Νέα έρευνα, με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, αναφέρει ότι ορισμένα βακτήρια του εντέρου -συμπεριλαμβανομένου ενός βασικού για ένα υγιές μικροβίωμα του εντέρου- διαφέρουν μεταξύ των ατόμων, που προσβάλλονται από τον ιό του HIV.
Η έρευνα αρχικά, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό eBioMedicine, με τα ευρήματα να υποδηλώνουν ότι το μικροβίωμα του εντέρου θα μπορούσε να συμβάλει στην πρόληψη από τον HIV.
«Αυτός είναι ένας σημαντικός τομέας που χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να κατανοήσουμε καλύτερα, εάν και πώς αυτά τα βακτήρια θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μετάδοση του ιού του HIV. Οι θεραπείες που βασίζονται σε μικροβίωμα γίνονται ένας πολύ σύγχρονος και εντατικός τομέας έρευνας, με τεράστιες δυνατότητες. Με περαιτέρω έρευνα, αυτό θα μπορούσε να είναι ένας νέος τρόπος για να βοηθήσουμε στην πρόληψη του ιού του HIV», δήλωσε η Δρ. Jennifer Fulcher, επικεφαλής της μελέτης, και επίκουρη καθηγήτρια ιατρικής, στην Ιατρική Σχολή David Geffen στο UCLA.
Ενώ υπάρχει ήδη μια γνωστή σχέση μεταξύ του HIV (σε χρόνιες περιπτώσεις) και των αλλαγών στα βακτήρια του εντέρου, η νέα μελέτη στοχεύει να κατανοήσει καλύτερα τις αλλαγές που συμβαίνουν μετά την προσβολή από τον ιό του HIV.
Οι ερευνητές πήραν δείγματα μικροβιώματος του εντέρου από 27 άνδρες, που έκαναν σεξ με άνδρες, τόσο πριν, όσο και μετά την προσβολή από τον HIV. Αυτά τα δείγματα συγκρίθηκαν με άλλους 28 άνδρες, με παρόμοιο κίνδυνο συμπεριφοράς, αλλά που δεν είχαν τον HIV.
Αν και η έρευνα έδειξε μικρή αλλαγή στα βακτήρια του εντέρου της πρώτης ομάδας ανδρών, διαπιστώθηκε, επίσης, ότι οι άνδρες που είχαν αποκτήσει τον HIV είχαν προϋπάρχουσες διαφορές στα βακτήρια του εντέρου πριν από την έκθεσή τους στον ιό. Ανακάλυψαν, επίσης, ότι οι άνδρες που προσβλήθηκαν από τον HIV είχαν αυξημένες φλεγμονώδεις κυτοκίνες και βιοενεργά λιπίδια. Αυτό έδειχνε ότι το σώμα τους ήταν συνεχώς σε άμυνα ενάντια σε μόλυνση ή τραυματισμό.
Οι περιορισμοί της μελέτης επηρεάστηκαν από το σχετικά μικρό μέγεθος του δείγματος, καθώς και από την εστίαση σε άνδρες που κάνουν σεξ με άνδρες. Καθώς οι περισσότεροι από αυτούς τους άνδρες ήταν επίσης χρήστες ναρκωτικών ουσιών, αυτό μειώνει ακόμη περισσόερο τη δυνατότητα γενίκευσης της μελέτης σε άλλους πληθυσμούς.