Queer ζευγάρια που έμειναν στην Ιστορία: Ζενέ & Μπεντάγκα

-Γράφω για να βγω απ’ τη φυλακή
Ζαν Ζενέ

«Η εξαθλίωση είναι πηγή θαυμάτων», λέει ο Ζενέ, ο ποιητής που αγάπησε το περιθώριο τόσο, ώστε να γίνει η φωνή του. Γεννημένος το 1910 ο σπουδαίος καλλιτέχνης υπήρξε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της γαλλικής λογοτεχνίας. Δεν γνώρισε γονείς. Η μητέρα του τον εγκαταλείπει σε ίδρυμα όταν ήταν μόλις επτά μηνών. Υιοθετείται  και ξεκινά να διαπρέπει στο σχολείο αποκαλύπτοντας μια ιδιαίτερη έφεση από νωρίς στη λογοτεχνία. Από νωρίς όμως νιώθει απόκληρος και εκδηλώνει μικροπαραβατική συμπεριφορά. Κλέβει για να επιβιώσει. Αγοράζει βιβλία. 

Στην ηλικία των 12 χάνει την θετή του μητέρα και επιστρέφει σε ίδρυμα. Το 1926 τον στέλνουν στη «σωφρονιστική αποικία» του Mettray, όπου μένει για τρία χρόνια, μέχρι την ηλικία των 19. Εντάσσεται στη Λεγεώνα των Ξένων. Παρέμεινε στις τάξεις της επτά χρόνια. Ενήλικας πια αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Εργάζεται στο σεξ για λόγους βιοπορισμού. Πειραματίζεται με την παρενδυσία. Το 1938 συλλαμβάνεται. Στη φυλακή γνωρίζει το έργο του Προυστ κι ερωτεύεται. Στο κελί του ξεκινά να γράφει την Παναγιά των Λουλουδιών. 

Το 1943 τον γνωρίζει ο Ζαν Κοκτό. Το 1947 γράφει τις «Δούλες» και το 1949 το «Ημερολόγιο ενός κλέφτη». Φλερτάρει με την κατάθλιψη. Η λέξη μεταμόρφωση του ταιριάζει πιότερο κι απ’ ότι στον Κάφκα. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 αρχίζει να μεταμορφώνεται από μυθιστοριογράφος σε θεατρικό συγγραφέα. Αλλάζει την εικόνα του. Από γοητευτικός δανδής μετατρέπεται σε αλήτη αφηγητή. Καταβαθρώνει τον Κοκτώ και στο πάνθεον του καλλιτεχνικού του σύμπαντος πλέον κυριαρχεί ο Τζακομέτι. Στρέφεται από τον εαυτό του στους απόκληρους, τους φτωχούς, τους μαύρους, τους κατατρεγμένους.  

Σε αυτή τη φάση γεννήθηκαν τα έργα του «Το μπαλκόνι», «Οι μαύροι», «Οι οθόνες». Εξερευνά τις έννοιες της ταυτότητας και της διαφοράς, της ψευδαίσθησης και της πραγματικότητας, της αμοιβαιότητας και της μονομέρειας, προκειμένου να αποκαλύψει τους μηχανισμούς της εξουσίας και την κοινωνική δυναμική ενός συστήματος που δεν αφήνει οξυγόνο σε όλες τις υπάρξεις εντός του. Αυτή η παραγωγική περίοδος συμπεύτει με την πιο σημαντική γνωριμία της ζωής του. 

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Ζαν Ζενέ γνωρίζει τον Αμπντουλά Μπεντάγκα, έναν νεαρό ακροβάτη αραβικής καταγωγής. Αναπτύσσουν μια σχέση γεμάτη πάθος, από εκείνες που στην συνέχεια μετατρέπονται σε αστικούς θρύλους. Οι δύο άντρες χαράσσουν έντονα την παρουσία τους ο ένας στα σωθικά του άλλου. Κι έτσι Αμπντουλά γίνεται πηγή έμπνευσης για τον Ζενέ. Οι προκλήσεις αυτής της σχέσης και ο έρωτάς για τον Αμπντουλάχ είναι που τελικά μας χάρισαν τον «Σχοινοβάτη».

Το 1964, μετά από έναν τσακωμό τους, ο Μπεντάγκα αυτοκτόνησε, γεγονός που συγκλόνισε βαθιά τον Ζενέ. Σε συνέντευξή του εκείνη την περίοδο, δήλωσε: «Σκοπεύω να σταματήσω να γράφω ή τουλάχιστον να σταματήσω να εκδίδω. Γιατί, έχει καμιά σημασία τελικά; Η ζωή μου δεν είναι παρά δυστυχία και πόνος, σε έναν κόσμο όπου θεωρούμαι απόβλητος. Ο Αμπνταλά αυτοκτόνησε πριν από μερικούς μήνες. Από εκείνη την ημέρα, έχω χάσει το ενδιαφέρον μου για οτιδήποτε», λέει σε επιστολή του. Το 1967 ο ίδιος ο Ζενέ αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.

Η απώλεια του Μπεντάγκα οδήγησε τον Ζενέ σε μια περίοδο βαθιάς θλίψης. Τον απομάκρυνε από τη συγγραφή. Ωστόσο, η επιρροή του Μπεντάγκα παρέμεινε ζωντανή στο έργο του. Το 1991, ο σκηνοθέτης Νίκος Παπατάκης, στενός φίλος του Ζενέ από το 1943, δημιούργησε την ταινία «Οι ισορροπιστές» (Les Équilibristes), εμπνευσμένος από τη σχέση του Ζενέ με τον Μπεντάγκα. Στην ταινία, ο Μισέλ Πικολί υποδύεται έναν διάσημο γκέι συγγραφέα και ποιητή, λάτρη του τσίρκου, που επιδιώκει να μετατρέψει έναν νεαρό Άραβα στον καλύτερο σχοινοβάτη του κόσμου.

«Ώρες ατέλειωτες μιλούσαμε για έρωτα.
Ώρες ατέλειωτες καπνίζαμε τσιγάρα.
Μα πώς μπορούν οι δικαστές στο θάνατο να στείλουν
Έναν φονιά τόσο όμορφο, που τον ζηλεύει η μέρα».




Δες και αυτό!