Πέθανε σε ηλικία 56 ετών η Ιρλανδή τραγουδίστρια Sinéad O’Connor

27/07/2023
από
Η διάσημη Ιρλανδή τραγουδίστρια και ακτιβίστρια Sinéad O’Connor, πέθανε σε ηλικία 56 ετών, όπως ανακοίνωσε η οικογένεια της.

Τα μέλη της οικογένειας έγραψαν σε ανακοίνωσή τους την Τετάρτη (26 Ιουλίου): «Με μεγάλη θλίψη ανακοινώνουμε τον θάνατο της αγαπημένης μας Sinéad».

«Η οικογένειά της και οι φίλοι της είναι συντετριμμένοι και έχουν ζητήσει να γίνει σεβαστή η επιθυμία τους για ιδιωτικότητα σε αυτές τις πολύ δύσκολες στιγμές».

Η τραγουδίστρια, γνωστή από το single της Nothing Compares 2 U του 1990, το οποίο κατά την κυκλοφορία του έφτασε στο νούμερο ένα παγκοσμίως, έχει κερδίσει επίσης πολλά βραβεία για το άλμπουμ της I Do Not Want What I Haven’t Got.

Ήταν ανοιχτή στις κοινωνικές και πολιτικές της απόψεις, οι οποίες περιλάμβαναν εκστρατείες κατά της παιδικής κακοποίησης, την υποστήριξη αντιρατσιστικών κινημάτων και τον αγώνα για τα φεμινιστικά δικαιώματα.

Πολύ αξιοσημείωτο ήταν το σκίσιμο μιας φωτογραφία του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ κατά τη διάρκεια μιας ζωντανής εμφάνισης της στο Saturday Night Live το 1992, μετά από την δημοσίευση διάφορων σκανδάλων σεξουαλικής κακοποίησης από τη Καθολική Εκκλησία.

Όταν ρωτήθηκε αν η καταδικαστική αυτή πράξη καθόρισε την καριέρα της, είπε: «Ναι, με έναν υπέροχο τρόπο».

https://twitter.com/Esqueer_/status/1684268369187315713?s=20

Ενώ ανέφερε ότι δεν πιστεύει σε «ταμπέλες οποιουδήποτε είδους» όταν είχε μιλήσει για τη σεξουαλική της ταυτότητα, είχε δηλώσει: «Στην πραγματικότητα είμαι λεσβία», πριν κάνει πίσω ένα χρόνο αργότερα, λέγοντας ότι ήταν «υπερβολικό εκ μέρους μου να δηλώσω ότι είμαι λεσβία».

Η O’Connor δήλωσε αργότερα ότι είναι «τρία τέταρτα στρέιτ, ένα τέταρτο γκέι», ενώ πρόσθεσε ότι δεν ήταν πολύ σωστό να την αποκαλούμε «bi».

Γεννημένη στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το 1966, ένα μεγάλο μέρος της πρώιμης ζωής της O’Connor καθορίστηκε από την περιφρόνηση της εξουσίας, μέσω της μικροκλοπής από καταστήματα αλλά και κάνοντας κοπάνες από σχολείο, μέχρι που, σε ηλικία 15 ετών, τοποθετήθηκε σε ένα άσυλο Μαγδαληνών, το οποίο ακούσια τη βοήθησε να αναπτύξει δεξιότητες στη συγγραφή και την εκτέλεση μουσικής.

Κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ The Lion and the Cobra το 1987 σε ηλικία μόλις 21 ετών. Το άλμπουμ απέσπασε τις καλύτερες κριτικές σε όλους τους τομείς, με πολλούς να το χαρακτηρίζουν ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της δεκαετίας του 1980. Κατάφερε να φτάσει στο Top 40 των charts τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στις ΗΠΑ.

Καθώς συνέχισε την αναμφισβήτητα επιτυχημένη μουσική της καριέρα με ένα ακόμη άλμπουμ που απέσπασε τρομερές κριτικές, το I Do Not Want What I Haven’t Got, άρχισε να γίνεται γνωστή ως πολιτική ακτιβίστρια.

Στο απόγειο της καριέρας της στη δεκαετία του 1990, η O’Connor προκάλεσε αναταραχές στη μισογυνική μουσική βιομηχανία με τον ακτιβισμό της, αρνούμενη να εμφανιστεί στο Saturday Night Live ενώ το παρουσίαζε ο αμφιλεγόμενος κωμικός Andrew Dice Clay, μετά εμποδίζοντας σε συναυλία στο Νιου Τζέρσεϊ να παιχτεί ο εθνικός ύμνος των ΗΠΑ αλλά και ξυρίζοντας το κεφάλι της αφού η εταιρεία της ζήτησε να «φορέσει ψηλοτάκουνες μπότες και στενά τζιν και να αφήσω τα μαλλιά μου να μακρύνουν».

«Αποφάσισα ότι ήταν τόσο αξιολύπητοι που ξύρισα το κεφάλι μου για να μην υπάρξει περαιτέρω συζήτηση», δήλωσε στο Rolling Stone το 1991.

Sinéad O’Connor in a hijab, sings into a microphone.

Η πιο αμφιλεγόμενη απόφασή της ήταν η υπεράσπιση του στρατού της Ιρλανδικής Δημοκρατίας, την οποία αργότερα ανακάλεσε, λέγοντας ότι ήταν «πολύ νέα για να κατανοήσει σωστά την τεταμένη κατάσταση στη Βόρεια Ιρλανδία».

Ωστόσο, συνέχισε να υποστηρίζει μια ενωμένη Ιρλανδική Δημοκρατία και προσχώρησε στο Sinn Féin το 2014, λέγοντας ότι πιστεύει ότι τα μέλη του κόμματος, όπως ο Gerry Adams, πρέπει να παραιτηθούν επειδή «θυμίζουν στους ανθρώπους τη βία».

Προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ το 2018 και άλλαξε το όνομά της σε Shuhada Sadaqat, αν και συνέχισε να εμφανίζεται με το όνομα Sinéad O’Connor.

Ο Ιρλανδικός Οργανισμός Μουσικών Δικαιωμάτων (IMRO) ανέφερε σε ανακοίνωσή του απαντώντας στην είδηση του θανάτου της: «Οι καρδιές μας συμπαραστέκονται στην οικογένεια, τους φίλους και όλους όσους ευαισθητοποιήθηκαν από τη μουσική της, καθώς αναλογιζόμαστε τη βαθιά επίδραση που άσκησε στον κόσμο».




Δες και αυτό!