Ποιοι αρνούνται την ύπαρξη της κουλτούρας του βιασμού;

Αν δεν υπήρχε κουλτούρα του βιασμού τα πράγματα με την υπόθεση Τοπαλούδη θα ήταν πάρα πολύ απλά. Το έγκλημα θα καταδικαζόταν ομόφωνα από την κοινωνία, όλοι θα εκφράζαμε τον αποτροπιασμό μας, οι ένοχοι θα καταδικάζονταν χωρίς προσπάθειες συγκάλυψης και όλ@ μας, αφού ξεπερνούσαμε το σοκ, θα επιστρέφαμε στους φυσιολογικούς ρυθμούς μας. Πρόκειται άλλωστε για μια… κλασική περίπτωση βιασμού μετά δολοφονίας, όχι από αυτές τις φανταστικές περιπτώσεις που επικαλούνται τα αντιφεμινιστικά σκουπίδια, όπου τάχα μια φεμινίστρια κατηγορεί για βιασμό όποιον την κοιτάξει. Θα περίμενε κανείς η σύσσωμη καταδίκη των ενόχων και η αλληλεγγύη προς το θύμα να είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής που θα ένωνε την κοινωνία μπροστά σε αυτό το ειδεχθές έγκλημα και Case Closed.
 
Δεν έγινε αυτό όμως. Από την πρώτη μέρα που μαθεύτηκε το έγκλημα, άρχισαν οι επιθέσεις στο ποιόν του θύματος και τα ναι-μεν-αλλά. Μια τεράστια γκάμα δικαιολογιών επιστρατεύτηκαν για να ξεπλύνουν τους δράστες (έχουν ψυχολογικά, παρασύρθηκαν από τον άλλον, δεν έλεγξαν τις ορμές τους, είναι υπερβολικά νέοι και θα καταστραφεί η ζωή τους) και μια μεγαλειώδης εκστρατεία δυσφήμισης της Τοπαλούδη (είχε ψυχολογικά, έκανε κακές παρέες, είχε κάνει σεξ με τον ένα από τους δύο, είχε κάνει σεξ και με τους δύο, είχε πάρει όλη τη Ρόδο, ήταν βίζιτα) όχι μόνο από τους συνηγόρους τους, αλλά ως αυθόρμητη αντίδραση από, χιλιάδες άντρες αλλά και γυναίκες άσχετ@ς με την υπόθεση. Όλα αυτά φανερώνουν ξεκάθαρα πως ο βιασμός θεωρείται αποδεκτός σε κάθε περίπτωση που παρεκκλίνει από το ιδεώδες σενάριο βιασμού σύμφωνα με το οποίο μια σεμνά ντυμένη παρθένα καλής οικογενείας, ούτε πολύ ωραία ούτε πολύ άσχημη με τα πατριαρχικά κριτήρια βιάζεται από έναν παντελώς άγνωστο ο οποίος κρύβεται πίσω από τους θάμνους το απογευματάκι, όχι πολύ αργά το βράδυ φυσικά.
 
Ακόμα και μετά την καταδίκη των ενόχων, αντί για ανακούφιση επικρατεί ένας εκνευρισμός στο αντιφεμινιστικό στρατόπεδο. Κι αν δεν τους ενοχλεί η Τοπαλούδη κάτι βρίσκουν να ενοχληθούν και να το ξεράσουν με αφορμή την υπόθεση της –η αγόρευση της Εισαγγελέως, η έννοια της «κουλτούρας του βιασμού», ο όρος «γυναικοκτονία». Είναι εμφανές ότι κάτι τους κλωτσάει.
 
Ποιοι είναι αυτοί που εξακολουθούν να αρνούνται με τόση λύσσα την προφανή ύπαρξη της κουλτούρας του βιασμού παρόλα τα παραπάνω; Είναι όσοι δεν είναι απαραίτητα επίδοξοι βιαστές αλλά δε θέλουν και να ξεβολευτούν από τα πατριαρχικά τους προνόμια. Δε θέλουν να αναγνωρίσουν ότι η πατριαρχία είναι η βάση του βιασμού γιατί αυτό θα τους κάνει υπόλογους για τις δικές τους μισογυνικές συμπεριφορές. Αυτοί όμως θέλουν να συνεχίζουν να μισούν και να βρίζουν τις γυναίκες, να τις πιέζουν για σεξ, να τις χουφτώνουν, να τις αντικειμενοποιούν, να τους φωνάζουν χυδαιότητες στο δρόμο, να τις αποκαλούν πουτ@νες και ξέκωλ@, να χύνουν χολή εναντίον τους όταν τολμούν να μην τους “κάθονται”, να κάνουν αστεία βιασμού και παρέα με βιαστές φιλαράκια τους. Με λίγα λόγια, θέλουν στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την ανωτερότητά τους απέναντι στις γυναίκες να συνεισφέρουν ακριβώς στο ίδιο πολιτισμικό κλίμα που έκανε τους δολοφόνους της Τοπαλούδη να μιλάνε την ίδια γλώσσα, να μπορούν να συνεννοηθούν, να εκτελέσουν το πλάνο τους και να μην νιώθουν καν τύψεις.
 
Ο Λουτσάι και ο Κούκουρας δεν ήταν δύο «ψυχοπαθείς» ή δύο «ανώμαλοι» (όπως λανθασμένα χαρακτηρίζονται συχνά οι βιαστές αφού αντιθέτως ο βιασμός αποτελεί μια ομαλότητα στην πατριαρχία) που βρήκαν ο ένας τον άλλο λόγω μιας σατανικής σύμπτωσης. Ήταν απλά δύο άντρες που απορρόφησαν την πατριαρχική ιδεολογία και είχαν την αντίληψη ότι στις γυναίκες αξίζει βιασμός και δολοφονία όταν τους αρνούνται σεξ. Η διαφορά από άλλους άντρες που πιστεύουν ακριβώς τα ίδια ήταν ότι αυτοί έκαναν την θεωρία πράξη. Οι αρνητές της κουλτούρας του βιασμού συνεχίζουν να αναπαράγουν και να διαδίδουν την θεωρία ώστε να βρουν πρόσφορο έδαφος οι επόμενοι βιαστές.
 



Δες και αυτό!