Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον, μέσα στο οποίο δε συζητούσαμε άνετα για το σεξ. Πάντα με κάποιο μειδίαμα ή χαζά χαμογελάκια, λες και δε μπορούσαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό χωρίς να ερεθιστούμε δημόσια.
από τη Χριστίνα Τριχά
Η ανάγκη υπήρχε, η πρόθεση ήταν εκεί, αλλά έπρεπε να εφεύρουμε τον τρόπο. Και οι
ταινίες τότε, δε βοηθούσαν. Ούτε η σοφτ Εμμανουέλα της εποχής που έμοιαζε μυστηριωδώς
νηφάλια και από την οποία μάλλον είχαμε ξεσηκώσει όλοι εκείνο το μειδίαμα. Ρομαντικές
βλακείες, που σου μάθαιναν πως όλα λειτουργούν αυτόματα, από ένστικτο. Κανείς δε μιλούσε. Το σεξ φαινόταν να είναι πράξεις και όχι λόγια. Όλα έβρισκαν το δρόμο τους χωρίς ερωτήσεις και χωρίς συναίνεση. Αυτό ήξερα, αυτό έκανα. Με αποκορύφωμα τη στιγμή που όταν το αγόρι μου στο Γυμνάσιο με ρώτησε αν μπορεί να με φιλήσει, εγώ του απάντησα “Όχι” και τον παράτησα. Δεν καταλάβαινα, γιατί δε με φίλησε αμέσως, χωρίς να με ρωτήσει. Δεν ήταν ρομαντικός.. (;) γιατί δεν με άρπαξε να με βάλει κάτω;
Η αμηχανία και τα ταμπού συνεχίστηκαν και στην ενήλικη ζωή μου. Από τότε που ξεκίνησα να συμφωνώ σε μακροχρόνιες μονογαμικές συγκατοικήσεις/σχέσεις, το σεξ και η συχνότητά του ήταν ένα θέμα που με απασχολούσε μεν σοβαρά, αλλά για το οποίο δεν κατάφερνα να φτάσω σε σοβαρές συζητήσεις. Σε παρέες με φίλους, έβλεπα μια προδιάθεση να δείξουμε σεξουαλικά ικανοποιημένοι, χωρίς όμως να είμαστε ακριβείς για το τι εννοούμε “ικανοποιημένοι”. Οι αναφορές μας (γιατί συζητήσεις δεν μπορώ να τις πω), αφορούσαν κυρίως την ποσότητα, αλλά κι αυτή δεν ήταν ξεκάθαρη. “Δηλαδή πόσες φορές πρέπει να κάνω σεξ με την κοπέλα μου;”, τους ρωτούσα και η απάντηση που έπαιρνα ήταν πάντα με μέτρο την εβδομάδα. Εβδομαδιαία!
Μια φορά που τόλμησα να πω σε έναν φίλο μου, πως έχω δύο μήνες να κάνω σεξ με το κορίτσι μου, μου εξήγησε πως είναι λογικό. “Ο άντρας είναι εκείνος που δίνει ενέργεια στην ερωτική ζωή ενός ζευγαριού, λειτουργώντας ως κινητήριος μοχλός της”, μου είπε και με θυμάμαι να στέκω αμίλητη. Σκεφτόμουν πως μπορεί να έχει και δίκιο, αφού στο κάτω κάτω το θέμα είναι ποσοτικό.
Όλοι λίγο πολύ άλλωστε, έδειχναν να συμφωνούν στο ότι μια καλή ερωτική ζωή, εξαρτάται
πρωτίστως από τη συχνότητα και ότι οι άντρες έχουν περισσότερες σεξουαλικές ορμές απ’ ότι οι γυναίκες. Όσο παράλογη και στερεοτυπική κι αν ήταν η σκέψη του όμως, το εντυπωσιακό είναι ότι ξεκίνησε μια χιονοστοιβάδα συνειρμών μέσα μου, με αρχή την άρση της ευθύνης: “Αφού δεν υπάρχει άντρας να δώσει ενέργεια”, σκεφτόμουν, “είναι οκ που δεν κάνουμε σεξ εβδομαδιαία με την κοπέλα μου. Δε φταίμε εμείς. Έτσι είναι οι λεσβιακές σχέσεις!”. Μπούρδες! Μπούρδες πολύχρωμες που σήκωσαν όμως στον αέρα το βάρος μιας ανόητης ευθύνης από πάνω μου. Της ευθύνης να ακολουθήσω την κοινωνική προσταγή του κινητήριου “μοχλού” και της ανδρικής ποσοτικής ενέργειας.
Κάτω από την ευθύνη δε, προς έκπληξή μου, με περίμενε ο εαυτός μου. Και σε πλήρη ησυχία, θυμάμαι πως τον ρώτησα: “Είναι κακό να μην κάνω πολύ σεξ στη σχέση μου; Βασικά, πόσο σεξ είναι πολύ; Πόσο θέλω; Πότε το θέλω; Και τι είναι το σεξ; Γιατί το κάνω; Τι θέλω στο σεξ;”. Και έπειτα ξεκίνησα από το περιτύλιγμα. Πέταξα πρώτα τις ρομαντικές ταινίες και την Εμμανουέλα.
Σταμάτησα να ρωτάω “πόσο;” και επικεντρώθηκα στο “γιατί- πώς και πότε”. Και όταν έφτασα
κοντά 40 ήμουν πια έτοιμη να κάτσω και να μιλήσω με την αρραβωνιαστικιά μου, όταν πολύ γλυκά μου ζήτησε, αν θέλω να μιλήσουμε για την ερωτική μας σχέση. Και έκατσα. Τσίνησα και αντιστάθηκα. Ένιωσα άβολα. Αλλά παρέμεινα καθισμένη, γιατί θυμήθηκα πως πολλά καλά στη ζωή ξεκινάνε κάπως αμήχανα, αλλά θα γίνουν πιο άνετα όσο περισσότερο ρωτάω τον εαυτό μου.
Εβδομαδιαία και με συναίνεση!
φωτογραφίες: Llvizion