Ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς του Χόλιγουντ, μακροχρόνιος ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, πέθανε στο σπίτι του στη Γιούτα την Τρίτη, στην ηλικία των 89 ετών.
Ο θάνατός του ανακοινώθηκε με μια δήλωση από την υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων Σίντι Μπέργκερ, της Rogers & Cowan PMK, η οποία δήλωσε ότι ο ηθοποιός πέθανε στον ύπνο του, χωρίς όμως να αναφέρει την αιτία.
Αφού ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Ρέντφορντ κυριάρχησε ως πρωταγωνιστής κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ‘60, ‘70 και του ‘80, υποδυόμενος μερικούς από τους πιο γοητευτικούς και εντυπωσιακούς άνδρες πρωταγωνιστές της μεγάλης οθόνης σε πολιτικά θρίλερ όπως τα «Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου» και «Οι τρεις μέρες του Κόνδορα» και σε ρομαντικές ταινίες όπως τα «The Way We Were» και «Ο Μεγάλος Γκάτσμπι».
Αν και έλαβε μόνο μία υποψηφιότητα για Όσκαρ για την υποκριτική του καθ’όλη τη διάρκεια της λαμπρής καριέρας του — για την ταινία «The Sting» του 1973 — κέρδισε μια Χρυσή Σφαίρα για τον ρόλο του ως Γουέιντ Λιούις στην ταινία «Inside Daisy Clover» του 1965, τον πρώτο του σημαντικό ρόλο στη μεγάλη οθόνη. Η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστεί και η Νάταλι Γουντ, έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις πρώτες ταινίες του Χόλιγουντ στην οποία ένας γκέι χαρακτήρας, ένας γκέι ηθοποιός στην ντουλάπα που υποδύεται ο Ρέντφορντ, δεν ντρέπεται για τη σεξουαλικότητά του.
Στα μέσα και τα τελευταία χρόνια της καριέρας του, ο Ρέντφορντ ασχολήθηκε όλο και περισσότερο με τη σκηνοθεσία, κερδίζοντας ένα Όσκαρ για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1980, «Συνηθισμένοι Άνθρωποι», με την Μέρι Τάιλερ Μουρ σε έναν συγκινητικό ρόλο ως θλιμμένη μητέρα. Στη δεκαετία του ‘90, ο πρώην κινηματογραφικός γόης αποκτούσε τη μία υποψηφιότητα μετά την άλλη για τη σκηνοθεσία ταινιών όπως το «A River Runs Through It», με πρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ, και το «Quiz Show», με πρωταγωνιστές τους Τζον Τουρτούρο και Ραλφ Φάινς. Έδωσε την τελευταία του ερμηνεία ως πρωταγωνιστής το 2018 στην ταινία «The Old Man and the Gun», μετά την οποία αποχώρησε από τη βιομηχανία λόγω της υγείας του.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη συμβολή του Ρέντφορντ στον κόσμο του κινηματογράφου ήταν η ίδρυση του Sundance Institute, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού αφιερωμένου στην προώθηση της κινηματογραφικής τέχνης μέσω της ανακάλυψης μοναδικών φωνών. Υπό την καθοδήγηση του Ρέντφορντ και του ιδρύματος, το οποίο ιδρύθηκε το 1981, ένα φεστιβάλ κινηματογράφου που κάποτε αντιμετώπιζε δυσκολίες μετατράπηκε σε έναν κορυφαίο προορισμό για νέους σκηνοθέτες και ταινίες από όλο τον κόσμο — μια κληρονομιά που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Ο ακτιβισμός του θρυλικού ηθοποιού ξεπέρασε τα όρια του κινηματογραφικού κόσμου, καθώς από τη δεκαετία του ’70 αγωνίστηκε για περιβαλλοντικά ζητήματα. Εκτός από την αντίθεσή του στην κατασκευή επιβλαβών δομών, όπως ένας αυτοκινητόδρομος και ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα στη Γιούτα, ο Ρέντφορντ ήταν επί μακρόν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Natural Resources Defense Council και ιδρυτής του The Redford Center, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που έχει ως στόχο την προώθηση περιβαλλοντικών λύσεων μέσω της αφήγησης ιστοριών.
Το 2013, ο Ρέντφορντ εντάχθηκε στον αγώνα για την ισότητα στο γάμο, εμφανιζόμενος στο Annual Allies Dinner της Equality Utah, όπου μίλησε στους παρευρισκόμενους.
«Είμαι εδώ για τον ίδιο λόγο που είστε και εσείς — για τα ίσα δικαιώματα για όλους. Όπως και εσείς, πιστεύω ότι δεν υπάρχει χώρος για διακρίσεις στον κόσμο μας. Κανένας. Νομίζω ότι είναι αντί-αμερικανικό», είπε δύο χρόνια πριν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφανθεί για την υπόθεση Obergefell v. Hodges, σύμφωνα με ένα ρεπορτάζ του Out μετά το δείπνο. «Αν αλλάξουμε τους νόμους που προάγουν διακρίσεις στη Γιούτα, αυτό θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους ανθρώπους σε άλλες πολιτείες. Θα επιτρέψει στους ανθρώπους να δουν τι μπορεί να γίνει».
Ο Ρέντφορντ θα μείνει στην ιστορία ως ένας μοναδικός άνθρωπος, κάποιος που έγινε διάσημος χάρη στην κλασική ομορφιά του, αξιοποίησε τη φήμη του για να ιδρύσει οργανώσεις που θα βελτίωναν τον κόσμο και άφησε πίσω του ένα σύνολο ισχυρών, πολιτικά προσανατολισμένων έργων τέχνης που θα διασκεδάζουν το κοινό για πολλές γενιές.