Είναι και ο αντιρατσισμός θέμα αισθητικής τελικά. Αυτό συνειδητοποιώ μιλώντας με Αριστερούς που από τη μία φρικάρουν με το εκφασισμό της κοινωνίας και την λέξη «λαθρομετανάστης» και στην επόμενη πρόταση συμπάσχουν με τους καημένους τους Έλληνες πολίτες που εύλογα έχουν αγανακτήσει. Μα γιατί εύλογα, ρωτάω. «Εσύ δε μπορείς να καταλάβεις εδώ που μένεις, ρώτα κι εμάς που μένουμε στον Άγιο Παντελεήμονα». Δηλαδή εσένα πώς έχουν επηρεάσει τη ζωή σου οι μετανάστες, επιμένω, αναλογιζόμενη το ευρύχωρο σπίτι του, την καλή δουλειά και την άνετη ζωή του. «Βρομίζουν» είναι η απάντηση.
Mε λίγα λόγια ούτε εμείς θέλουμε μετανάστες γιατί μας χαλάνε την αισθητική, αλλά τουλάχιστον δεν τους λέμε “λάθρο”. Ενδιαφέρον έχει επίσης να αναρωτηθούμε αν οι μετανάστες είναι όντως πιο βρόμικοι από τους Έλληνες ή απλά δίνουν αυτή την αίσθηση επειδή αναγκάζονται να κοιμούνται στο δρόμο και να χρησιμοποιούν τους δημόσιους χώρους περισσότερο. Με λίγα λόγια, μήπως το πρόβλημα προκύπτει από το ότι είναι φτωχότεροι, στην οποία περίπτωση η πρόταση θα μετατρεπόταν “δε θέλουμε φτωχούς γιατί οι φτωχοί μας χαλάνε την αισθητική” -το οποίο δεν ακούγεται πολύ αριστερό.
Και πώς αλλιώς επηρεάζουν τη ζωή σου, ρωτάω. «Δε μου διέρρηξαν το σπίτι πέρσι το καλοκαίρι;” ρωτάει θριαμβευτικά. Δεν υπάρχει βέβαια κάποια ένδειξη ότι το σπίτι το διέρρηξαν ξένοι. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι όταν διέρρηξαν το δικό μου σπίτι πριν μερικά χρόνιο ο ίδιος υπέθεσε ότι θα ήταν κάποιοι χρήστες ναρκωτικών που μπούκαραν χωρίς πλάνο. Δεν έχει και πολύ σημασία πάντως γιατί πάλι μας διαφεύγει η ρίζα του κακού: αυτοί που κλέβουν είναι πάντα οι φτωχοί. Όταν αυξάνεται η φτώχεια αυξάνεται και η εγκληματικότητα γιατί οι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν. Δε μπορείς να θες να καταπολεμηθεί το σύμπτωμα και όχι η αιτία.
Είναι κρίμα αλλά δεν “χωράνε” άλλοι στην Ελλάδα, λένε πολλοί. Πώς γίνεται να μην χωράνε άλλοι άνθρωποι στην Ελλάδα και ταυτόχρονα να μας παρακαλάνε να γεννήσουμε για να μην μειωθεί ο πληθυσμός της Ελλάδας; Είναι πεπερασμένος ο αριθμός των ανθρώπων που “χωράει” μια χώρα ή δεν είναι τελικά; Ή μήπως αυτό εξαρτάται από την προθυμία μας να τους ενσωματώσουμε;
Πριν χρόνια μια πονόψυχη προοδευτικής συγγενής μου που ψηφίζει σταθερά αριστερά αγανάκτησε με τον ρατσιστικό και βάρβαρο τρόπο που φέρονται στους μετανάστες. “Κανονικά θα έπρεπε να τους μαζεύουν, να τους πληρώνουν το εισιτήριο και να του στέλνουν στις χώρες τους” αντιπρότεινε. Με λίγα λόγια “δε θέλουμε τους ξένους εδώ, αλλά ας τους διώξουμε λίγο πιο ευγενικά”. Λες και το θέμα είναι το Savoir Vivre, όχι ότι στις δικές τους πατρίδες θα καούν ζωντανοί ή θα αργοπεθάνουν από την πείνα.
Ακόμα και οι feel-good αφηγήσεις όμως χάνουν τελείως το νόημα. Σειρά τώρα έχει μια αισιόδοξη ιστοριούλα από τον Άγιο Παντελεήμονα. Ο μετανάστης με τα μούσια και η γυναίκα του με την χιτζάμπ ένα χρόνο μετά έχουν ξυριστεί και έχουν πετάξει την μαντήλα! Αυτό είναι πολύ θετικό, μόλις απέδειξαν ότι μπορούν να μοιάσουν με εμάς, τι καλά! Ας τους δώσουμε ένα μπισκοτάκι. Αυτή η επιβράβευση βέβαια καθόλου δε βοηθάει στην καταπολέμηση του ρατσισμού. Από τη μία γιατί αγνοεί πως οι μετανάστες μπορεί να επιθυμούν να εξαφανίσουν κάθε διακριτικό σημάδι του πολιτισμικού background τους ως τακτική επιβίωσης, για να αποφύγουν την επιθετικότητα των γύρω τους. Από την άλλη, δε θα θελήσουν όλοι οι μετανάστες να ξεφορτωθούν τις παραδόσεις τους, κι αυτό θα χρησιμοποιείται πάντα ως σημάδι ότι δε θέλουν να ενσωματωθούν. Γιατί «ενσωμάτωση» για τους ντόπιους σημαίνει οι μετανάστες να μας μοιάζουν, να φοράνε τα ρούχα μας, να τρώνε το ίδιο φαγητό, να ακούν την ίδια μουσική, να πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Η διαφορετικότητα είναι σημάδι άρνησης ενσωμάτωσης.
