Ένας queer καλλιτέχνης που έχει τρέλα με τις γάτες (χωρίς όμως να έχει κάποια) και που έπαιξε στην πρώτη του συναυλία με ένα δανεικό ηλεκτρικό πιάνο. Ο λόγος για τον Ευριπίδη Σαμπάτη που πήρε την απόφαση να αξιοποιήσει τις προσωπικές του τραγωδίες και να αυτοονομαστεί σε Evripidis & his tragedies.
Πώς αυτοπροσδιορίζεσαι καλλιτεχνικά;
Είμαι ένα άτομο που φτιάχνει τραγούδια, σχέδια και κείμενα, κυρίως αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, που προσπαθούν να εξηγήσουν τα σκαμπανεβάσματα της ύπαρξης, καλώντας το κοινό να χορέψει πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει την τραγωδία από τη χαρά της ζωής.
Πώς αντιλαμβάνεσαι τη φράση queer τέχνη;
Ως μια δημιουργική ανάγκη, έκφραση και έκρηξη που προέρχεται από queer άτομα (χωρίς να εννοώ αποκλειστικά ΛΟΑΤΚΙ+άτομα) και συχνά αντανακλά τη διαφορετικότητα που βιώνουν, αυτή τη λαχτάρα για ελευθερία, ορατότητα, ασφάλεια, ισότητα, για μια θέση στον ήλιο. Αντιλαμβάνομαι μια κοινωνική, πολιτική, αισθητική, ερωτική τοποθέτηση που ξεφεύγει από τα στενά όρια της “κανονικότητας”, του κατεστημένου, του πώς η άρχουσα τάξη μας επιβάλει να εκφράζουμε το φύλο μας, να χρησιμοποιούμε το σώμα μας, να εκδηλώνουμε τα συναισθήματα μας κτλ. Δε θεωρώ πως η queer τέχνη πρέπει πάντα να μοιάζει βγαλμένη από μανιφέστο, να έχει ένα ακαδημαϊκό υπόβαθρο και να μιλάει με περίτεχνη γλώσσα. Πάνω από όλα θεωρώ ότι η queer τέχνη έχει πολλές όψεις, όπως ακριβώς και η queer κοινότητα είναι ένα εξαιρετικά ποικιλόμορφο, ρευστό και πολύχρωμο σύνολο. Μπορεί να είναι μια πηγαία ή μια conceptual έκφραση, μπορεί να μιλάει για τις πιο υψηλές έννοιες αλλά και για τα πιο ταπεινά, αλλά πάντα τόσο ανθρώπινα ένστικτα, μπορεί να βρίσκεται σε ένα μουσείο μοντέρνας τέχνης ή σε έναν αυτοδιαχειριζόμενο χώρο. Και, προσωπικά θεωρώ ότι πάντα έχει άμεση επαφή με αυτό που ονομάζουμε underground.
Θέλω να θυμηθείς τα πρώτα βήματα του «Evripidis and his Tragedies» και να μου μιλήσεις για τα επόμενα.
