Στην σχετική -με τη διαρροή του βίντεο της Ιωάννας Τούνη- ανάρτηση έσκασαν διάφοροι άντρες να καταδικάσουν το γεγονός προτάσσοντας ένα “αλλά”. Ναι μεν, αλλά είναι βίζιτα. Ναι μεν, αλλά φαίνεται να ήξερε ότι την βιντεοσκοπούσαν. Ναι μεν, αλλά ίσως να έκανε τρίο. Ναι μεν, αλλά δεν είναι σωστό πρότυπο για τις γυναίκες. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: κάποιες γυναίκες αξίζουν την παραβίαση των δικαιωμάτων, του σώματος, της αξιοπρέπειάς τους. Το λιγότερο ξεκάθαρο μήνυμα είναι αυτό: αν εσείς δεν είστε σαν την Τούνη, αν δεν είστε βίζιτες, αν δεν κάνετε one night stands, αν δεν κάνετε παρτούζες, αν δεν τραβάτε γυμνές φωτογραφίες ή βίντεο, αν είστε σωστές και αξιοσέβαστες γυναίκες, δεν έχετε τίποτα να φοβάστε από την πατριαρχία.
Υπήρχε κάποιος που χάραξε ακόμα πιο βαθιά το υποτιθέμενο χάσμα ανάμεσα σε Εμάς και Αυτές, γράφοντας: “Αναφερόμενος στην εν λόγω γυναίκα, είναι το λιγότερο ατυχές το παράδειγμά σας. Εκτιμώ δεν πρεσβεύει επ’ ουδενί τον αγώνα σας για ισονομία και εξάλειψη σεξισμού μεταξύ ανδρών γυναικών“. Με λίγα λόγια, όχι μόνο οι γυναίκες χωρίζονται σε καλές και κακές, όχι μόνο χωρίζονται σε “πουτάνες’ και σε μη “πουτάνες”, αλλά για να κερδίσουμε σεβασμό ως γυναίκες συνολικά, θα πρέπει να καταδικάσουμε πρώτα τις Άλλες, τις κακές, θα πρέπει να διαχωρίσουμε τη θέση μας, θα πρέπει να τις απομονώσουμε και να συμπορευτούμε με την πατριαρχία εναντίον τους επιτελώντας τη σωστή θηλυκότητα. Οποιοσδήποτε συσχετισμός μας με γυναίκες αμφιβόλου ηθικής αμαυρώνει τον δικό μας αγώνα. Φυσικά την ίδια ώρα το αντρικό φύλο όχι μόνο δε χρειάζεται να κερδίσει σεβασμό και στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα μέσω της σεξουαλικής σεμνότητας, της σεξουαλικής αυτοσυγκράτησης ή της αποχής από το σεξ, αλλά διατηρεί και το προνόμιο να βάζει και τους όρους στο πώς θα κερδίσουμε εμείς την πολυπόθητη ισότητα.
Η τακτική αυτή, γνωστή ως “διαίρει και βασίλευε”, έχει σκοπό να στρέψει τη μία γυναίκα ενάντια στην άλλη αποτρέποντάς μας από το να διεκδικήσουμε ενωμένες βασικά δικαιώματα. Ταυτόχρονα, δίνοντας στους άντρες το προνόμιο να ελέγχουν την σεξουαλικότητά μας αποφασίζοντας ποια γυναίκα αξίζει σεβασμό και ποια όχι, εξασφαλίζει πως η ισότητα αυτή δε θα επιτευχθεί ποτέ ακριβώς γιατί η αυτοδιάθεση του σώματός μας θα είναι πάντα υπό επιτήρηση και θα υφίσταται υπό όρους.
Κατασκευάζοντας την “πουτάνα” η πατριαρχία χτίζει το απόλυτο αποκείμενο (abject), το τέρας αυτό με το οποίο καμία γυναίκα δε θα θέλει να ταυτιστεί και που όλες θα πασχίζουμε να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε όχι μόνο με το να συμμορφωνόμαστε με τα πατριαρχικά ιδανικά αλλά και με το να επιτελούμε συνεχώς την σεμνότητά μας μέσω της καταδίκης άλλων γυναικών που δεν τα ακολουθούν. Η ανάγκη να αποποιηθούμε τις “πουτάνες”, να τις χλευάσουμε κι εμείς, να διατρανώσουμε ότι δεν είμαστε έτσι, είναι τόσο πιο επιτακτική όσο περισσότερο η επιβίωσή μας, η αξία μας και η ανέλιξή μας στην πατριαρχία βρίσκεται στα χέρια των αντρών.
Το slut shaming από τις γυναίκες είναι τόσο προδοσία τους φύλου τους όσο και μια τακτική επιβίωσης στην πατριαρχία που επιβραβεύει μόνο τα “καλά κορίτσια” με τον ρόλο της συζύγου και της μάνας και άρα με την οικονομική ασφάλεια και την ηθική ανύψωση. Πολλές γυναίκες το έχουν για καμάρι ότι οι άντρες δεν τις βλέπουν ως ένα “κομμάτι κρέας”, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι απλά τις βλέπουν σαν ένα εκλεκτό φιλέτο -ανώτερο του junk food, αλλά και πάλι προς κατανάλωση και τέρψη των αντρικών ορέξεων που επιλέγουν από το μενού. Όταν πρέπει να κρύψεις το σώμα σου για να κερδίσεις σε αξιοπρέπεια, το σώμα σου θεωρείται βρόμικο εξ ορισμού. Ωστόσο η αποστασιοποίηση από τις “πουτάνες” συνεχίζει να αποδίδει όχι μόνο γιατί το πατριαρχικό δέλεαρ της αντρικής αποδοχής είναι μεγάλο αλλά και γιατί σε όλες μας έχει καλλιεργηθεί από μικρές η απέχθεια προς αυτές, έτσι ώστε ο φόβος ταύτισής μας μαζί τους να είναι περισσότερο μια υποσυνείδητη, εσωτερικευμένη ανάγκη που έχει να κάνει με την αυτοεκτίμησή μας και τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας.
