Αυτόν τον καιρό υπογράφει τη μουσική στις “Βάκχες” του Ευριπίδη που θα παρουσιαστούν στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου (2 & 3 Αυγούστου) από το Εθνικό Θέατρο και σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου. Ο λόγος για τον Δημήτρη Σκύλλα, τον πολυσχιδή συνθέτη, ο οποίος παρά την καλλιτεχνική του επιτυχία εξακολουθεί να σπάει τα στερεότυπα γύρω από την κλασική μουσική αποδεικνύοντάς μας ότι είναι για όλ@ μας.
Ας ξεκινήσουμε με τις «Βάκχες». Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Προέκυψε από μια φιλία με τον Θάνο Παπακωνσταντίνου που είναι και ο σκηνοθέτης της παράστασης. Κάπως η φιλία έφερε και τη συνεργασία. Με τον Θάνο είχαμε κάνει την «Ηλέκτρα» το 2018, στην Επίδαυρο και μετά στην πανδημία κάναμε και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», που έγινε για τους εορτασμούς του ‘21. Ταιριάζουμε πολύ και ως άνθρωποι αλλά και αισθητικά και μάλλον η προέκταση όλου αυτού είναι να δουλεύουμε και μαζί. Όπως τώρα με τις «Βάκχες», μια πολύ δύσκολη τραγωδία.
Πώς είναι να γράφεις μουσική για ένα τραγικό έργο, όπως αυτό;
Κοίτα, υπάρχει ένα πολύ βασικό πράγμα, ένας άξονας, που είναι το κείμενο. Το ίδιο το κείμενο δηλαδή σου υπαγορεύει το ποια κατεύθυνση μπορείς να ακολουθήσεις. Θα έλεγα πώς είναι ένα από τα πιο δύσκολα και συγχρόνως από τα πιο ενδιαφέροντα μουσικά έργα που έχω κάνει, λόγω της μεγάλης ποικιλομορφίας που έχει – τα περισσότερα μουσικά υλικά και επιρροές που έχω χρησιμοποιήσει ποτέ. Δηλαδή, αν έχω στο μυαλό μου μια βιβλιοθήκη επιρροών και μουσικών μοτίβων και αισθητικών, οι «Βάκχες» τα πήραν σχεδόν όλα μέσα. Ένα λατρευτικό πανερωτικό έργο, στο οποίο όλες οι επιρροές έρχονται σε μια κοινή, ας πούμε, γλώσσα και τελικά φτιάχνουν ένα καινούργιο πράγμα.
Οπότε αυτή η ποικιλομορφία ήταν και η μεγαλύτερη πρόκληση/δυσκολία για σένα;
Κι ακόμη είναι! Ξεκινάει ο Βάκχος την τραγωδία και οι Βάκχες έρχονται από την Ασία. Μόνο αυτό, επειδή εγώ έχω πολλές ασιατικές και ανατολίτικες επιρροές στο έργο μου, μου δίνει τεράστιο πάτημα. Πριν από δω έκανα ένα πολύ μεγάλο έργο στην Κωνσταντινούπολη για τους πρόσφυγες και την ανταλλαγή πληθυσμών, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λοζάνης. Οπότε, επειδή με είχαν καλέσει να κάνω ένα τέτοιο έργο, που είναι ένα λεπτό θέμα πολιτικά και ιστορικά ήρθα σε επαφή με το ανθρώπινο κομμάτι της ιστορίας, την Ανατολή και τις επιρροές της. Νομίζω σαν τον Βάκχο που ξεκινάει και σκέφτεται την Ασία στην Ελλάδα, έτσι ήρθα κι εγώ και έφερα πάρα πολλά ανατολίτικα στοιχεία στην ελληνική τραγωδία. Δε λέω ότι είμαι ο πρώτος που το κάνει, εγώ λέω τι κάνω εγώ.