Οι δε ιστορίες φασιστικής φρίκης προκαλούν πάντα περισσότερη αίσθηση όσο ο στόχος της βίας είναι πιο κοντά σε εμάς, πιο κοντά στο Δυτικό υποκείμενο. Τσκ τσκ τσκ, έχουν ξεφύγει τελείως οι φασίστες, χτύπησαν αλληλέγγυους, εργαζομένους σε ΜΚΟ ή -ακόμα χειρότερα- ξένους δημοσιογράφους! Ρεζίλι γινόμαστε, που φερθήκαμε σε μια Βρετανίδα τουρίστρια σαν να ναι μετανάστρια και η μαρτυρία της έκανε το γύρω των ΜΜΕ προκαλώντας μας εθνική ντροπή. Η φασιστική βία θεωρείται υπό έλεγχο όσο στρέφεται μόνο ενάντια στους Άλλους. Οι ιστορίες τους άλλωστε δεν ακούγονται γιατί τους έχουμε στερήσει τις φωνές, μπορούν να μιλάνε εκ μέρους τους μόνο οι λευκοί με τα ευρωπαϊκά διαβατήρια.
Αν ακούσεις τον μέσο Αριστερό, τάχα αντιρατσιστή, να μιλάνε για το μεταναστευτικό, συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει ουσιαστικός αντίλογος ενάντια στην κυρίαρχη ρητορική του Έθνους. Σπάνια θα συνδεθεί το μεταναστευτικό ζήτημα με τον δυτικό ιμπεριαλισμό και τις παρεμβάσεις στις χώρες προέλευσης τις οποίες η Δύση ξεζουμίζει, και ποτέ σχεδόν δε θα μπει σε ένα αντικαπιταλιστικό πλαίσιο. Είναι σαν ακόμα και η πλειονότητα των Αριστερών -που θεωρούν τους εαυτούς τους εξ’ορισμού αντιρατσιστές- να παίρνουν ως δεδομένο ότι είναι εύλογο κάθε λαός να επιθυμεί να ζει μόνο με τους ομοίους τους, ότι αλληλεγγύη οφείλουμε πρωτίστως στους συμπολίτες μας, ότι το Ισλάμ είναι κατώτερο από τον Χριστιανισμό, ότι το βάρος της ενσωμάτωσης δεν πέφτει στην κοινωνία υποδοχής, ότι τους ξένους απλά τους ανεχόμαστε αλλά δε θα πρέπει να δοκιμάζουν τα όριά μας, ότι οι μετανάστες δε θα πρέπει να είναι τίποτα λιγότερο από άψογοι για να τους αποδεχόμαστε ως ανθρώπους. Γιατί είναι οι Άλλοι. Και η κατασκευή του Άλλου δεν δέχεται σχεδόν καμία κριτική, αυτό παραμένει ένα ακαδημαϊκό χόμπυ με το οποίο δεν κερδίζεις εύκολα ψήφους γιατί παραπάει βαθιά στον πυρήνα της ταυτότητας και των βεβαιοτήτων μας.
Η εθνική προπαγάνδα τελικά καλύπτει όλο το πολιτικό φάσμα, η ακεραιότητα και υπεροχή του έθνους δεν αμφισβητείται σχεδόν από κανέναν. Απλά σκεπάζεται με ένα ψεύτικο, υποκριτικό ανθρωπισμό, έναν ισαποστακισμό, μερικές φωτογραφίες με παιδιά που κλαίνε (γιατί τα παιδιά και οι γυναίκες φαντάζουν πάντα λιγότερο απειλητικά από τον άντρα μετανάστη που έχει κατασκευαστεί ως εισβολέας και εν δυνάμει βιαστής και άρα μπορούμε να τον πυροβολούμε χωρίς τύψεις), και άλλες τόσες ιστοριούλες με λευκούς πονόψυχους σωτήρες που έχουμε ανάγκη όχι τόσο για να εμπνεύσουμε και άλλους αλλά για να συντηρήσουμε το μύθο περί ελληνικής φιλοξενίας και να νιώσουμε καλά με τον εαυτούλη μας. Η Αριστερά έχει αποτύχει γιατί δεν έχει να αντιπροτείνει τίποτα διαφορετικό πέρα από έναν ρατσισμό χαμηλότερων τόνων.