Πρόσφατα συνειδητοποίησα ότι η κουλτούρα του βιασμού, αυτή καθαυτή, δεν υπάρχει. Είναι η πατριαρχική κουλτούρα αυτή για την οποία μιλάμε – και ο βιασμός δεν είναι παρά ένα σύμπτωμά της. Ένα έγκλημα, όπως ο βιασμός, δεν είναι καν το κυρίως πρόβλημα – παραβλέπεται ως ένα απλό σύμπτωμα. Μένει να αναρωτηθεί κανείς πόσο παθογενής μπορεί να είναι μια κοινωνία στην οποία ο βιασμός δεν είναι καν το πρόβλημα, αλλά μόνο παρακλάδι ενός μεγαλύτερου προβλήματος.
Η ιδεολογία που στηρίζει την κοινωνία όπως την ξέρουμε σήμερα, βασίζεται και επαναπαύεται στα πρέπει που οι πολίτες καλούνται να ακολουθήσουν. Τα παιδιά πρέπει να ακούν τους γονείς, οι μαθητές πρέπει να υπακούν τους δασκάλους, οι εργαζόμενοι πρέπει να εξαντλούνται σωματικά και ψυχικά για μισθούς κατώτερους του κόπου τους. Φαίνεται πως το προσκύνημα των “πρέπει” είναι τόσο ισχυρό που δύσκολα αμφισβητείται η σημαντικότητά του – και η συναίνεση στη συμμετοχή μας σε όλα αυτά σπάνια αποτελεί θέμα συζήτησης.
Αμέτρητες φορές έχω δει γονείς στο δρόμο να τραβολογούν τα παιδιά τους, να τους φωνάζουν “σκάσε!” και να τους δίνουν σφαλιάρες σε χέρια ή πρόσωπο, για να συμμορφωθούν σε κάτι, που ακόμα κι εγώ, η ενήλικη, δεν καταλάβαινα. Άνθρωποι εκπαιδεύτηκαν, από παιδιά ακόμη, πως όταν κάνουν αταξία θα τρώνε ξύλο. Πως δεν είναι αρκετά ικανοί να θέσουν τα όριά τους, και έτσι βασίζονται σε άλλους να τους οριοθετούν μια ζωή, μέσα από τα “σκάσε”, το ξύλο, το τραβολόγημα. Πως το να αγκαλιάσουν τον παππού και τη γιαγιά είναι υποχρέωσή τους, ακόμα κι αν δεν θέλουν, ακόμα κι αν κλαίνε κάνοντας το. Άνθρωποι που στο σπίτι τους δεν αναθράφηκαν ως άνθρωποι αλλά ως “τα παιδιά” – πάντα κατώτεροι, πάντα με την ταμπέλα εκείνου που δεν ξέρει γιατί είναι μικρός, κακομαθημένος, άτακτος.
Ένα παιδί που έχει αναθραφεί σε ασταθές συναισθηματικά περιβάλλον, με γονείς που άγονται και φέρονται ανάμεσα σε αγάπες και υποσχέσεις και σε τιμωρίες και εκδικητικές συμπεριφορές, θα ζει μια ζωή προσπαθώντας να ανιχνεύσει τι πραγματικά σημαίνει αγάπη και τι όχι. Το δίλημμα θα είναι μεγάλο, γιατί είτε θα πρέπει να πιστέψει πως αγάπη σημαίνει τιμωρίες και ξύλο, ανοίγοντας την πόρτα σε ένα νέο κύκλο ενδο-οικογενειακής βίας, είτε θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπο με την αλήθεια, πως το ξύλο δεν είναι δείγμα αγάπης αλλά δείγμα παθογενούς αδυναμίας και νευρωτικής συμπεριφοράς – και άρα να μάθει πως οι γονείς του δεν το αγάπησαν ποτέ. Όχι, τουλάχιστον, με τρόπο χρήσιμο.
