Ήταν ένας άγγελος. Μια φιγούρα με λευκό δέρμα και ξανθά μαλλιά, αλλότρια ανάμεσα σε σκαμένα πρόσωπα από τον ήλιο σε σκούρες αποχρώσεις. Αυτή η αγγελική μορφή ήταν η συνέχεια της ψυχής της. Φορές πολλές μέσα στη κάψα του ήλιου, μάζευε καπνά με μακριά μανίκια στα χέρια. Το απαλό λευκό δέρμα ήταν πολύ δυνατό φόντο για τις σκούρες μελανιές που κουβαλούσε, παράσημο από σφιγμένα δάχτυλα που εκσφενδονίζονταν με δύναμη πάνω του κι άφηναν μυρωδιά αλκοόλ. Όλο το χωριό ήξερε. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη γυναίκα που είχε σπιτώσει. Βραδιές που γεννήθηκαν για να προσφέρουν ιδανικές στιγμές στον έρωτα, κοκκίνιζαν από ντροπή, όταν την ομορφιά τους έσκιζαν οι κραυγές του πόνου και της απελπισίας της.
Και μετά ήρθες εσύ. Μα τίποτα δεν άλλαξε στο έργο που παιζόταν χρόνια, λίγο παραδίπλα απ’ το σπίτι μας, σ’ ένα χωριό περίπου κάτω από τον Όλυμπο. Σα να ήθελε θεατές. Τη ζήλεψαν οι θεοί και την πήραν κοντά τους, πολύ νωρίς, αφήνοντας σε μόνο με ένα πατέρα που ούτε αυτός ο ρόλος του ταίριαζε. Σε πήρε-χωρίς καμία αντίρρηση-η κυρά Βάσω στο σπίτι μας κι έγινες ένας ακόμη αδερφός στην ήδη μεγάλη οικογένεια. ’Έγινες το αστέρι μας, το μωρό μας -όντας μωρά και εμείς. Όλα τα δικά της, πάνω σου. Ίσως λίγο πιο αγγελικά με το φορτίο που έφερες άθελα σου. Ένα μεσημέρι φθινοπώρου σε ψάχναμε στις αλάνες εκεί γύρω. Το φαγητό είχε στρωθεί στο τραπέζι με το πλαστικό λουλουδάτο τραπεζομάντηλο και είχε ήδη κρυώσει. Τρία σπίτια πιο πάνω, σε μια αποθήκη ξεχασμένη απ’ το χρόνο σε βρήκαμε δεμένο-ένας λιλιπούτειος χριστός- ολόλευκος με τα μικρά του χέρια πάνω απ’ το κεφάλι και τα λεπτά ποδαράκια λυγισμένα από το κρύο και την ταλαιπωρία. Ξεραμένα δάκρυα ανακατεμένα με αίμα γύρω απ’ τα μάτια σου. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το βλέμμα.
Ήταν τόσο παράταιρη η οργή σε παιδικά μάτια. Πήρες τη θέση της αγόρι μου. Ίσως επειδή η ύπαρξη σου του έδειχνε πόσο ανάξιος ήταν δίπλα σε εκείνο το πλάσμα. Φύγαμε στην Αθήνα. Δε σε άφησε φυσικά να έρθεις μαζί. Ήσουν ο ιδανικός σάκος να ξεσπά την αποτυχία του. Έτρεχες πίσω από το φορτηγό που ξεμάκραινε κλαίγοντας, λες κι ήξερες πως κανείς πια δεν μπορούσε να σε βρει σε καμιά αποθήκη. Και πάλι, όλοι ήξεραν. Μα δε μιλούσαν. Συνένοχοι σε μια κατάσταση-παραπέτασμα στα δικά τους αμαρτήματα. Θα ήσουν δεκάξι, όταν εκείνο το βλέμμα πιο οργισμένο-φουρτούνα σε θάλασσα-του έδειξε για πάντα πως εκείνα τα χέρια δεν θα σε ακουμπήσουν ξανά. Παρόλο το μεθύσι του κατάλαβε και δεν ξανα τόλμησε.
Μεγάλωσες. Μεγαλώσαμε. Χαθήκαμε. Εσύ σε δρόμους άγνωστους μα γεμάτος όρεξη για ζωή, έρωτα, πάθος για όσα δεν ήξερες και έτρεχες να τα μάθεις. Ένας έφηβος θυμωμένος, όπως οι περισσότεροι άλλωστε, σιωπηλός, γοητευτικός, μπερδεμένος.
