Μια γυναίκα με μάσκα πουλιού κάθεται σε έναν πάγκο. Τα πόδια της χτυπούν στην αλουμινένια κατασκευή παράγοντας έναν επαναλαμβανόμενο θόρυβο. Η πόρτα του θεάτρου «Φούρνος» ανοίγει και μια queer περσόνα εισβάλει στο χώρο. Το άρωμά της κατακλύζει τον χώρο. Ο Πάνος Κούγιας επαναδιαπραγματεύεται μέσα από το queer βλέμμα του, το κλασικό έργο του Στρίντμπεργκ ,«Δεσποινίς Τζούλια».
Η queer αναδιαπραγμάτευση
Ο Πάνος Κούγιας ενσαρκώνει στην παράσταση μια κυρία της Αυλής, μια φιγούρα εμπνευσμένη από την Θεία Σούλα. Αποτελεί το μόνο ομιλούν πρόσωπο του έργου. «Έχω φτιάξει μια περσόνα, η οποία ονομάζεται Θεία Σούλα, σκέφτομαι συχνά με αφορμή αυτή την περσόνα. Είναι σκηνοθετικό εργαλείο με σκοπό την queer επανανάγνωση του κόσμου. Όλα επιτρέπονται στη Θεία Σούλα, κουβαλά στις πλάτες τις όλη αυτή την αποτρόπαια δραματουργία. Κανείς δεν θέλει να έρθει να κάνει στη σκηνή τον κουτσομπόλη. Η θεία Σούλα έρχεται να παρουσιάσει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας ως αντικατοπτρισμός της», αναφέρει.
Στον πρόλογο του κλασικού έργου ο συγγραφέας περιγράφει το θέατρο ως μια βίβλο αποτελούμενη από εικόνες. Ο Πάνος Κούγιας προσπάθησε να διατηρήσει τη δύναμη των εικόνων ενσωματώνοντάς τες σε μια απολύτως queer αισθητική, αντλώντας από την πασαρέλα του Yves Saint Lauren, τη μουσική του Orlive Peck και την ελληνική pop κουλτούρα.
Ο Στρίντμπεργκ περιγράφει τον θεατρογράφο ως λαϊκό ιεροκήρυκα και το θέατρο ως λαϊκό σχολείο για τη νεολαία. «Η παράσταση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια από σκηνής διδασκαλία. Μας μιλά για τον έρωτα, τη διαχείριση των τραυμάτων και των παθών μας. Είναι κάπως απαρηγόρητες και αμετροεπείς θεματικές αυτές, έχει μια αξία να τα βλέπουμε στο πραγματικό τους μέγεθος αυτά τα πράγματα, κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε ενώ εμπλεκόμαστε σε αυτές τις διαδικασίες, χρειαζόμαστε το βλέμμα κάποιου τρίτου. Στη δική μας περίπτωση χρειαζόμαστε το βλέμμα της Θείας Σούλας, της κυρίας της Αυλής. Αποφασίσαμε λοιπόν να τοποθετήσουμε έναν εξωκειμενικό παράγοντα που είναι ένα αφηγηματικό πρόσωπο που υπερπηδά τη δραματουργία. Η οποία τι κάνει; Κουτσομπολεύει, κάνει το προσωπικό δημόσιο, τους ξεμπροστιάζει, η παράσταση είναι βασισμένη σε ένα κουτσομπολιό», σημειώνει σχετικά ο σκηνοθέτης απευθυνόμενος στο queer νεανικό κοινό.
Η πολιτική του έρωτα
Όταν ρώτησα τον Πάνο για ποιον λόγο επέλεξε να επαναδιαπραγματευτεί το συγκεκριμένο έργο μου απάντησε πως η απόφασή του σχετίζεται με την επιλογή του συγγραφέα να το τοποθετήσει την τελευταία νύχτα της θερινής ισημερίας. «Η θερινή ισημερία για τους Σουηδούς είναι η πιο σπουδαία νύχτα της χρονιάς. Εκείνη την μέρα είναι σαν να ξυπνάνε τα πάθη, να ξυπνάει ο οίστρος της φύσης. Γι αυτό και στο έργο αντιστρέφονται οι ταξικές διαφορές. Εκείνη τη νύχτα γιορτάζουνε και οι αστοί και ο απλός λαός. Είναι μια κοινή γιορτή για όλους, γιορτάζουνε τα πάθη τους. Θυμίζει κάπως τις βακχικές νύχτες». Υπό αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να διαβάσουμε την ίδια την «Δεσποινίδα Τζούλια» ως μια σύγχρονη Ερινύα.
