Όσοι/ες/α έχουμε βρεθεί σε θέατρα, δραματικές σχολές και παρασκήνια, ακούγοντας τη Ζέτα Δούκα είπαμε «επιτέλους κάποιος μίλησε». Το τρομακτικό που κυριαρχεί στον χώρο της υποκριτικής και του θεάτρου είναι, ότι η κακοποιητική συμπεριφορά θεωρείται, συχνά, ως απαραίτητο κακό του ταλέντου, ή ως κάποια διαδικασία καλλιτεχνικής μύησης, ή μέθεξης. Υποτιμητικές και εξευτελιστικές συμπεριφορές νοούνται ως απαραίτητα μέσα για να “βρει ο ηθοποιός τον ρόλο” και να μπορέσει να “σταθεί στην σκηνή.”
Δυστυχώς, μέσα σε αυτό το περιβάλλον σπουδάζουν υποκριτική πολλοί νέοι και νέες σήμερα. Είναι κοινό μυστικό, στον χώρο του θεάτρου, η προσβλητική και εκφοβιστική συμπεριφορά σκηνοθετών, ακόμα και κάποιων που δεν είναι πια εν ζωή. Συντηρείται, δηλαδή, ένας μύθος του “δύστροπου καλλιτέχνη” που εξαντλεί ανθρώπους στο όνομα της τέχνης. Διαιωνίζοντας έτσι, μια κουλτούρα του “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” και ότι “κατά την διάρκεια της καλλιτεχνικής διαδικασίας είναι όλα θεμιτά.”
Αλλά, αλήθεια, τι αξία έχει ένα ταλέντο, όταν καταπατά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια; Τι σημασία έχει ένα χειροκρότημα, ή μια στιγμή λύτρωσης για τον θεατή, όταν το σκηνικό δημιούργημα έχει δημιουργηθεί με την ψυχική φόνευση ενός ανθρώπου; Το καλλιτεχνικό ταλέντο, συχνά, υπερεκτιμάται έναντι άλλων ταλέντων με αποτέλεσμα να δικαιολογούνται καταχρηστικές συμπεριφορές. Όμως, ένα ταλέντο που εξοντώνει ανθρώπους τι αξία έχει, αναρωτιέμαι. Και μη μου πεις κι εσύ «γιατί τώρα;» , μη μου πεις, σε παρακαλώ, «αυτά συνέβαιναν και θα συμβαίνουν πάντα». Δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίσουμε να λέμε «έτσι είναι οι δουλειές». Εκείνο το άτομο που αναλαμβάνει να ηγείται πρέπει να μάθει να χειρίζεται την εξουσία του. Κι όταν κάνει λάθος να ζητάει συγγνώμη.
Γιάννης Παυλόπουλος