\Εγώ σε δρόμους με μεγάλα φώτα, μα σκοτεινούς. Όχι έφηβη, μα θυμωμένη, σιωπηλή, γοητευτική, μπερδεμένη. Πρόλαβε, πριν αφήσει την τελευταία του ανάσα να σε εκδικηθεί, αφήνοντας παρακαταθήκη όλη τη λέρα της ψυχής του να σε ακολουθεί για πάντα. Μια Μαρία-όπως και αν την έλεγαν-πολύ μεγαλύτερη σου σε μύησε στον έρωτα. Όχι τον πρώτο. Εκείνον που έχει γλυκάνει πια και θαρρείς πως όλος ο κόσμος είναι δικός σου. Έμεινε έγκυος. Απαίτησε να την “αποκαταστήσεις”. Κι αυτή κι ο πατέρας της… και ο δικός σου. Του ήσουν άχρηστος πια. Όποιο σπόρο φύτεψε η μάνα μου μέσα σου, έβγαλε ρίζα και τώρα σου βγήκε σαν ηθικός νταβατζής-προστάτης. Αν ήξερε που θα σου φαινόταν χρήσιμος, θα τον ξερίζωνε. Ένα ξεραμένο πηγάδι σε μια άδεια πλατεία, μικρή, ξερακιανή κι αυτή. Ένας τσακωμός, μια παρέα, ένα τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη, ένα δυνατό σπρώξιμο με εκείνη την οργή-σύντροφο ακλόνητη- και μια μάνα που έζησε αυτό που καμία μάνα στον κόσμο δεν πρέπει να ζει.
Σκότωσες το παιδί της. Πιθανώς δεν το ήθελες. Μα το σκότωσες. Αδιαπραγμάτευτο. Δεκαοχτώ χρόνων πατέρας δυο παιδιών και φονιάς. Πόσο “προδιαγεγραμμένο” φαντάζει τώρα. Φυλακή. Ίδια κελιά σε διάφορες πόλεις. Τίποτα δεν άλλαζε. Η θύελλα στα μάτια σου έμοιαζε μπουνάτσα μπροστά στους ανεμοστρόβιλους που συνάντησες εκεί μέσα. Δεν τρόμαζε κανέναν. Τουλάχιστον μέχρι να το καταφέρεις να συμβεί. Μεγάλωσες απότομα, που λένε. Στον μικρόκοσμό σου έγινες βασιλιάς. Ένας παράταιρος άρχοντας, σιωπηλός, εκείνα τα μάτια έλεγαν τα πάντα. Και όταν έβγαιναν λόγια απ’ το στόμα, έκαναν κάθε ανίδεο να χαμογελά ειρωνικά ακούγοντας το έντονο γο (ρο) να διαγράφει ήχους, που δεν ανήκουν σε “βασιλιά”. Το σιχαινόσουν στην αρχή αυτό το γο-Εφιάλτης στη ζωή σου, μόνιμος ακόλουθος, που θα έκανε και τον Ηρόδοτο να σου τον χαρίσει. Σε πήγαν στη Λάρισα, έψαξες, με βρήκες. Στο δικό μου “κελί” εγώ, σε διάφορες πόλεις, τίποτα δεν άλλαζε. Κλειδωμένη στην έπαρση των νιάτων, της ομορφιάς, βασίλισσα στον δικό μου μικρόκοσμο, έκανα κάθε ανίδεο και μη να με ακουμπά, να μου τα ακουμπά, ορτινάτζα των ξεχασμένων ονείρων μου. Σε πονούσα, ίσως γιατί είχα μια ιδέα από φυλακές. Την ελευθερία του ο καθένας, την ορίζει διαφορετικά. Κάποια αμυδρή γραμμή “παραβατικότητας” ήταν ο σύνδεσμος. Η συνθήκη του περιθωρίου, ακούσια ή μη. Ήσουν γύρω στα τριάντα. Δεν με κοιτούσες στα μάτια για ώρα. Φοβόσουν μη δω ότι χάθηκε για πάντα εκείνο το πανέμορφο μωρό που έτρεχε πίσω από ένα φορτηγό. Μου έκανες μια ξενάγηση στα χρόνια σου που έχασα, περήφανος με χαμηλά τα μάτια για όσα κατάφερες ως κυβερνήτης ενός καραβιού που ήθελε πολύ μαεστρία να μη πέσει σε ξέρα. Όντως σε θαύμασα μέσα σε όλη αυτή την αντιξοότητα, μ’ ένα λυγμό που κρατούσα πολύ σφιχτά, ώσπου να βγω στην ελευθερία και τον ήλιο. Ήρθα, όπου ήσουν.
