Δε χρειάζεται να είναι κανείς μεγάλος φανατικός της πολιτικής ορθότητας, ούτε φιλόλογος ούτε γλωσσολόγος για να μπορέσει να καταλάβει πόση δύναμη έχουν οι επιλογές που κάνουμε όταν μιλάμε κι όταν γράφουμε (π.χ. οι λέξεις που χρησιμοποιούμε, η ένταση της φωνής μας, τα σημεία στίξης, οι φατσούλες – γνωστές κι ως emojis). Άλλωστε οι περισσότεροι μάλλον θα έχουμε ακούσει πως «η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει».
Το σίγουρο είναι πως κάνουμε άπειρα πράγματα με τη γλώσσα. Πέρα από την απλή ανταλλαγή πληροφοριών, χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να δώσουμε υποσχέσεις ή συμβουλές, να προειδοποιήσουμε, να βρίσουμε ή να δείξουμε ευγένεια και σεβασμό, να εκφράσουμε συναίσθημα, να μαλώσουμε, να προσβάλλουμε, να απολογηθούμε,να είμαστε γοητευτικοί ψεύτες ή “ανήθικα ειλικρινείς” και πολλά άλλα. Αν τα υπολογίσουμε, λοιπόν, όλα αυτά, προκύπτει πως χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για πάμπολλα πράγματα: να χτίζουμε τις σχέσεις μας με τους άλλους, να παρουσιάζουμε τον εαυτό μας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να περιγράφουμε τον κόσμο γύρω μας, να τον καταλαβαίνουμε και να τον εξηγούμε, να βάζουμε τα πράγματα σε κατηγορίες – να ξεχωρίζουμε το «τριαντάφυλλο» από το «γαρύφαλλο» και να καταλαβαίνουμε πως παρά τις διαφορές τους, και τα δύο ανήκουν στην κατηγορία «φυτά».
Από όλα αυτά όμως, σε αυτό το κείμενο θέλω να σταθώ στις κακόβουλες ή δυνητικά τραυματικές συνέπειες που μπορεί να έχει η χρήση της γλώσσας (κι οτιδήποτε μπορεί κανείς να ορίζει ως γλώσσα, από την προφορική ή γραπτή επικοινωνία και τη νοηματική ή τη γλώσσα του σώματος, όπως μια χειρονομία, μέχρι τις εικόνες – κατά το «μια εικόνα χίλιες λέξεις»). Θα σταθώ στο πώς οι γλωσσικές μας επιλογές μπορούν να γίνονται κακοποιητικές, στοχοποιούν, και να επιτίθενται, εστιάζοντας σε μια κοινότητα που έχει στιγματιστεί και συνεχίζει να στιγματίζεται αμείλικτα και με πολλούς τρόπους: τα άτομα που εργάζονται στο σεξ.
Υπάρχει, για παράδειγμα, μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις λέξεις “πόρνη” ή “ιερόδουλη” και τις πιο σύγχρονες (για τα ελληνικά δεδομένα) “σεξεργάτρια” και “σεξεργάτης” και το αν χρησιμοποιεί κανείς τη μια ή την άλλη λέξη δηλώνει μια ιδεολογική σκοπιά. Οι λέξεις “πόρνη” κι η “ιερόδουλη” κουβαλούν ένα στίγμα και ένα πλήθος από στερεότυπα πάνω τους, πάντα με κακό πρόσημο. Ακόμη και η λέξη “παστρικιά”” που έχει αποδοθεί σε αυτό τον πληθυσμό, γιατί παλαιότερα, ήταν υποχρεωμένες να πλένουν τον κάθε πελάτη, τα σεντόνια, τις πετσέτες κ.ο.κ. και πάλι έχει μείνει, ως κακή κληρονομιά. Υποδεικνύουν αποκλειστικά μια γυναικεία ταυτότητα μιας και σπάνια θα χρησιμοποιήσει κανείς τη λέξη “πόρνος” για να αναφερθεί σε άντρα που παρέχει σεξουαλικές υπηρεσίες, ενώ η λέξη “ιερόδουλος” μάλλον δεν υφίσταται. Εκτός από το φύλο, όμως, οι λέξεις αυτές συχνά υπαινίσσονται και μια έλλειψη ηθικής. Από την άλλη, οι λέξεις “σεξεργάτρια” και “σεξεργάτης” αρχίζουν να σοβαρεύουν το πράγμα. Εκτός από το ότι μας υπενθυμίζουν πως η παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών δεν είναι μια αποκλειστικά γυναικεία δουλειά, τονίζουν συνάμα ότι πρόκειται για εργασία, για επάγγελμα και πως αυτοί που πληρώνουν για να απολαμβάνουν αυτές τις υπηρεσίες είναι “πελάτες”.
Προσπερνώντας όμως το ποιες λέξεις χρησιμοποιεί κανείς για να αναφερθεί στα άτομα που εργάζονται στο σεξ, θα προχωρήσω στο πώς μιλάμε για αυτά τα άτομα, εστιάζοντας στο δημόσιο λόγο, τα μίντια και συγκεκριμένα τις εφημερίδες. Πρώτα από όλα, τις περισσότερες φορές οι εφημερίδες θυμούνται τα άτομα αυτά όταν πρόκειται για κακό. Όποτε μιλούν για εγκληματικότητα, ναρκωτικά και βία, προσθέτουν – μάλλον υπερβολικά εύκολα – και μια πορνεία δίπλα για να συμπληρωθεί η όλη εικόνα. Όμως οι πιο νωπές μνήμες στοχοποίησης της εργασίας στο σεξ στη σύγχρονη ιστορίας της Ελλάδας αφορούν την διαπόμπευση των οροθετικών σεξεργατριών το 2012 – τότε που πολιτικοί και δημοσιογράφοι μιλούσαν για “υγειονομικές βόμβες” στο κέντρο της Ελλάδας, και δημοσίευαν φωτογραφίες τους στα ΜΜΕ. Το δίπολο τότε είχε ως εξής: από τη μια οι «οικογενειάρχες άντρες» (τα θύματα) κι από την άλλη οι «οροθετικές ιερόδουλες» (οι θύτες).