Ξεκίνησα να γράφω τραγούδια στο πιάνο στο σπίτι των γονιών μου, μετά στο αρμόνιο στην εστία μου στο Λονδίνο. Μετά, έφτιαξα μερικά ντέμο με φίλους στην Αθήνα και στη Βαρκελώνη, τα οποία δεν έστειλα πουθενά. Σε κάποια φάση, με ένα δανεικό ηλεκτρικό πιάνο έπαιξα την πρώτη μου συναυλία σε ένα μπαρ σε ένα πολύ κακόφημο αλλά και συναρπαστικό σοκάκι, δίπλα στο αγαπημένο μου queer πανκ άντρο. Όσος κόσμος ήξερα στη Βαρκελώνη ήρθε, έγινε χαμός. Πήρα τα πάνω μου. Σύντομα δημιουργήθηκε ένας πυρήνας από φιλικά πρόσωπα που αρχίσαμε να παίζουμε μαζί και καταλήξαμε να παίζουμε σε διάφορα μεγάλα φεστιβάλ, όπως το Primavera Sound ή το δικό μας αθηναϊκό Synch, και να βγάλουμε τρεις δίσκους. Ήταν ένα γκρουπ πολύ χαοτικό και γεμάτο άπιαστα όνειρα στην αρχή, έπαιζαν πολύ όμορφες στιγμές αλλά και επικοί καυγάδες και δράματα (δεν αυτοονομάστηκα… and his Tragedies χωρίς λόγο!). Μια υπέροχη συνολικά εμπειρία που όμως δε νομίζω ότι θα μπορούσα να επαναλάβω για πρακτικούς κυρίως λόγους. Ο ελληνικός δίσκος υπήρξε μια παύση και ένα σημείο στροφής προς τη νέα μου πορεία που χαρακτηρίζεται από μια λιγότερο μαξιμαλιστική προσέγγιση, από τη χρήση συνθεσάιζερ τα οποία τα παίζω όλα εγώ στο στούντιο, από προηχογραφημένα κομμάτια στις συναυλίες (σε ευχαριστώ πολύ Molly Nilsson που μου απενοχοποίησες αυτό το είδος περφορμανς) και από μια πρωτόγνωρη ελευθερία που έχω να χορεύω και να εκφράζομαι στην σκηνή-την όποια σκηνή, όταν πια θα μπορούν να γίνονται συναυλίες. Κυκλοφόρησα ήδη κάποια κομμάτια με αυτό τον ήχο, το Χριστουγεννιάτικο και κάπως “προφητικό” All I Want for Christmas is a Synthesizer καθώς και τα Evil Love, The Reason, Your Dreams και Melancholia. Ο νέος μου δίσκος θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2021.
Ο δίσκος «Μια Τρίτη Στη Καντίνα» αποτελεί το πρώτο ελληνόφωνο άλμπουμ σου. Μίλα μας λίγο γι΄αυτό.
Το καλοκαίρι του 2015 έχασα έναν πολύ αγαπημένο μου φίλο, τον Παναγιώτη. Ο κόσμος που ήξερα μέχρι τότε κατέρρευσε. Την ίδια εποχή άρχισα να σκέφτομαι να γυρίσω στην Ελλάδα, ένιωσα την ανάγκη να είμαι κοντά στην οικογένεια μου και στα πιο παλιά μου φιλικά πρόσωπα και ταυτόχρονα είχα την αίσθηση μιας καινούριας εποχής, σα να άλλαζε κάτι κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά μετά από τόσο χρόνια. Μετά από κάποιο καιρό απέρριψα αυτό το σχέδιο, αλλά ήδη είχα γράψει διάφορα τραγούδια επηρεασμένα από τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Σε πολλά από αυτά μιλούσα στον Παναγιώτη που έφυγε ή στους γονείς μου ή στις φίλες της μαμάς μου, οπότε μου βγήκε εντελώς φυσικά και αβίαστα να τα γράψω στα ελληνικά. Ο δίσκος ονομάζεται Μια Τρίτη στην Καντίνα γιατί ο φίλος μου έμενε στο Λονδίνο και ονειρευόταν να γυρίσει στην Αθήνα για μια πιο χαλαρή (εντελώς εξιδανικευμένη βέβαια) ζωή, με εξόδους στο στέκι μας την Καντίνα ακόμα και μεσοβδόμαδα (επί λέξει είχε πει Τρίτη), συναντήσεις με φίλους, κρασιά σε ταβέρνες, αρμένικες επισκέψεις στο διαμέρισμα ενός παιδιού στη Φωκίωνος, όπου πάντα τα περνούσαμε μαγικά κτλ. Ο δίσκος, λοιπόν, μιλάει τόσο για την απώλεια όσο και για τη λαχτάρα να βρούμε πατήματα σε αυτά που αγαπάμε-άτομα, δραστηριότητες, μέρη, χιούμορ, γλυκιές αναμνήσεις- για να ξεπεράσουμε το οποιοδήποτε τραύμα και να προχωρήσουμε προς τα εμπρός. Εμένα με βοήθησε, τον θεωρώ τον υπέρτατο δίσκο θεραπεία μου, αν και όλοι όσο έχω κάνει κάπως έτσι λειτουργούν. Σε αντίθεση με τις παλιότερες δουλειές μου, δε συνεργάστηκα με μια πληθώρα μουσικών. Έγραψα τα κομμάτια στο πιάνο, τα πέρασα με κάποιες σημειώσεις στον παραγωγό Θάνο Κοσμίδη και αυτός έκανε τις μαγικές του ενορχηστρώσεις και έπαιξε όλα τα όργανα, εκτός από τα τύμπανα και το πιάνο. Τη μίξη έκανε ο Χάρης Κρεμμύδας, στα φωνητικά συμμετείχαν οι Nalyssa Green , Ελίζα Αριάδνη Κάλφα και ο Γιώργης Χριστοδούλου, το εξώφυλλο ο Spyros Rennt και το σχεδιασμό ο Στάθης Μήτρόπουλος. Έχω δυνατές φιλικές σχέσεις σχεδόν με όλα τα παιδιά που συνεργαστήκαν, κάτι που έκανε το δίσκο ακόμα πιο περισσότερο ένα έργο φτιαγμένο πάνω από όλα με αγάπη.