Μιας και μιλάμε για κουλτούρες, για διαφορετικές κοινωνίες και για τα ανθρώπινα κομμάτια τις ιστορίας… έχουν τα έργα σου κοινωνικές διαστάσεις;
Ναι, πάρα πολύ. Απλά εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι η μουσική, η καθαρή όπως τη λέμε εμείς (δηλαδή όχι το τραγούδι), δεν μπορεί να δείξει ξεκάθαρα κάποιες ιδέες και κάποιους συμβολισμούς. Υπάρχει μια έλλειψη εννοιολογική ακρίβειας. Δηλαδή, ο ήχος είναι ήχος. Αν ο ήχος είναι ήχος και δεν έχεις γλώσσα μέσα ή στίχο, πώς τον ερμηνεύεις; Ίσως μόνο όταν του δίνεις έναν τίτλο και τον πλαισιώνεις σε ένα συγκεκριμένο κόνσεπτ. Αν όμως δεν υπάρχουν όλα αυτά πώς θα μπορέσω να σου μεταδώσω εγώ μια πιο συγκεκριμένη πληροφορία; Είναι κάτι το οποίο μας δημιουργεί μια δυσκολία και κατ’ επέκταση υπάρχει και δυσκολία στο κοινό, ώστε να μπορέσει να συλλάβει και να έρθει να δει, να ακούσει, να αφουγκραστεί αυτήν την τέχνη. Σε αντίθεση για παράδειγμα με το θέατρο. Παρόλ΄αυτά η μουσική σου δίνει τη δυνατότητα να απευθυνθείς στα βασικά, αρχέτυπα συναισθήματα της ανθρώπινης φύσης. Δε δημιουργεί συμβολισμούς, σε προκαλεί ωστόσο να βιώσεις, να νιώσεις.
Υποθέτω όταν ένα μουσικό έργο αποκτά μοιραία και κοινωνικές διαστάσεις όταν χρησιμοποιεί ετερόκλητα πολιτισμικά στοιχεία από διαφορετικές κουλτούρες ή από κουλτούρες που δεν έχουμε συνηθίσει.
Ακριβώς, Να σου δώσω ένα παράδειγμα; Εγώ ασχολούμαι πάρα πολύ με το «ιερό» στη μουσική. Είμαι ένας άνθρωπος που στη βάση μου δεν ανήκω σε καμία θρησκεία. Νομίζω ότι πολλές φορές δίνω την ταυτότητα του θρησκόληπτου, που πραγματικά δεν είμαι καθόλου. Είμαι εντελώς ερευνητής του λατρευτικού και του θείου. Για μένα έτσι, όλη η τέχνη έχει να κάνει με το «ιερό» και με τη μετάφραση του στη ζωή μας. Η λατρεία ανήκει στον άνθρωπο, μεμονωμένα κι ατομικά. Μπορεί να είναι από έναν θεό μέχρι και τον έρωτα. Το πώς λατρεύεις δηλαδή το αντικείμενο του πόθου σου. Κι αυτό θρησκεία είναι. Για αυτό, ας πούμε, δεν ακούω κλασική μουσική πολύ. Το λέω ως συνθέτης και ίσως λιθοβοληθώ, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της κλασικής μουσικής δε μου αγγίζει καμία χορδή.
Και τι ακούς;
Επιλέγω πιο παλιά μουσική ή πιο νέα φυσικά.
Πώς ξεκίνησε όλη αυτή η αναζήτηση του «ιερού» και του «λατρευτικού» στην τέχνη σου;
Νομίζω ότι ξεκίνησε όταν σπούδαζα. Λείπω 19 χρόνια από την Ελλάδα. Έρχομαι συχνά εδώ αλλά η βάση μου είναι στη Μ. Βρετανία. Άρχισα, λοιπόν, να νιώθω μια νοσταλγία. Νοσταλγούσα το οικείο. Μ ’αρέσει πολύ το Λονδίνο και η ζωή μου εκεί. Μου έλειπε όμως το οικείο. Άρχισα να βρίσκω ρίζες στη δική μας παράδοση, γιατί η κάθε ιερή μουσική από όλους τους λαούς, παραδοσιακή είναι εν τέλει. Και προφανώς μετά άρχισε να με γοητεύει η υπάρχουσα ιερή μουσική κι άρχισα να μην μπορώ να βρω πάτημα σε οποιοδήποτε σαλόνι.