Το σχολείο έρχεται για να βάλει το δικό του λιθαράκι στο μεγαλύτερο μάθημα της πατριαρχικής κουλτούρας, που ο καπιταλισμός ο ίδιος έχει ποτίσει και θρέψει: “Η συναίνεσή σου δεν είναι σημαντική.” Έτσι το σχολείο, με μορφή στρατοπέδου, έχει κανονισμούς, τιμωρίες, διαταγές, που σπάνια αιτιολογούνται στους παθόντες και σχεδόν ποτέ δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα που οραματίζεται ο δάσκαλος. Το παιδί μαθαίνει να φοβάται κάθε μορφή εξουσίας, να σέβεται ψυχαναγκαστικά όποιον του προκαλεί φόβο, θεωρώντας τον ανώτερο, εξυπνότερο, δυνατότερο. Η τιμωρία έχει πια μπει στη συνείδηση του ως μία φυσική διαδικασία, ως ένα αποτέλεσμα δικών του λαθών, και η πεποίθηση πως το ίδιο είναι “κακό” και “άτακτο” αν δε συμμορφωθεί ενισχύεται καθ’όλη τη διάρκεια της σχολικής εκπαίδευσης.
Το “καλό παιδί” είναι το υπάκουο, το ευγενικό, που δε διαφωνεί, δεν προκαλεί προβλήματα, δεν θέλει κάτι διαφορετικό από αυτό που του δόθηκε. Και το “κακό παιδί” είναι αυτό που δεν κάνει όσα του λένε. Ποτιζόμαστε με το δηλητήριο της επιθυμίας να γίνουμε το καλό παιδί, και σύντομα πρέπει να γίνουμε ο καλός εργάτης, η καλή σύζυγος, το καλό μέλος της κοινωνίας. Όλα με το κεφάλι κάτω, όλα υπακούοντας. Από το πρώτο μάλωμα του πατέρα γιατί η κόρη φοράει κοντό φόρεμα, μέχρι την τελευταία υποτιμητική απόφαση να κρατήσει ο εργοδότης τον εργαζόμενο παράνομες επιπλέον ώρες στη δουλειά, μαθαίνουμε πως οι αποφάσεις για τη ζωή μας παίρνονται από άλλους.
Και κάτι τόσο αποδεκτό και κοινό όπως “το μάλωμα για το κοντό φόρεμα” μπορεί να σημαίνει τόσα πολλά: Ανταγωνίζεται ο πατέρας την πιθανότητα η κόρη να επιθυμήσει — συναινετικά — να είναι ελκυστική για ένα αρσενικό; Είναι η κτητική ζήλεια το πρόβλημα, η αντιμετώπιση της γυναίκας ως αντικείμενο; Ή, ακόμα χειρότερα, μήπως ο πατέρας ανησυχεί πως η κόρη μπορεί να παρενοχληθεί επειδή το φόρεμά της προκαλεί; Και ποιο είναι το μήνυμα σε αυτό; Πώς είναι στην ευχέρεια της κόρης να μην κακοποιηθεί, αλλάζοντας απλά το ένδυμά της σε κάτι πιο σεμνό;
…Αν αυτή ήτανη λύση, αν ήταν τόσο απλό, δεν θα υπήρχε έγκλημα. Όμως υπάρχει, και ο κύκλος συνεχίζεται. Και όσοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να γίνουν το “καλό παιδί”, μαθαίνουν να δίνουν στον εαυτό τους την ταμπέλα της παραβατικότητας και της προβληματικότητας. Άτομα νοθευμένα με θυμό και καταπίεση, θα αναζητήσουν οποιαδήποτε μορφή ξεσπάσματος θα τους κάνει να ανακτήσουν στα μάτια τους την αξιοπρέπεια που έχασαν όντας μονίμως το θύμα μη συναινετικών αποφάσεων για τις ζωές τους.
Έτσι αποκτά μορφή το μπούλιγνκ, η πιο πρώιμη μορφή κάθε βίαιης και εγκληματικής συμπεριφοράς. Η κουλτούρα της ιεράρχησης, του παιχνιδιού της εξουσίας, θεωρούνται αναγκαία στάδια που πρέπει να ακολουθήσει κανείς “για να φτάσει κάπου” στη ζωή του. Και είναι απορίας άξιο, όταν το κακό συμβεί, που η κοινωνία θα αναρωτηθεί “τι έφταιξε.”
Τι δεν έφταιξε;