Περίγραψε μας το βιβλίο σου «Καλαμέρως» με 10 λέξεις
Εικονογραφημένο, σουρεαλιστικό, αυτοβιογραφικό, σκληρό, τρυφερό, μελαγχολικό, χιουμοριστικό, ευφάνταστο, πρωτόλειο, ερωτικό.
Ένας queer καλλιτέχνης είναι πιο εύκολο να κάνει καριέρα εδώ ή στην Ισπανία;
Ξεκάθαρα στην Ισπανία. Είναι πολύ πιο μπροστά όσον αφορά στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων και έχει μια μακράν παράδοση από queer πετυχημένους καλλιτέχνες σε διάφορους τομείς με κορυφή φυσικά τον Pedro Almodovar. Παρόλα΄αυτά ούτε εκεί είναι παράδεισος με ουράνια τόξα, έχουμε δρόμο ακόμα.
Πώς έχεις διαχειριστεί όλη αυτή την ιστορία με την πανδημία και την καραντίνα;
Αναλόγως τη στιγμή. Η ζωή μου άλλαξε απότομα, καθώς πριν οργάνωνα συναυλίες (δικές μου και άλλων καλλιτεχνών) και πάρτυ, έπαιζα σαν ντι τζέι έκανα τον πιανίστα…όλα αυτά τα πήρε το ποτάμι, μαζί με την ομολογουμένως έντονη κοινωνική μου ζωή. Στην αρχή το πήρα πολύ βαριά, έπεσα σε μαύρη απελπισία. Σιγά σιγά το βρήκα κάπως. Με βοήθησε το ότι δεν αρρώστησε, προς το παρόν, κανένας δικός μου άνθρωπος και ότι έχουμε μια μικρή αυλή με πολλά φυτά. Βρίσκω παρηγοριά στη ζωγραφική, την κηπουρική, τη μαγειρική, την άσκηση, κάτι βίντεο όπου έπαιζα διασκευές τοποθετώντας το πιάνο σε διάφορα σημεία του σπιτιού, καθώς και στην αγάπη διαφόρων ανθρώπων που με υποστηρίζουν είτε οικονομικά, αγοράζοντας δίσκους, βιβλία και σχέδια είτε ψυχικά, γράφοντας μου τα πιο πηγαία και γλυκά μηνύματα. Και φυσικά ο Μαρκ, ο σύντροφος μου, με την άπειρη υπομονή και γλυκύτητα του, παίζει καθοριστικό ρόλο στο πώς διαχειρίζομαι την πανδημία.
Τι άλλο πρέπει να γνωρίζουμε για εσένα;
Έχω τρέλα με τις γάτες αλλά γάτα δεν έχω. Το καλοκαίρι γελούσαν όλοι με τα προτεινόμενα προφίλ στο Instagram μου, ήταν όλα ΜΑ Όλα γάτες. Το σπίτι μας έχει χαρακτηριστεί ως μουσείο της γάτας, υπάρχουν σε κάδρα, μπιμπελό, κουκλάκια. Δυστυχώς, ο Μαρκ τις φοβάται και ακόμα προσπαθώ να τον πείσω να υιοθετήσουμε μία.
Πες μας κάτι για το τέλος.
Ακόμα και τα βάσανα δεν είναι παντοτινά.
Βρείτε τον εδώ