Πατώντας στο καλά παγιωμένο αυτό δίπολο, την προηγούμενη εβδομάδα η εφημερίδα Espresso, σε άρθρο με τίτλο «Δομή βίζιτας στο Κρανίδι! Αφρικανές εκδίδονταν σε πελάτες στα γύρω χωριά», κάνει λόγο για “υγειονομική βόμβα που τελικά εξερράγη”, αναφερόμενη στις δομές φιλοξενίας που αποκαλεί “δομές βίζιτας”. Στο άρθρο αυτό, οι δημοσιογράφοι έχουν φροντίσει να συμπεριλάβουν τις απόψεις όλων των εμπλεκόμενων (από δημάρχους και περιφερειάρχες μέχρι και κάτοικους της περιοχής), εκτός των ατόμων που έμεναν σε αυτές τις δομές φιλοξενίας. Κι από εκεί ξεπηδά το ερώτημα, σε ποιους τελικά διαλέγουν τα μίντια να δίνουν φωνή και ποιες φωνές επιλέγουν να φιμώνουν. Πέραν αυτού όμως, αν εστιάσουμε σε προτάσεις του άρθρου όπως οι ακόλουθες, παρατηρούμε μια προσπάθεια να κατασκευαστεί μια έντονη αντίθεση. Κι αφού όπως είπα πριν, χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας ή τους άλλους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και για να δείξουμε τη σχέση μας με τους άλλους ή πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο γύρω μας, όπως φαίνεται στις παρακάτω προτάσεις, η γλώσσα στο άρθρο αυτό στιγματίζει και κακοποιεί, κατασκευάζοντας μια σχέση ανάμεσα σε «εμάς τους αναγνώστες, τους ντόπιους, τα θύματα» και «τους άλλους, τους ξένους, τους θύτες»:
- «Μετανάστριες ψώνιζαν πελάτες από το Κρανίδι»
- «Αφρικανές το έσκαγαν από το ξενοδοχείο και πουλούσαν το κορμί τους στα χωράφια»
- «Αφρικανές εκδίδονταν σε πελάτες στα γύρω χωριά»
- «κάποιες από τις Αφρικανές που φιλοξενούνται σε αυτό το είχαν μετατρέψει σε δομή… βίζιτας και εκδίδονταν συστηματικά σε πελάτες»
- «είναι άγνωστο αν -και πόσοι- ντόπιοι που πλήρωναν για να περάσουν λίγες στιγμές ηδονής, έχουν κολλήσει τον φονικό ιό»
Από τη μια “εμείς”, οι αθώοι κάτοικοι της περιοχής κι από την άλλη, οι άλλοι, οι ξένοι, οι θύτες. Και κάπως έτσι «με ένα σμπάρο, δυο τρία τέσσερα τριγόνια», μπαίνει στο στόχαστρο και η φυλή και το φύλο, κι η μετανάστευση, κι η εργασία στο σεξ. Ένα τρελό κοκτέιλ στερεοτύπων, που πατά σε ένα σύνολο στιγμάτων «γυναίκα», «μαύρη», «εργαζόμενη στο σεξ», «μετανάστρια». Παλιά τα αφηγήματα, και πολύ οικεία,δυστυχώς. Η γυναίκα ως Εύα στήνει παγίδα στον Αδάμ του Κρανιδίου, κι ο κορονοϊός φυσικά φέρνει την καινούρια εκδοχή της ιστορίας της σεξεργάτριας που μολύνει και βάζει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, γιατί ως γνωστόν «οι Αφρικανές» με το ζόρι τους τραβάνε τους ντόπιους να συνευρεθούν μαζί τους.
Ναι ειρωνεύομαι, καλά το κατάλαβες. Κι είναι ο πιο ευγενικός τρόπος που έχω για να εκφράσω τη θλίψη, την απογοήτευση και την οργή μου, που κάποιοι δημοσιογραφίσκοι συγχέουν την ιδεολογία με τη δεοντολογία. Κι αναρωτιέμαι, πόσοι αναγνώστες μπορούν άραγε να διαβάζουν τα κακόβουλα κίνητρα και τη βία που εγκυμονούν τέτοιες «ειδήσεις»; Πόσοι μπορούν να δουν τη δύναμη των γλωσσικών μας επιλογών και την κατάχρηση αυτής της δύναμης, από την τέταρτη εξουσία; Πόσο ακόμα θα συνεχίζεται η αναπαραγωγή των διακρίσεων από τα μίντια; Και τι κερδίζουν στο κάτω κάτω με το να είναι σκατόψυχοι;
Ρητορικά, ίσως, ερωτήματα για τους περισσότερους που ξέρουν τις απαντήσεις.
Αυτοί που κουράζονται ή αρνούνται να δουν πίσω από τις λέξεις, φέρουν μια εσάνς από Κρανίδι ή όποιο σημείο διαπραγματεύονται καθημερινά, επαναλαμβανόμενοι “μικροί θάνατοι”.
Και στις δύο περιπτώσεις ή προσπερνούν ή δεν μπαίνει καν σαν σκέψη, πως είναι συνένοχοι στο έγκλημα.
Άννα Κουρουπού
Διευθύντρια Red Umbrella Athens
Χρήστος Σαγρέδος
Διδακτορικός φοιτητής Γλωσσολογίας