Το «Πέρασμα» είναι μια από τις ταινίες που συγκίνησαν στις 30ες «Νύχτες Πρεμιέρας», όπου προβλήθηκε σε μια κατάμεστη αίθουσα, παρουσία της συμπρωταγωνίστριας, τρανς ηθοποιού Ντενίζ Ντουμανλί. Είχε ωστόσο θριαμβεύσει στην 74η Μπερλινάλε, όπου κατάκτησε το βραβείο Teddy καλύτερης ΛΟΑΤΚΙ+ ταινίας.
της Δήμητρας Κυρίλλου
Ο δημιουργός της ταινίας Λεβάν Ακίν είναι γνώριμος στην queer κοινότητα. Γεωργιανός δεύτερης γενιάς με βάση τη Σουηδία, εντυπωσίασε με την ταινία του «And then we danced» (2020), μια ιστορία σεξουαλικής αφύπνισης και ενηλικίωσης στη σημερινή Γεωργία, με φόντο τη λαϊκή μουσικο-χορευτική παράδοση αλλά και τις κυρίαρχες μάτσο αντιλήψεις της χώρας. Αγαπήθηκε από το κοινό, δυστυχώς όχι από τους φανατικούς χριστιανούς και τις τοπικές αρχές, που τελικά εμπόδισαν την προβολή της στη Γεωργία (στην Ελλάδα βρήκε διανομή από την Ama Films).
Το 2024 επέστρεψε στη Μπερλινάλε με το «Crossing». Πρόκειται για την ιστορία της Λέα, μιας συνταξιούχου καθηγήτριας που, μετά το θάνατο της αδελφής της ταξιδεύει στη γειτονική Τουρκία σε αναζήτηση της ανηψιάς της, Τέκλα. Απροσδόκητη παρέα της ο Άτσι, ένας πιτσιρικάς που τη συνοδεύει εξασκώντας τα στοιχειώδη Αγγλικά του και ψάχνοντας τη δική του τύχη, καθώς στον τόπο του δεν έχει τίποτα να χάσει εκτός από τη φτώχεια και τον καταπιεστικό, σεξιστή αδελφό του.
Στον λαβύρινθο μιας πόλης όπως η Κωνσταντινούπολη και με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη (της Λέα), η αναζήτηση της Τέκλα φαντάζει αντίστοιχη με αυτήν ψύλλου στα άχυρα. Ωστόσο μια επίσκεψη στη συνοικία των τρανς (ουπς spoiler, η Τέκλα είναι τρανς) και η γνωριμία με την ακτιβίστρια δικηγόρο Εβριμ ανοίγει ένα καινούργιο κεφάλαιο στο στόρι, όχι τόσο σε σχέση με την αναζήτηση της χαμένης ανιψιάς, αλλά κύρια για τη γνωριμία με την Τουρκική κοινωνία, μια κοινωνία τόσο πολύπλοκη, πολύχρωμη και πολύπλοκη και διαφορετική, όσο η διεκδίκηση δικαιωμάτων και αξιοπρέπειας.
Συναντήσαμε τον Λεβάν Ακίν στη διάρκεια της Μπερλινάλε, ανάμεσα σε αλλεπάλληλες sold out προβολές ένα κρύο πρωινό στο lounge του Berlinale palast.
Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται σε ένα πέρασμα (Crossing), το οποίο από πολύ νωρίς βλέπουμε να κάνουν οι δυο πρωταγωνιστές από τη Γεωργία προς την Τουρκία, θαρρώ ωστόσο ότι η λέξη δεν αναφέρεται μόνο σε χωροταξική μετάβαση, αλλά για αλλαγές στις ζωές και τις αντιλήψεις αυτών των ανθρώπων. Είναι έτσι;
Να διευκρινίσω ότι ο αρχικός τίτλος της ταινίας και αυτός με τον οποίο θα κυκλοφορήσει στη Σουηδία είναι «Passage», αλλά δεν μπορούσε να αποτελέσει τον διεθνή τίτλο, καθώς τον κατοχύρωσε μόλις πριν ένα χρόνο ο Άιρα Σακς (γέλια) και μάλιστα προβλήθηκε εδώ, στη Μπερλινάλε. (Σημείωση: Αναφέρεται στην ταινία «Passages» (2023) με τον Φρανκ Ρογκόβσκι και την Αντέλ Εξαρχόπουλος). Έτσι, για τις ανάγκες της διεθνούς διανομής διαλέξαμε τον τίτλο «Crossing» (παρόλο που υπάρχουν πολλές ταινίες και με αυτό τον τίτλο), και να σκεφτείς πίστευα ότι «το ‘χω» με την επιλογή τίτλου στις δουλειές που κάνω…
Και ναι, μιλάει για πολλά διαφορετικά θέματα και για αλλαγές σε καταστάσεις, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Επίσης εκμεταλλεύτηκα το γεγονός ότι, στη Γεωργιανή γλώσσα δεν υπάρχει διάκριση στη γραμματική μεταξύ των φύλων, ένα τρικ που καταρρίπτεται ανάλογα με τη γλώσσα υποτιτλισμού.