Την τελευταία νύχτα της θερινής ισημερίας, οι ρόλοι αντιστρέφονται, ο δούλος γίνεται αφέντης και η αστή Τζούλια διαλύεται απ’ τον τυφώνα του έρωτά της για τον υπηρέτη της. «Θα πρέπει να δεχτούμε ότι στον έρωτα θα είμαστε πάντα άνισοι, θα ‘μαστε πάντα ανεπιτυχείς. Αυτό είναι που θα γεννά τη θεατρική πράξη, που γεννά την δημιουργία. δεν υπάρχει ισορροπία. Δεν ξέρω κανένα έργο που να μην επαληθεύει την ξεφτίλα που υφιστάμεθα στον έρωτα. Ξεφτιλιζόμαστε όλοι στον έρωτα. Και ίσως έτσι πρέπει να ναι. Αυτό συστήνει το ερωτικό γίγνεσθαι», αναφέρει.
Για τον Πάνο Κούγια ο έρωτας εκτός από ανθρώπινο αυτοάνοσο αποτελεί και ένα φαινόμενο εξωγλωσσικό. «Ερωτευόμαστε ανεξαρτήτως γλώσσας, όπως η Ποκαχόντας τον Τζον Σμιθ. Όταν μιλάμε για ερωτά, “γλώσσα” συνιστά ένα ψηφιδωτό του Άλλου, αποτελούμενο από βλέμματα, μυρωδιές, αφελείς χειρονομίες, φάλτσα τραγούδια και αμήχανες ουλές των παιδικών μας χρόνων, τον χώρο και τον χρόνο που συμπυκνώνει η παρουσία ή η απουσία του. Δεν ξέρω αν υπάρχει ίδια γλώσσα, ξέρω πως υπάρχει ίδια συχνότητα, εκείνη η υψηλή και προσωπική συχνότητα που κρατάμε μέσα μας ψηλά, στο ύψος της καρδιάς και προσφέρουμε προς κούρδισμα μονάχα σε έναν άνθρωπο», σημειώνει.
Άνθρωποι – ναυάγια
Ο σκηνοθέτης εντοπίζει το μεγαλείο των κλασικών δραματουργών στο γεγονός πως κατασκεύαζαν χαρακτήρες – ναυάγια. Επέλεξε να παρουσιάσει τους πρωταγωνιστές του ως πτηνόμορφες, σχεδόν άφυλες φιγούρες.
«Με αφορά ως queer άτομο η πατριαρχική επιβολή απέναντι στις θηλυκότητες. Στην παράσταση αν και οι πρωταγωνιστές είναι ανθρωπόμορφοι, φοράνε μάσκες πουλιών. Μια από τις πιο συγκινητικές σκηνές του κλασικού έργου εντοπίζεται τη στιγμή που ο Ζαν στραγγαλίζει το καναρίνι της Τζούλιας. Αυτό είναι μια πράξη που κανένα άτομο δεν θα το έκανε αν δεν ήταν προνομιούχο. Δεν το χωρά μέσα του καμία άλλη φύση πέρα από μια φύση τοξική. Εμείς παίρνουμε το γεγονός και το πολλαπλασιάζουμε μεταμορφώνοντας την ίδια την Τζούλια σε πτηνόμορφη φιγούρα και σκοτώνοντάς την ίδια πάνω στη σκηνή, προωθώντας στο μέγιστο την πρόθεση του συγγραφέα».
»Γιατί όταν ο Ζαν σκοτώνει την μοναδική ομορφιά της ύπαρξης της Τζούλιας είναι σαν να θαμπώνει την υπόστασή της. Αυτή η ανισότιμη πράξη συμβολίζει την ανισότητα στις σχέσεις, όπου υπάρχουν νικητές και ηττημένοι κυρίως λόγω φύλου. Εξουσιαστής και εξουσιαζόμενος υπάρχει σε όλων των ειδών τις σχέσεις, ακόμα και στις queer. Αυτή την απόλυτη σκληρότητα την επαληθεύει ο ίδιος ο άνθρωπος, η φύση του. Προκύπτει σαφώς από κάποιο προνόμιο. Οφείλω όμως να σημειώσω πως κατά την άποψή μου τα queer άτομα κουβαλάμε ένα πιο τραυματισμένο βίωμα, ένα έσω πλήγμα, για αυτό και δεν ασχημονούμε με τέτοια βιαιότητα στις σχέσεις μας», σημειώνει.
Από την κουβέντα με τον Πάνο Κούγια προκύπτει πως ο έρωτας αποτελεί ανθρώπινο αυτοάνοσο, ένα φαινόμενο που ξεδιπλώνεται πέρα από το φύλο, τη μορφή και τη γλώσσα. Εντός του είμαστε όλες ναυάγια. Το queer βλέμμα μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο επαναδιαπραγμάτευσης του φαινομένου που όταν δεν μας σκοτώνει, όπως τη Δεσποινίδα Τζούλια, μας κάνει σίγουρα πιο δυνατές. Την παράσταση του μπορούμε να δούμε στο Θέατρο Φούρνος.