Είδα πολλές αποχρώσεις να στεφανώνουν το όμορφο κεφάλι σου, σε κάθε επισκεπτήριο. Και κάποια στιγμή μέσα στο θολό πράσινο είδα δυο λευκούς γλάρους-πολύ μικρούς να πεταρίζουν στα μάτια σου. Εκείνος ο θυμός ποτέ δεν έφυγε. Διπλασίασε το χρόνο σου εκεί μέσα κι ένα βράδυ μετά απο χρόνια ,ήρθες στις ΚΟΥΚΛΕΣ, αγκαζέ με κάποια γυναίκα κρεμασμένη επάνω σου. Ήταν τόσο ανάρμοστο να σε βλέπω χωρίς κάθετες ρίγες ανάμεσα μας μα και τόσο όμορφο. Δε ρώτησα ποτέ πώς ζεις. Πώς επιβιώνεις. Ήξερα, δε θέλει πολύ. Η εξουσία της φυλακής όταν ελευθερωθεί, αποκτά δεκαπλάσια δύναμη. Χανόσουν μαγεμένος θαρρείς σε έναν κόσμο που δεν τον βρήκες όπως τον άφησες και ίδιος χαμαιλέοντας προσαρμοζόσουν παντού. Άλλο θαυμαστό! Εμφανιζόσουν έξαφνα με κάποια άλλη κρεμασμένη πάνω σου και κάθε φορά, σαν γύφτικο σκεπάρνι τους έλεγες: η ξαδέρφη μου, η μόνη που μου στάθηκε. Και τώρα στεκόσουν ακούνητος, ωχρός, στριμωγμένος ανάμεσα σε λυγμούς και ύμνους αγνώστων ανθρώπων, πληρωμένων διαμεσολαβητών για μια άλλη ζωή, μακριά απο εμάς. Ένα σακί άδειο η γυναίκα δίπλα μου, εκλαιγε πότε σπαρακτικά πότε βουβά μη πιστεύοντας ότι έχει συμβεί. Ένα κλαρί χωρίς φύλλα μόλις μπολιάστηκε και άνθισε, το έκοψε ένα τσεκούρι. Και ποιος μπορεί ή θέλει να πιστέψει πως ήρθες σε αυτή τη ζωή για ένα σύντομο πέρασμα; Σαράντα εφτά χρόνια έκαναν θόρυβο οι αλυσίδες σου μα δεν δέθηκαν πουθενά. Κανένα λουκέτο δεν το μπόρεσε. Κανένα έρμα δεν άντεξε αυτό που κουβαλούσες.
Η μάνα μου! Στεγνή από δάκρυα πια έσερνε το κουφάρι της ίσα για ν σ αγγίξει και να σου μουρμουρά. «Σήκω παλληκάρι μου, σήκω πουλί μου που δεν πέταξες. Η μάνα σου». Παιδί της αποχαιρετούσε κι ας μη σε γέννησε. Ποια λέξη σε κάνει γονιό; Ποιο χαρτί; Ακούμπησα το μέτωπο σου μ’ ενα απόκοσμο χάδι σ’ ενα τελευταίο αντίο. Νέκρωσε η αφή μου. Πνιγόμουν ανάμεσα στο ανάθεμα και μια μάσκα που άλλαξε τη μορφή μας και τη ζωή μας. Αναθεμάτισα για πολλοστή φορά το σπέρμα που σε έφερε ερήμην σου στη ζωή και σε ότι σε ακολούθησε. Σαν έχει ανάγκη το μυαλό να πλάσει παραμύθια για να πονάει λιγότερο, μακάρισα εκείνη την ύπαρξη που δεν πρόλαβε να σε δει να μεγαλώνεις. Και ναι, νομίζω την είδα κάπου μακριά να έχει απλωμένα χέρια-χωρίς σημάδια-να σε καλοδεχτεί… Εκεί θα είσαι βασιλιάς ,χωρίς τσιγάρο κολλημένο στα χείλη, χωρίς περίστροφα, χωρίς πηγάδια, χωρίς γεύση σκυροδέματος στο στόμα σου. Χωρίς εκείνη την οργή που σε στοίχειωσε. Με τον Εφιάλτη σου, πιο χαριτωμένο κι από σένα.
Αντίο Μαρίνο μου!
της Άννας Κουρουπού