Οι γάτες της Κωνσταντινούπολης δίνουν την εντύπωση ότι αποτελούν μέρος του καστ, ήταν παντού.
Είναι απίθανες οι γάτες της πόλης αυτής. Πρόθεσή μου ήταν η κάμερα να συλλάβει τη ζωή στο απρόβλεπτο, ζωντανά, και επειδή συμβαίνει να είμαι και άτομο που αγαπά τις γάτες -απαντά δείχνοντας τη φωτογραφία του δεκατετράχρονου γάτου του στο screensaver του κινητού- … Ναι, οι γάτες της πόλης τελικά συνεργάστηκαν πολύ ωραία στην ταινία, θυμάσαι τη σκηνή στο νοσοκομείο; Η γάτα εμφανίστηκε τυχαία στο πλάνο δεν το είχαμε προβλέψει, λες και μας ευλόγισε.
Η αντίδραση της πρωταγωνίστριας (Ντενίζ Ντουμανλί) σ’αυτή τη σκηνή είναι τέλεια!
Είναι απίστευτη αυτή η ηθοποιός! Να σκεφτείς ότι δεν είχε καμιά εμπειρία στον κινηματογράφο, δεν είχε παίξει κάπου και, ενώ ζει μια πολύ ξεχωριστή ζωή, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση που δημοσιεύσαμε για casting για ένα μικρό ρόλο, και την πρόσεξε ο υπεύθυνος casting που έχουμε, ο Μπούλουτ, ο οποίος είναι τρανς άνδρας. Βέβαια κι εγώ ψάχνω γενικά κόσμο από την κοινότητα οπότε, όταν ήρθε για οντισιόν για τον μικρό ρόλο και είδαμε το ύφος και την ενέργεια, τη φυσικότητα που απέδιδε, εγώ είπα ιδού η Άννα Μανιάνι της νέας γενιάς, την θέλω σ’αυτό το φιλμ, θα κάνει φανταστική καριέρα πιστεύω, είναι μια θαρραλέα γυναίκα!
Να πάμε και στους άλλους δυο πρωταγωνιστές;
Είναι αξιολάτρευτοι και τόσο ανόμοιοι, τη Λία υποδύεται μια καταξιωμένη θεατρική ηθοποιός της Γεωργίας, η Μουζία Αράμπουλι, που για πρώτη φορά δοκιμάστηκε σε ένα τέτοιο ρόλο. Ο Λούκα δούλευε σε ένα ινστιτούτο αισθητικής, μας έστειλε φωτό από το στούντιο, τα πήγε τέλεια με τις δυο πρωταγωνίστριες, έχω να ανακαλώ αστείες ιστορίες από τα γυρίσματα, ξέρεις δεν είχε πάει ποτέ στην Ισταμπουλ, και ήταν ενθουσιασμένος. Όλα λειτούργησαν στην εντέλεια. Η Μουζία, μια εβδομηντάχρονη γυναίκα κινείται μεν σε κύκλους με λοατκι+ ανθρώπους γύρω της αλλά, ξέρεις από την προηγούμενη ταινία μου πώς είναι η κατάσταση στη Γεωργία, αυτά τα ζητήματα είναι καλυμμένα. Ε λοιπόν στο αποχαιρετιστήριο πάρτυ έκανε τη δήλωση ότι ποτέ μέχρι τότε στη ζωή της δεν είχε γνωρίσει τόσο «πολύχρωμους» ανθρώπους, και έγινε κολλητή με την Γιασμίν, μια τρανς γυναίκα που είχαμε στο σετ.
