Οι περισσότερες – αν όχι όλες- λεσβιακές σχέσεις στο περιβάλλον μου ήταν (σχεδόν) κρυφές. Μυστικές. Άκρως ιδιωτικές. Κάπως απομονωμένες. Λίγο θαμμένες στο παρασκήνιο. Εμπιστευτικές. Ανομολόγητες. Λαθραίες. Αόρατες. Κάποιες “παράνομες”. Όλες συνώνυμες της “φευγαλέας”. Με “μόνη” ίσως διαφορά μεταξύ τους, τα ποσοστά ορατότητας. Τους αριθμούς!
Υπάρχει ο αριθμός εκατό: για σχέσεις εκατό τις εκατό κρυφές, από όλους και όλα. Ο αριθμός πενήντα, όταν η σχέση βρίσκεται πενήντα τις εκατό στο σκοτάδι, με τους φίλους για παράδειγμα να γνωρίζουν, αλλά την οικογένεια να νομίζει ότι η κοπέλα σου είναι κολλητή σου. Το ενενήντα τις εκατό, με μια μόνο φίλη σου να γνωρίζει την αλήθεια και οι υπόλοιποι να μην έχουν ιδέα για το πρόσωπο που ξαγρυπνά την καρδιά σου.
Και το τριάντα τις εκατό, όπως ήμουν εγώ τα τελευταία έντεκα χρόνια πριν να το μηδενίσω. Με την άμεση οικογένειά μου να γνωρίζει, αλλά με τις θείες και τους θείους να μην έχουν ιδέα. Κάποια άτομα από τη δουλειά να καταλαβαίνουν, αλλά ο ψιλικατζής τη γειτονιάς, να αποκαλεί την κοπέλα μου “φίλη” κι εγώ να μην τον διορθώνω.
Το αναμενόμενο με τους αριθμούς αυτούς είναι πως έχουν την ιδιότητα να αλλάζουν και να αναμειγνύονται. Τους κουβαλάμε μαζί μας όταν μπαίνουμε σε σχέσεις. Φορτία πολλές φορές δυσανάλογα των προσδοκιών μας. Όπως όταν ερωτεύεται το δέκα τις εκατό με το εκατό τις εκατό. Όταν δηλαδή δυο κόσμοι προσπαθούν να ταιριάξουν, όχι μόνο τις ιδιοσυγκρασίες τους, αλλά και τις εκ διαμέτρου αντίθετες κοινωνικές τους υποσχέσεις. Και ανακαλύπτουν πως αλήθεια και ψέματα υφαίνονται πάνω στην κοινή τους ιστορία και γίνεται το χειροποιήτο υφαντό, το δεύτερο δέρμα της αγάπης τους. Εκείνο που διαρκώς ξεφλουδίζει.
Όταν ξεκινάς μια λεσβιακή σχέση, κουνάς αριθμούς. Φέρνεις το ποσοστό σου, το δέκα, το είκοσι, το ογδόντα και το τοποθετείς πλάι σε εκείνο της συντρόφου σου. Το δικό σου δέκα, πλάι στο δικό της ενενήντα, γίνεται με πρόχειρους υπολογισμούς, πενήντα! Εκεί που ζούσες μια ζωή σχεδόν ανοιχτή, σχεδόν στηριγμένη στην αλήθεια (ό,τι και να ‘ναι αυτό το αγαθό), η αγάπη σου σε σπρώχνει πίσω στα σκοτάδια. Ή ανάποδα, η αγάπη σου σε τραβάει από τα μαλλιά να ξεσφινώσεις από την μισόκλειστη πόρτα της ντουλάπας κι εσύ κρατιέσαι ακόμα κι από τις κρεμάστρες.
Είναι τόσο περίπλοκοι αυτοί οι αριθμοί. Και τόσο ευμετάβλητοι όταν συναντιούνται. Ο ένας σπρώχνει τον άλλο να πάει πιο ‘κει. Κι οι δυο μαζί προσπαθούν να χωρέσουν στο ίδιο κρεβάτι.
Άργησα να καταλάβω πως πριν αφήσουμε τους αριθμούς μας να φτάσουν στο κρεβάτι, θα πρέπει πρώτα να περνάνε από το σαλόνι. Να φτιάχνουν τσάι και να τρώνε μπισκότα. Και να μιλάνε. Να υπολογίζουν το κοινό τους ποσοστό. Να αποφασίζουν αν είναι έτοιμοι να αυξομειωθούν ο ένας για χάρη του άλλου.
Και να κρατάνε σημειώσεις:
“Νιώθουμε άνετα να κρατάμε τη σχέση μας μυστική; Για πόσο; Πόσο σημαντικό είναι για εμένα η σύντροφος μου να μην είναι “out”; Πώς θέλουμε να συμπεριφερόμαστε δημόσια; Που μπορούμε να πάμε μαζί ως ζευγάρι; Μπορούμε να δημοσιεύουμε φωτογραφίες των δυο μας στα σόσιαλ μίντια; Πώς θα συστήνουμε η μία την άλλη σε γνωστούς, φίλους και οικογένεια;”
Αυτές οι ερωτήσεις που δεν έγιναν ποτέ, παρά μόνο υπαινίχθηκαν, άφηναν τις σχέσεις μου μετέωρες μέσα σε αμήχανες σιωπές. Πόσες φορές δεν έγινε η κοινωνική πίεση, ατομική απομόνωση; Πόσες φορές δεν φώναζε το τριάντα μου για προσοχή και αναγνώριση από φοβισμένα ενενήντα; Δεν ξέρω.. συχνά γυρίζω πίσω με τη σκέψη μου και αναρωτιέμαι, πως θα ήταν όλες αυτές οι σχέσεις, αν ήταν αντώνυμες της “φευγαλέας”. Αν δεν υπήρχαν αριθμοί, παρά μόνο άνθρωποι.