Τολμώ να πω ότι όταν μιλάς για «ιερή μουσική» και για «παράδοση» μου έρχονται πολύ συγκεκριμένα στο μυαλό;
Το καταλαβαίνω. Στην Ελλάδα είναι πολωμένες αυτές οι έννοιες που μόνο κακό της κάνουν. Δεν το λέω με επικριτική στάση. Απλώς, κάποιες φορές πρέπει να παραμένουμε πιο ανοιχτοί και να καταλάβουμε ότι όταν, για παράδειγμα, μιλάμε για λατρεία, μιλάμε για πολλά πράγματα. Και στην τραγωδία για λατρεία, μιλάμε…
Μεγαλώνοντας στον Βόλο φαντάζομαι ότι είχες διαμορφώσει κι εσύ αυτήν τη στερεοτυπική αντίληψη γύρω από την παραδοσιακή μουσική.
Όχι, καθόλου. Υπήρξα τυχερός γιατί πήγα σ ’ένα πολύ καλό σχολείο στον Βόλο, στο μουσικό σχολείο κι εκεί ερχόμασταν πραγματικά σε επαφή με τα παραδοσιακά. Παίζαμε, ταξιδεύαμε στο εξωτερικό, κάναμε συναυλίες. Μου άρεσε πάρα πολύ. Και δεν είναι ότι πήγα στα 18 μου στο Λονδίνο και μου βγήκαν όλα αυτά. Όλο αυτό εξελίσσεται μόνο του κι όταν εξελίσσεται μόνο του και δεν είναι απόφαση για να τα πας καλά, για να εντυπωσιάσεις και βγαίνει οργανικά, είσαι στον σωστό δρόμο, γιατί αυτό είναι αυτό που είσαι.
Πάντοτε με καλλιτέχνες κάνουμε τη συζήτηση, γύρω από το ποια είναι η ευθύνη της τέχνης ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και την εκπαίδευση της κοινωνίας. Εσύ εκπροσωπείς ένα είδος τέχνης, που για κάποιους μπορεί να είναι ελιτίστικο ή απλώς να είναι ακατανόητο. Η δική σου η τέχνη διαχειρίζεται ζητήματα που σχετίζονται με τη λεγόμενη «διαφορετικότητα» και την αποδοχή της; Μπορεί να εκπαιδεύσει;
Το αν μπορεί τώρα δεν μπορώ να στο απαντήσω, γιατί δεν ξέρω. Επειδή η μουσική έχει αυτή την υπόσταση που ανάφερα και προηγουμένως. Δεν διαχειρίζεται δηλαδή συγκεκριμένες έννοιες. Η ποικιλομορφία και η συμπεριληπτικότητα, ωστόσο, πάντα είναι κομμάτι της, γιατί απευθύνεται στα θεμελιώδη συναισθήματα των ανθρώπων, χωρίς να διακρίνει. Εμένα με ενδιαφέρει πολύ το πώς μια τέχνη θα σε κάνει να θέλεις να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Ως μουσικός ωστόσο δεν μπορεί να διαχειριστώ έννοιες όπως η αποδοχή της διαφορετικότητας . Μπορείς όμως πάρα πολύ να βάλεις την αγριότητα και τη βία και τη γαλήνη. Παίζεις με τις πολύ πολύ βασικές, αλλά θεμελιώδεις πρωτόγονες αισθήσεις του ανθρώπου. Τους χτυπάς στη ρίζα. Δεν μπορείς να τους πεις πράγματα, αλλά μπορείς να του κάνεις να νιώσουν, να αισθανθούν.
Μια μορφή «πρωτόγονης ενσυναίσθησης»;
Ακριβώς!