Ποιους στόχους και προσδοκίες είχες θέσει για αυτή την ταινίας σου;
Θέλω να αναδείξω λιγότερο γνωστά μονοπάτια και διαδρομές, που εύχομαι κι εγώ να είχα γνωρίσει όταν ήμουν νεότερος, ειδικά όταν συμβαίνουν σ’αυτή τη συγκεκριμένη γωνιά του κόσμου. Ξέρετε, υπάρχει μια προσδοκία στον χώρο του σινεμά τέχνης και ειδικά σε φεστιβάλ όπως η Μπερλινάλε ότι οι ταινίες από την Τουρκία, τη Γεωργία οφείλουν να αναφέρονται σε «σκληρά» κοινωνικά θέματα. Ξέρω νέους κινηματογραφιστές που το κάνουν. Κι αυτά σημαντικά θέματα είναι, απλά ήθελα οι ταινίες μου να είναι κατά κάποιο τρόπο όχι ελαφρές αλλά προσιτές, όπως με το «Και μετά χορέψαμε», να μιλούν στην καρδιά. Ο στόχος είναι να αφηγηθώ αυτές τις ιστορίες. Το σκοτάδι είναι εκεί έτσι κι αλλιώς, αρκεί να ανοίξεις τις εφημερίδες για να δεις πόσο επικίνδυνος έχει γίνει ο κόσμος και επηρεάζει του ήρωές μου, αλλά δεν με ενδιαφέρει να δείξω αυτό, είναι μια διαφορετική ιστορία.
Ένα θέμα στο οποίο επανέρχεσαι με τις ταινίες σου είναι η διχοτόμηση μεταξύ του σήμερα και παράδοσης, μεταξύ της νεότερης και της παλιότερης γενιάς. Η λαϊκή παράδοση συχνά εργαλειοποιείται από την άκρα δεξιά σε βαθμό που να γίνεται αποπνιχτική, αλλά μπορεί να αποτελέσει και πηγή έμπνευσης. Και νομίζω ότι η δουλειά σου επιχειρεί να αντιστρέψει αυτό το φαινόμενο: να οικειοποιηθεί την παράδοση από την queer οπτική, να την «κουιροποιήσει». Τι πιστεύεις;
Με κάνει εξωφρενών η πειρατικού τύπου οικειοποίηση των παραδόσεων από τους κάθε είδους συντηρητικούς. Όμως η εικονογραφία, οι λαικοί χοροί και μουσική της Γεωργίας, ακόμα και η θρησκεία είναι δικά μας, ποιοί είναι αυτοί που τα μονοπωλούν και σπρώχνουν νέο κόσμο μακρυά από τα παραδοσιακά στοιχεία; Αυτό πήγα να αναδείξω στο «Και μετά χορέψαμε», παρώτρυνα την διεκδίκηση και οικειοποίηση της παράδοσης και το κάνω και σ’αυτή την ταινία. Όλοι μου οι χαρακτήρες είναι outsiders που προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους έξω από την κοινωνική κριτική. «Ζήσε τη ζωή που θέλεις και μη νοιάζεσαι για τη γνώμη των άλλων!» Για μας τους κουήρ, η συζήτηση που θα είχε η ηρωίδα με τη Τέκλα είναι αυτή που πολλοί από μας θα θέλαμε να κάνουμε με την οικογένειά μας και δεν το κάναμε ποτέ, ειδικά όσοι προερχόμαστε από αυτές τις χώρες. Μας αγαπούσαν χωρίς όρους και προϋποθέσεις, αλλά ποτέ δεν κάναμε αυτή τη συζήτηση, με τους δικούς μας ενώ θάπρεπε. Ήθελα να κάνω μια ταινία γι’αυτό.
Και οι δυο ταινίες στηρίζονται δομικά στη μουσική και το χορό.
