαφορετικούς δρόμους ο καθένας. έχουν κάποια απ΄αυτά τα στοιχεία. Στοιχεία που εγώ δεν μπόρεσα να περπατήσω στη ζωή μου. Ίσως γιατί είμαι πολύ κλειστός άνθρωπος. Παρόλο που κάνω μια δουλεία αρκετά προβεβλημένη, έχω κλινική αγοραφοβία. Κανονικά με χαρτί από μικρός. Δε θέλω να φαίνομαι, μαζεύομαι. Κι όλα αυτά επειδή τα σιχαίνομαι στον εαυτό μου, νομίζω ότι είναι αυτά που, όταν κάνω το κλικ, λέω ότι τώρα δεν είμαι εγώ, είμαι η Ντένη, η Σάσα. Πάντα αγαπούσα πολύ τις γυναίκες σ΄όλες τις μορφές τους. Οι περισσότεροι μου χαρακτήρες είναι γυναικείοι. Και οι πιο καλοφτιαγμένοι, αβανταδόρικοι. Οι αντρικοί ήταν πιο τετράγωνοι, λιγότερο εύστροφοι.
Ένας ανδρικός ρόλος όμως ήταν κι αυτός του Τόλη στους “Δύο Ξένους”. Ενός gay άνδρα που δεν φτιάχτηκε ως καρικατούρα, όπως μας έχει συνηθίσει η τηλεόραση.
Χαίρομαι που το λες. Ξέρεις ήταν άποψη. Είμαι 52 ετών. Έχω βγει στη ζωή από τα 15 μου. Υπάρχω στην τηλεόραση από τα 24. Όταν φτιάξαμε τους “Δύο Ξένους”, θεωρούσα – βλέποντας και τις ελληνικές ταινίες και κάποια πράγματα στο θέατρο – ότι οι άνθρωποι, οι περισσότεροι τουλάχιστον, που έφτιαχναν τέτοιους ρόλους είχαν έναν απόλυτο ρατσισμό απέναντι στους gay άνδρες. Με τις γυναίκες δεν είχαν ακόμη ασχοληθεί. Έναν ρατσισμό και μια διάθεση εξευτελισμού. Σαν να ήθελαν να κλείσουν το μάτι σε μια κοινωνία ολόκληρη και να πουν “κοιτάξτε τους παρουσιάζουμε, αλλά είναι ακίνδυνοι γιατί είναι γραφικοί”. Με ενοχλούσε βαθύτατα, με ενοχλεί ακόμη και όσο περνάνε τα χρόνια με ενοχλεί περισσότερο. Όχι γιατί υπάρχει -δυστυχώς στις μέρες μας- όλη αυτή η ταυτοποίηση του gay με το ξέφρενο και το ακραίο, αλλά γιατί βολεύει πάρα πολύ βαθιά μεσαιωνικά συστήματα, όπως είναι τα πολιτικά, όπως είναι το σύστημα της εκκλησίας. Βολεύει πάρα πολύ να κάνουν την κριτική τους εκ του ασφαλούς. Αν και ελπίζω ότι η δική μου γενιά και μετά βλέπει τη γραφικότητά τους.
Αυτό ίσως να συμβαίνει γιατί δεν έχουμε μάθει να μιλάμε ανοιχτά για θέματα σεξουαλικότητας. Η δική σας άποψη για τη σεξουαλικότητα ποια είναι;
Πίστευα πάντα ότι η σεξουαλικότητα, όσο αιρετικό κι ακουστεί αυτό, είναι ένα φυσικό, βιολογικό στοιχείο. Ως τέτοιο θα πρέπει να τη νιώθει ο άνθρωπος που τη φέρει, κι αυτό να το μεταφέρει ως εικόνα και στη ζωή του. Στους φίλους του, στους εραστές του, στους συνεργάτες του, στο κοινωνικό του περιβάλλον, γενικότερα. Δεν πίστευα ποτέ ότι η σεξουαλικότητα είναι επιλογή. Πολλές φορές που μιλάω με κάποιους ανθρώπους και είναι απ΄αυτούς που θέλουν ένα όπλο στο κεφάλι για να ανατιναχθεί τελείως, μιλάνε για επιλογή. Δεν είναι. Όπως ένα αγοράκι 13 ετών φτιάχνεται και καυλώνει (με συγχωρείς για την έκφραση) με ένα 13χρονο κοριτσάκι, έτσι αντίστοιχα και ένα άλλο αγοράκι καυλώνει με ένα άλλο αγοράκι. Τέλος. Όπως μ’ ενοχλούσε πολύ και το “χαίρω πολύ”. Όλο αυτό που γινόταν ειδικά στα μέσα της δεκαετίας του 80, τότε που κάποια πράγματα άρχισαν να ακούγονται και να γίνονται πιο μέινστριμ. Γινόταν είδηση όταν κάποιος δήλωνε ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Γιατί να το δηλώσει κάποιος; Με αυτή τη λογική ο καθένας θα έπρεπε να πει “γεια σας, είμαι straight” ή “είμαι ο Μπάμπης και είμαι γαλανομάτης ή είμαι αριστερόχειρας”. Αυτή η λογική της δήλωσης που κάνει λίγο δήλωση μετανοίας και με ενοχλεί βαθιά.