Υπάρχει ωστόσο η άποψη – μπορεί να βασίζομαι σε κάποιο στερεότυπο – ότι η τέχνη που εκπροσωπείς απαιτεί μια υποδομή για να μπορέσεις να τη διαχειριστείς.
Είναι λάθος για μένα αυτό. Πέρσι έκανα με την Ορχήστρα Αθηνών τον Χορό του Ζαλόγγου. Εγώ το έκανα να μιλήσω για τη δύναμη της μητρότητας και της γυναικείας φύσης. Αυτή ήταν η δική μου έμπνευση. Να «ασχοληθώ» με αυτόν τον μύθο και για το τι αναγκάζονται να πράξουν οι γυναίκες. Δε θέλω να έρθει ο ακαδημαϊκός να κάνει ανάλυση για αυτό το πράγμα. Θέλω να έρθει ο δημοσιογράφος, ο περιπτεράς και να πάρει κάτι από αυτό. Κι όσοι ήρθαν έκλαιγαν. Θέλω να πω ότι η μουσική είναι πιο ανοιχτή από όσο πιστεύουμε.
Πιστεύεις ότι έχεις αναλάβει τον ρόλο του να αποδείξεις ότι η τέχνη που εκπροσωπείς είναι για όλους. Να αποβάλλεις λίγο αυτήν την αίσθηση ελιτισμού που υπάρχει;
Ναι. Για αυτό φτιάξαμε με το Ίδρυμα Ωνάση και το ντοκιμαντέρ (afterpop). Είναι πολύ μεγάλο πράγμα να σου κάνουν ντοκιμαντέρ, γυρισμένο στο BBC. Και πήγε καλά και έπαιξε σε πολλά φεστιβάλ. Κι αυτό ήταν εξαρχής το όραμα για μένα. Να δείξω την πραγματικότητα της μουσικής. Δεν με ενδιαφέρει, όμως, να γίνω ένας «Ρομπέν των Δασών» στην Ελλάδα για να χρησιμοποιήσω χυδαία λεπτά ζητήματα και να πετύχω στην τέχνη μου.
Δέχεται κριτική γι΄αυτό;
Για τη μουσική μου ή για το πόσο αλαζόνας είμαι; Γιατί ακούω συχνά πράγματα.
Από πού;
Από την πιάτσα. Όχι από όλους. Αλλά σου λέω ότι έχω ακούσει πράγματα τα οποία δεν ισχύουν για μένα. Ότι φαίνομαι πολύ ψώνιο, πολύ αλαζόνας και τέτοια.
Και πώς τα διαχειρίζεσαι;
Δεν τα διαχειρίζομαι. Ευτυχώς, νιώθω αρκετά σίγουρος για τον εαυτό μου. Γιατί πέτυχα. Πέτυχα τώρα, αύριο μεθαύριο μπορεί να σου πω το αντίθετο. Γιατί «ναι», μου ήρθαν πάρα πολλά πράγματα, για τα οποία όμως πάλεψα μόνος μου και τα διεκδίκησα. Θα μου πεις «είχες και τύχη». Ναι είχα και τύχη, αλλά τα καλλιεργείς τα πράγματα. Πήγα στο Λονδίνο και πήγα με πολύ τσαμπουκά, χωρίς κανένα πάτημα από πίσω. Είχα πάει σε ένα κουήρ πάρτι ένα Σάββατο βράδυ και την επόμενη μέρα με είχαν καλέσει σε ένα garden party και γνώρισα τον διευθυντή όλων μουσικών συνόλων του BBC. Εγώ είχα ακόμη γκλίτερ πάνω μου από το πάρτι. Και πήγα μόνος μου και του μίλησα και κράτησα επαφή και τον κάλεσα να δει συναυλίες μου και τον ξανακάλεσα και είδε τη δουλειά μου. Θέλει να ζητάς. Και στον έρωτα θέλει να ζητάς. Γενικά, θέλει τσαμπουκά το πράγμα. Και υπάρχει μια φοβία στην Ελλάδα πολύ μεγάλη στο να ζητάμε. Εμένα μου αρέσει να ζητάω συνεργασίες κι ας με απορρίψουν.