Όταν ήμουν μικρός έκανα χορό , λατρεύω τη μουσική και το χορό, τον έβλεπα σαν μέσο έκφρασης, σαν επικοινωνία χωρίς λόγια. Στο «Και μετά χορέψαμε» ο χορός στην τελευταία σκηνή είναι μια κίνηση απολογίας, μια κίνηση αγάπης, χωρίς λόγια. Ίσως επειδή μου αρέσει το Ιταλικό σινεμά και ο νεορεαλισμός, το μουσικό στοιχείο, κάποιος που τραγουδά, όπως η Άννα Μανιάνι στην έναρξη του «Μάμα Ρόμα» μακάρι να μην σταματούσε, ή ο χορός στις «Νύχτες της Καμπίρια» είναι έμπνευση. Προσπαθώ να συλλάβω στιγμές στιγμές και τις αποδώσω στο φιλμ, είναι απολαυστικό και δύσκολο.
Κι εδώ έχεις μια μείξη Γεωργιανής και Τουρκικής μουσικής που λειτουργεί πολύ αρμονικά.
Και Κούρδικης, το μικρό αγόρι λέει ένα Κουρδικό τραγούδι, είναι από τη Μαλάτυα, μια περιοχή με μεγάλη Κουρδική μειονότητα στην ανατολική Ανατολία, πάντως δεν είναι άστεγο, μην ανησυχείτε, ζει μια καλή ζωή, μην ανησυχείτε (γέλια). Το τραγούδι γράφτηκε από ένα πλανόδιο μουσικό και αγόρασα τα δικαιώματα. Είχα κάνει έρευνα για τα τραγούδια κατά την έρευνα και συγγραφή του σεναρίου.
Ποια ήταν η εμπειρία από τα γυρίσματα;
Η ταινία γυρίστηκε σε άριστες συνθήκες συντροφικότητας. Πάντως τώρα κατάλαβα γιατί οι Τουρκικες ταινίες γυρίζονται σε μικρές πόλεις και όχι την Ισταμπουλ (γέλια), γιατί αυτό είναι αδύνατο και δεν μας προειδοποίησε κανείς! Το ανακάλυψα όταν έπρεπε να κάνουμε εξωτερικά γυρίσματα. Οι παραγωγοί ήταν πολύ υποστηρικτικοί. Χρησιμοποιούσαμε διάφορα τεχνάσματα όπως π.χ. ζουμ φακούς και είχαμε δικούς μας κομπάρσους τριγύρω. Επίσης γυρίζαμε στις 5 το πρωί για να είναι άδειοι οι δρόμοι γιατί δεν μπορούσαμε να έχουμε χιλιάδες κομπάρσους. Είχε πλάκα. Η γεωγραφία της πόλης είναι αυτή ακριβώς που περιγράφεται στην ταινία: Παίρνουν το καράβι, ανεβαίνουν το λόφο και βρίσκονται στη γειτονιά των τρανς και είναι αλήθεια ότι μπορείς να την γκουγκλάρεις, όπως κάνει ο Λούκα στην ταινία.
Στα μάτια του δυτικού ανθρώπου μοιάζει με γκέτο αλλά έχει μια μεγάλη ιστορία αυτή η γειτονιά. Είχε κατοικηθεί από Έλληνες και Αρμένιους μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Μετά τα πογκρόμ εγκαταλήφθηκε, ερήμωσε, πέρασε μια περίοδο κατά την οποία είχε μετατραπεί σε επικίνδυνη ζώνη και καταλήψεων, και ξαναζωντάνεψε με την τρανς κοινότητα, τώρα είναι πιο προσιτή αν εξαιρέσεις τον έλεγχο διαφόρων ομάδων (clans).
Θα ήθελα να σχολιάσεις το πώς αμφισβητούνται στερεότυπα όπως η αρρενωπότητα, η «κανονικότητα»
Προέρχομαι από μια πολύ πατριαρχική παράδοση κι έτσι μεγάλωσα. Σαν νέος δεν τολμούσα να διανοηθώ ότι η αρρενωπότητα μπορεί να αμφισβητηθεί, σταδιακά άλλαξα μεγαλώνοντας κι έψαξα τη δική μου θέση στον κόσμο. Δείχνω τα πράγματα όπως τα βλέπω με τα μάτια μου, την ψυχή μου, πώς βλέπω τον κόσμο, πάντα με ενδιέφεραν αυτές οι έννοιες και κανόνες, το κρυφτό.