Η παγίδα βέβαια βρίσκεται και στο γεγονός ότι στην πατριαρχία όλες είμαστε “πουτάνες” αλλά καμία δε νιώθει έτσι. Οι κανόνες δεν είναι σαφείς και συνεχίζουν να αλλάζουν. Μια γυναίκα μπορεί να ντύνεται αποκαλυπτικά αλλά να μη θεωρεί ότι υπάγεται στην κατηγορία της “πουτάνας” γιατί δεν κάνει σεξ με πολλούς συντρόφους. Μια άλλη μπορεί να κάνει άφθονο σεξ αλλά τουλάχιστον να μην ντύνεται σαν “ξέκωλο”. Κάποια να ντύνεται με κοντές φούστες και αβυσσαλέα ντεκολτέ και να κάνει σεξ με πολλούς αλλά να καυχιέται ότι τουλάχιστον δεν πληρώνεται σαν καμία βίζιτα. Κάποια να κάνει όλα τα παραπάνω αλλά να το έχει τιμή της που στου instagram ανεβάζει μόνο τέχνη ή φυσικά τοπία αντί για selfies και σέξι πόζες. Και είδαμε και την αλλόκοτη προσέγγιση σύμφωνα με την οποία μόνο οι φτωχές προλετάριες σεξεργάτριες αξίζουν την αλληλεγγύη μας και όχι αυτές που έγιναν φίρμες, πασχίζοντας να προσδώσει μια ψευτοταξική διάσταση στο κατάφωρο μισογυνισμό της. Έτσι βρισκόμαστε συχνά στο παράδοξο να συμμετέχουν σε αυτή την κουλτούρα ακόμα και γυναίκες που υφίστανται οι ίδιες slut shaming και πατριαρχική βία αλλά δε θεωρούν ότι το αξίζουν γιατί αυτές δεν είναι “πραγματικές” πουτάνες οπότε προσπαθούν να στρέψουν την προσοχή προς αυτές που όντως είναι και που αξίζουν να ριχτούν στην πυρά. Η ασάφεια και πολυσημία της λέξης άλλωστε διασφαλίζουν μια ελαστικότητα ώστε να είμαστε ταυτόχρονα μέσα και έξω από την κατηγορία. Και όλες μας σχεδόν έχουμε στη ζωή μας άντρες που μας φέρονται καλά και μας διαβεβαιώνουν ότι δεν είμαστε σαν τις Άλλες.
Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μέρος της αποτυχίας του δεύτερου κύματος φεμινισμού ήταν και οι περίφημοι “πόλεμοι του σεξ” (sex wars), που επικεντρώθηκαν γύρω από τη διαφωνία για την αντιμετώπιση της σεξεργασίας και παρεμφερών θεμάτων. Και πως ακόμα και σήμερα υπάρχουν φεμινίστριες που πιστεύουν ότι ο δρόμος προς την ισότητα περιλαμβάνει την καταδίκη της σεξεργασίας, του πορνό αλλά και της κουλτούρας του instagram αντί της άνευ όρων και unapologetic αποδοχής της αυτοδιάθεσης του σώματος από τις γυναίκες. Προσωπική μου γνώμη είναι πως αυτή η στρατηγική αν και φαινομενικά οφείλεται στην ανησυχία τους ότι έτσι υπηρετούμε την πατριαρχία, προέρχεται υποσυνείδητα και από την πεποίθηση ότι οι ίδιες έχουν βρει την χρυσή τομή ανάμεσα στην σεξουαλική ελευθερία και την εξυπηρέτηση της πατριαρχίας και ότι οι ίδιες αποτελούν τις πραγματικά απελευθερωμένες γυναίκες που έχουν κερδίσει το δικαίωμα να πατρονάρουν και τις υπόλοιπες για το πώς να διαθέτουν το σώμα τους. Ταυτόχρονα οι ίδιες συνεχίζουν να κερδίζουν απλά από το γεγονός ότι δεν είναι σαν τις άλλες, τις πουτάνες, που κάνουν την αυτοδιάθεση λάθος.
Οι γυναίκες, και δη οι φεμινίστριες, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι τίποτα δεν έχουν να κερδίσουν μακροχρόνια από την επιτήρηση της σεξουαλικότητας άλλων γυναικών και πως όλα τα οφέλη από την δική τους θέση ως αξιοσέβαστες και σεμνές μπορούν να εξανεμιστούν στο πρώτο στραβοπάτημα αφού αυτό βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια των αντρών. Δεν υπάρχει γυναίκα σήμερα που δεν βλέπει τα δύο μέτρα και δύο σταθμά της πατριαρχίας όσων αφορά την σεξουαλικότητα των φύλων. Ας αναρωτηθεί η καθεμία γιατί συνεχίζει να τα εφαρμόζει στην εαυτή της. Το μόνο που κάνει είναι να σκάβει τον συλλογικό τάφο όλων των γυναικών -και μπορεί να πέσει και η ίδια μέσα.