Από τα πράγματα που έχεις κάνει μέχρι τώρα, σε ποια θα έβαζες μια πινέζα πάνω;
Να πω σε ποια δε θα έβαζα; Στο BBC. Θα το έσκιζα το έργο. Ήταν ένα έργο, το οποίο μου έδωσε πάρα πολλά εφόδια, μου έδωσε το ντοκιμαντέρ, μου έδωσε δουλειές. Ήταν να το φέρω και στην Ελλάδα, αλλά ήρθε ο κορονοϊός και είπα «άστο, δεν πειράζει».
Υπάρχει κάποιο κρίσιμο καλλιτεχνικό σημείο; Που αισθάνθηκες πιο αισιόδοξος και πιο σίγουρος για τον εαυτό σου;
Ναι, αλλά είναι με ένα μικρό εργάκι τριών λεπτών μέσα στην καραντίνα. Είναι στο YouTube. Λέγεται «The Balcony Scene». Στην καραντίνα βρέθηκα στον Βόλο. Έκατσα εκεί. Και εκεί είναι που βγαίνει η πραγματική τέχνη, γιατί ψάχνεις να συμπληρώσεις το κενό της ανυπαρξίας σου. Καθόμουν, λοιπόν, κάθε απόγευμα κι έγραφα, έχοντας τελειώσει με το BBC και το ντοκιμαντέρ κι όλο αυτό το βάρος, και έλεγα τώρα θα γράψω κάτι. Κι από εκεί, ξεκίνησε κάτι λυρικό μέσα μου. Σαν να έγινε ένα κλικ.
Στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό αρκετές πτυχές της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής αρχίζουν και ενσωματώνουν αυτό που ονομάζουμε «κουήρ». Η τέχνη που κάνεις εσύ -έχοντας στο μυαλό ήδη την απάντηση που μου έχεις δώσει- μπορεί αξιοποιήσει την κουήρ ταυτότητα;
Ναι, αν και θεωρώ ότι θέλει πάρα πολύ προσοχή, γιατί έχει γίνει κάπως μόδα. Η διαχείριση του κουήρ. Η διαχείριση της καταπίεσης της γυναίκας. Η διαχείριση του περιβάλλοντος. Αυτά είναι πολύ σημαντικά θέματα, τα οποία πρέπει να γίνονται πολύ σωστά. Πρέπει να γίνονται «πολύ» και «σωστά». Το «σωστά» είναι το πρόβλημα, το «πολύ» γίνεται.
Μίλα μου για το μέλλον σου και όσα επιθυμείς γι΄αυτό;
Επιθυμώ γεωγραφική και οικονομική ανεξαρτησία.
Τι θα ήθελες να προσθέσεις, έτσι για το τέλος;
Να μην κλεινόμαστε. Να ορίζουμε τις μεγάλες έννοιες με πολύ μεγαλύτερο πλάτος: την αγάπη, τον θαυμασμό, την αλληλοϋποστήριξη. Και να θυμόμαστε ότι όλοι χρειαζόμαστε όλους. Και προφανώς ο εμφύλιος σε αυτήν τη χώρα έρχεται κάθε βδομάδα για άλλο θέμα. Από τη Eurovision μέχρι το οτιδήποτε. Είναι αστεία όλα αυτά. Αλλά να είμαστε ανοιχτοί και να έχουμε τους στόχους μας και να πηγαίνουμε καθαρά μπροστά.
φωτογραφίες: John Kolikis
Πληροφορίες παράστασης
Το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει τις Βάκχες του Ευριπίδη στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, την Παρασκευή 2 και το Σάββατο 3 Αυγούστου
Ώρα έναρξης: 21:00
Πληροφορίες: n-t.gr
H παράσταση πραγματοποιείται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024.