Δεν πιστεύετε όμως ότι έχει έρθει η στιγμή να περάσουμε από το “έχω πολλούς gay φίλους”, στο “ναι είμαι gay”;
Αυτή η ατάκα (σ.σ με τους gay φίλους) είναι άκρως ρατσιστική. Πιθανότατα να έχεις δίκιο. Το καταλαβαίνω, αυτό που λες. Ζούμε όμως σε μια κοινωνία, που όποιος το κάνει πρέπει να είναι έτοιμος πια να είναι πολύ εύκολο “θύμα” χαρακτηρισμού, απ΄ αυτό και μόνο. Απ΄αυτό που κάποιοι το λένε ιδιαιτερότητα, ενώ εγώ το λέω “φυσική κατάσταση”. Και είναι κάτι που γίνεται.
Έχει να κάνει δηλαδή με την ομοφοβία της ελληνικής κοινωνίας…
Ναι. Ξέρεις, όταν ακούω ότι οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές, δεν είναι ομοφοβικοί, μου έρχεται να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα. Δυστυχώς είμαστε και ομοφοβικοί και ρατσιστές και δυστυχώς όχι μόνο οι Έλληνες. Γιατί το κοινό είναι εκπαιδευμένο να είναι έτσι. Είναι εκπαιδευμένο από κάτι ρασοφόρους αρχιτσέλιγκες σαν τον Αμβρόσιο, που δεν έχει καν την τσίπα να νιώθει ότι τον ακούν παιδιά και τους διδάσκει το μίσος. Την αγάπη θα έπρεπε. Τότε που ήταν το θέμα με το σύμφωνο, είχα περιοδεία με την Μπέσυ Μάλφα και τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση. Ήμασταν στο Αίγιο, Ακράτα κάπου εκεί. Τα Καλάβρυτα ήταν δίπλα. Παίζαμε την παράσταση και ακουγόντουσαν οι καμπάνες. Βαρούσαν πένθιμα για το σύμφωνο. Τις ακούγαμε. Θυμάμαι κοιταχτήκαμε με την Μπέσυ με φόβο. Τρομάξαμε. Εν έτει 2017, δίπλα μας κάποιος βαρούσε τις καμπάνες γιατί εκείνη τη στιγμή ψηφιζόταν κάτι που είχε να κάνει με μια φυσική εξέλιξη. Και κακώς περιμέναμε και τόσο. Ίσως και το μοναδικό πράγμα που έκανε ο Αλέξης, μετά από τόσο καιρό. Τι να σου πω; Υπήρχε ένας τραγόπαπας, ο οποίος βαρούσε τις καμπάνες πένθιμα, ζητώντας από τους πιστούς να φτύνουν τους ομοφυλόφιλους. Σου λέω τρόμαξα.
Γυρνώντας στον – gay- χαρακτήρα του Τόλη, τι σημαίνει η επιλογή σας να τον κάνετε να ερωτευτεί με μια γυναίκα (σ.σ. ρόλο που υποδύθηκε η Δέσποινα Βανδή);
Η απάντηση που θα σου δώσω είναι συνέχεια αυτού που σου είπα πριν. Γιατί για εμένα- αυτό που θα σου πω δεν είναι προτροπή ή διδαχή, απλά η άποψή μου – από τη στιγμή που άρχισε να συγκροτείται η κοινωνία και να υπάρχει αρχηγός και αγέλη σταμάτησε και η πραγματική ελευθερία του ανθρώπου. Από εκείνη τη στιγμή λοιπόν που σταμάτησε και η πραγματική ελευθερία του ανθρώπου, άρχισαν και οι ορμές του να μπαίνουν σε κουτάκια. Για εμένα η πραγματική ελευθερία του ανθρώπου είναι ο πανσεξουαλισμός. Όχι με την έννοια του άναρχου. Ο πανσεξουαλισμός εμπεριέχει και την αγάπη, εμπεριέχει όλες τις μορφές ηδονής που μπορεί να προσφέρει ένα σώμα σ ένα άλλο. Το ξαναλέω για να μην παρεξηγηθώ, δεν είναι προτροπή, δεν είναι διδαχή, δεν είναι κήρυγμα. Απλώς είναι η αίσθησή μου, ότι ο άνθρωπος γεννιέται με ορμές που τον φέρνουν στο να ζήσει, να φάει, να πιει, να μεγαλώσει το σώμα του, να επιβιώσει και να αναπαράγει το είδος του, μέσα από την ηδονή που προσφέρει η σεξουαλική πράξη. Αυτή τη σεξουαλική πράξη είναι ευλογημένη είτε πρόκειται για μια πράξη ανάμεσα σ΄έναν άνδρα και μια γυναίκα είτε ανάμεσα σ έναν άνδρα ή ανάμεσα σε μια γυναίκα και μια γυναίκα. Για εμένα ο άνθρωπος έρχεται πολύ κοντά στη φύση του όταν είναι ελεύθερος να δοκιμάζει. Να κάνει αυτό που πραγματικά θέλει το σώμα του, όταν πρόκειται φυσικά για μια πράξη ενηλίκων και με απόλυτη συναίνεση μεταξύ τους. Δεν το έχουμε καταφέρει. Άρα ο Τόλης ήταν φτιαγμένος σ΄εκείνη τη λογική.