Αυτό ισχύει και για τη ματιά του κινηματογραφιστή; Το αντρικό βλέμμα; Την οπτική γωνία;
Ακριβώς, το έχω συζητήσει εκτενώς με τη φωτογράφο μου τη Λίζαμπι από τα γυρίσματα του «Και μετά χορέψαμε», πώς θα βάζαμε τις σκηνές σε σειρά, πώς θα δομούνταν, πώς θα απεικονίζαμε τους ανθρώπους πώς θα φαίνονταν πώς θα κινούνταν…Με αυτό τον τρόπο η κουήρ ματιά, θέτει την ετεροκανονικότητα σε αίρεση, οπότε τελικά η κουηρότητα είναι απελευθερωτική.
Στην περίπτωση της Λίας, η αναζήτηση της Τέκλα, κατά κάποιο τρόπο της δίνει την ευκαιρία να πάρει πίσω τη ζωή της. Συχνά χρειάζεσαι να αφήσεις τον τόπο σου, να χαθείς, να ταξιδέψεις διαφορετικές πορείες, να χαθείς, όπως ο Άτσι που διαρκώς χάνεται. Θα τα καταφέρει ο Άτσι. Μην ξεχνάτε ότι λατρεύει το φαγητό και τα αγγούρια (γέλια). Ξέχασα να αναφέρω και το χωρικό πλαίσιο γιατί οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν τις δυο χώρες την Τουρκία και τη Γεωργία. Γειτονικές χώρες, τόσο κοντά, αλλά διαφορετικές γλώσσες, πολιτιστικές ομοιότητες, η Τουρκία πιο αναπτυγμένη, αλλά και πιο ακριβή.
Μπορείς να πεις περισσότερα για το τι καθόρισε τη ματιά σου, τις ταινίες σου;
Γεννήθηκα στη Σουηδία, πάντα αισθανόμουν outsider τόσο στη Σουηδία, όσο και στη Γεωργία, παντού. Ήμουν ένα International schoolkid. Αυτό καθόρισε τις ταινίες μου και τη ζωή μου, όπως επίσης και το ότι είμαι γκέι. Στη Σουηδία όταν είσαι σκουρόχρωμος σε ρωτούν διαρκώς από ποια χώρα είσαι. Στη Σουηδία έκανα το πρώτο μου φιλμάκι, με μικρό προϋπολογισμό, απο κει ξεκίνησα. Θέλω να μοιράζομαι τις κινηματογραφικές μου εμπειρίες με το κοινό. Έζησα για δυο χρόνια στις ΗΠΑ, τώρα επέστρεψα. Έχεις δει το «A Swedish love story» του Ρόι Άντερσον; το λάτρεψα. Ταυτίστηκα με το κλείσιμο, την αίσθηση ομοιογένειας, το consensus της χώρας.
Δούλεψες όμως και στην Αμερική, έκανες Τηλεόραση, ναι;
Βέβαια, την τηλεοπτική μεταφορά του «Συνέντευξη με ένα βρυκόλακα», στην αγαπημένη μου Νέα Ορλεάνη. Τώρα η επόμενη σειρά επεισοδίων έρχεται στην Ευρώπη. Οι Αμερικανοί έχουν τη δυνατότητα για μεγάλους προϋπολογισμούς, καταλαβαίνεις. Και ξέρετε πώς πήρα τη δουλειά; Πριν έντεκα χρόνια είχα πάει στη Νέα Ορλεάνη με το αγόρι μου και κάναμε τον «περίπατο της Αν Ράις»( Ann Rice tour), οπότε έγραψα στον ατζέντη μου και του δήλωσα ότι θέλω να κάνω τη σκηνοθεσία στο «Συνέντευξη με ένα βρυκόλακα». Νόμιζε ότι τρελλάθηκα, αλλά τελικά πήρα τη δουλειά.
Τι περιμένεις για τη διανομή της ταινίας σου; Θα πάρει διανομή στη Γεωργία, στην Τουρκία;
Πραγματικά δεν ξέρω. Σε κάθε περίπτωση όμως, χαίρομαι να κάνω ταινίες στις οποίες μιλώ για ανθρώπους από γωνιές του πλανήτη λιγότερο γνωστές, με δυσκολίες, με σκοτεινές πλευρές, ώστε να μπορούν να δουν τον εαυτό τους να αντιπροσωπεύεται στο σινεμά.