Έχετε σκεφτεί να δημιουργήσετε ένα έργο που η βασική ιστορία αγάπης να εξελίσσεται μεταξύ δύο ατόμων του ίδιου φύλου;
Ναι. Βασικά είχα “γράψει” μια τέτοια ταινία, την οποία δεν έδωσα ποτέ. Δεν ήταν κωμωδία. Ήταν ένα δράμα εποχής. Ένα μελόδραμα από μια πραγματική ιστορία που μου είχε διηγηθεί ένας άνθρωπος σε κάποιες παλιές διακοπές κάτω στη Μονεμβασιά. Εκεί που πίναμε, μου διηγήθηκε μια ιστορία που με μάγεψε. Μου είπε ότι μιλούσε για έναν φίλο του, αλλά δεν σιγουρεύτηκα ποτέ αν αυτό ήταν αλήθεια (γέλια). Ήταν μια τραγική ιστορία, μ΄όλη την έννοια της τραγικότητας. Ήταν μια ιστορία που είχε να κάνει ουσιαστικά με ένα τρίο, ανάμεσα σ΄έναν αξιωματικό, έναν στρατιώτη και την αδερφή του. Το έγραψα αλλά με είχε παρασύρει τότε η δύνη της τηλεόρασης που ήθελε πιο μέινστριμ πράγματα και μετά και το θέατρο που κι αυτό ήθελε πιο μέινστριμ, οπότε δεν προετοίμασα ούτε τον εαυτό μου, ούτε το κοινό να κάνω κάτι άλλο. Και ενδεχομένως αν το έκανα τότε θα αδικούσα και τον εαυτό μου και την ιστορία που ήθελα να πω. Η ιστορία όμως υπάρχει καταγεγραμμένη. Το έκανα για τηλεταινία, αλλά μπορεί να γίνει και ταινία κανονική. Και τώρα που μεγαλώνω και ελευθερώνομαι επαγγελματικά ίσως καταφέρω και πω κι άλλα πράγματα και χωρίς την ταμπέλα του ανθρώπου που γράφει μόνο κωμωδία. Θέλει όμως το χρόνο του και προετοιμασία. Θα ήθελα να το κάνω.
Φαντάζομαι ότι ακόμη είναι λίγο “ριψοκίνδυνο” αν σκεφτεί κανείς ότι ακόμα βάζουμε μπιπ κάθε φορά που ακούγεται για παράδειγμα η λέξη λεσβία. Όπως έγινε πρόσφατα και με την επανάληψη του “Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή;”.
Ναι, αυτό ήταν εξωφρενικό. Και για τους ανθρώπους του καναλιού. Δεν ξέρω ποιος το έκανε. Τουλάχιστον αυτούς που γνώρισα εγώ, ήταν αρκετά καλλιεργημένοι και ιδιαίτεροι με απόλυτο σεβασμό σ΄ότι κάναμε. Με ξάφνιασε και με στεναχώρησε. Δεν το είδα, αλλά μου το είπαν. Με έβαλε να σκεφτώ ότι αρχίζουμε μια καινούρια εποχή λογοκρισίας και νεοσυντηρητισμού και με τρόμαξε.
Πέρα από την “Κυρία της Νύχτας”, τι άλλο κάνετε;
Ένα είναι αυτό. Το άλλο είναι το “Μπαμπά μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή” που ήταν η πρώτη μας μαζική επιτυχία με τον Δημήτρη, εμπορική. Μια μαύρη φάρσα που πραγματεύεται την απληστία του νεοέλληνα. Ανέβηκε το 2004 και παίχτηκε για 5 συνεχείς σαιζόν και τώρα αποφασίσαμε να το ξανακάνουμε, ίσως γιατί θέλαμε τη σιγουριά ενός πράγματος που αγαπάμε εμείς πολύ και που έχει αγαπήσει και το κοινό. Το τρίτο είναι η παραγωγή ενός νέο έργου του Γιώργου Ηλιόπουλου που λέγεται “Πως να καταστρέψετε τη ζωή σας” και που σκηνοθετεί η Βασιλική Ανδρίτσου, ένας άνθρωπος με την οποία είμαστε οικογένεια πια. Το τέταρτο είναι το Σίρλεϊ Βαλεντάιν με την Καστάνη. Εκεί έκανα τη μετάφραση σε σκηνοθεσία Πέμη Ζούνη. Και το πέμπτο και πιο αγαπημένο το “Ωραίο μου Κυρία”. Πολλοί έχουν πατήσει εκεί. Και εγώ όταν με τον Δημήτρη φτιάξαμε τους “Δύο Ξένους”. Την αγάπησα πολύ αυτή την παράσταση.
H συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τεύχος 72 του Antivirus Magazine