Στην παράσταση«Η Μονίκ Δραπετεύει», η ιστορία δεν ξεκινά από τη φυγή, αλλά από την αμφιβολία. Από έναν γιο που επιστρέφει ξανά και ξανά στη στιγμή που αποφάσισε να βοηθήσει τη μητέρα του να φύγει από ένα κακοποιητικό περιβάλλον, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί. Η σκηνή δεν κατασκευάζει έναν ήρωα, αλλά αφήνει χώρο σε έναν χαρακτήρα που δεν είναι «καθαρός», που κινείται ανάμεσα στη φροντίδα, την ενοχή και την ανάγκη για προσωπική δικαίωση.
Το έργο βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Εντουάρ Λουί, όπου η φυγή της Μονίκ δεν παρουσιάζεται ως ρομαντική έξοδος αλλά ως μια υλική, πρακτική και βαθιά ταξική διαδικασία. Ο Λουί δεν αναρωτιέται μόνο γιατί η μητέρα του έμεινε τόσο καιρό σε μια κακοποιητική σχέση, αλλά και γιατί ο ίδιος αποφάσισε να εμπλακεί — ποια ανάγκη, ποια πληγή, ποια εσωτερική διαδρομή τον οδήγησε εκεί. Ωστόσο, δεν απαντάει και δεν φαίνεται να διαπραγματεύεται σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις εξουσίας που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας.
Στη σκηνή, το «γιατί» πάει ένα βήμα παραπέρα, με την εσωτερική σύγκρουση να αποκτά σώμα. Ο Δημήτρης Φουρλής ενσαρκώνει έναν Λουί που δεν δρα με ανιδιοτέλεια και ζητά επιβεβαίωση. Έναν χαρακτήρα που κουβαλά ευθύνη χωρίς να ξέρει αν του ανήκει, που προσπαθεί να ξαναχτίσει τη σχέση με τη μητέρα του χωρίς να ακυρώσει τη δική της φωνή. Η παράσταση συνομιλεί ανοιχτά με την κριτική που έχει δεχτεί το βιβλίο για την εικόνα του «σωτήρα», για το προνόμιο, για το ποιο άτομο μπορεί να μιλάει για ποιο.
Στη συζήτησή μας, μιλήσαμε για τη διαφορά μεταξύ του βιβλίου και παράστασης, για τις προθέσεις του Εντουάρ, για τις υλικές πλευρές της ελευθερίας και την ταξικότητα της φυγής, για τη φυγή ως αναγκαία συνθήκη για πολλά κουήρ άτομα μέχρι και σήμερα. Μιλήσαμε όμως και για τον ίδιο τον ηθοποιό και συγκεκριμένα για το πώς αυτός ο ρόλος τον επηρέασε, τι αναγνώρισε από τον εαυτό του μέσα στον Λουί και πώς διαβάζει τις (ομοφοβικές μερικές φορές) αντιδράσεις του κοινού.
Ο Δημήτρης Φουρλής, ο οποίος μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη αλλά εδώ και πολλά χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα, εξηγεί ότι η παράσταση φωτίζει ένα ερώτημα που στο βιβλίο μένει ανοιχτό — ή ίσως αποφεύγεται συνειδητά. «Έτσι όπως έχει στηθεί η παράσταση με τη διασκευή που έχει κάνει ο Γιώργος Σουλεϊμάν, υπάρχουν σημεία που ρωτάει η μάνα “Ωραία, τέλος πάντων, τότε γιατί τα έκανες όλα αυτά για μένα; Γιατί τόσο πολύ ήθελες να με βοηθήσεις;”. Στο βιβλίο, αν θυμάμαι καλά, δεν απαντάται αυτό το ερώτημα καθόλου».
Στη σκηνή, όμως, η ερώτηση δεν μένει μετέωρη. Προς το τέλος της παράστασης, ο χαρακτήρας του Λουί επιχειρεί μια απάντηση που μετατοπίζει ριζικά τη σχέση τους: από τη «σωτηρία» στην αντιστροφή ρόλων, από την ανιδιοτέλεια στην ανάγκη, από τη φροντίδα στην προσωπική απόδειξη.
«Υυπάρχει κάποια στιγμή προς το τέλος της παράστασης όπου της λέει ότι ξέρεις εγώ όλα αυτά τα κατάφερα μόνος μου και εξαιτίας αυτού που έγινα εγώ εσύ μπόρεσες να ξεφύγεις από αυτό. Ουσιαστικά δίνει στη μητέρα του αυτό που δεν μπόρεσε ποτέ να του δώσει η ίδια. Το κομμάτι της αποδοχής. Το ότι θα κάνω τα πάντα για να σε βοηθήσω. Η μητέρα του δεν έκανε τα πάντα για να τον βοηθήσει. Ανιδιοτελής αγάπη. Αυτό. Ο Εντουάρ γίνεται ο γονιός που θα ήθελε να έχει. Γίνεται γονιός προς τη μάνα του».
Κι εκεί, μέσα στην πράξη της «σωτηρίας», ακούγεται καθαρά και κάτι άλλο: όχι μόνο η φροντίδα, αλλά η ανάγκη να δικαιωθεί. Σαν να μην αρκεί που την έβγαλε από το σπίτι. Σαν να χρειάζεται να ακουστεί επιτέλους αυτό που δεν ειπώθηκε ποτέ στην παιδική του ηλικία. Ότι άξιζε. Ότι ήταν το παιδί που έπρεπε να πιστέψουν. Ότι αυτό που δεν «χώρεσε» τότε, τώρα επιστρέφει ως απαίτηση αναγνώρισης.
«Αυτό το αδύναμο παιδί, το λέει και ο Εντουάρ, που δεν πίστεψες σε αυτό, που δεν το υποστήριξες, που δεν ήσουν εκεί για αυτό… Αυτό με τις δικές του δυνάμεις αυτή τη στιγμή σε έβγαλε από μια θέση που σε οδηγεί σε έναν δρόμο ελευθερίας», λέει ο Δημήτρης Φουρλής, συμπυκνώνοντας σε μία πρόταση τη βία της παιδικής εγκατάλειψης, της ομοφοβίας, αλλά και της ανάγκης ενός ενήλικα για δικαίωση.
Πότε, λοιπόν, η βοήθεια είναι πράξη φροντίδας και πότε γίνεται πίεση που φιμώνει τη φωνή και τη βούληση του άλλου; Ή μάλλον της άλλης; Πότε η επιθυμία να βοηθήσεις μετατρέπεται σε επιβολή, εκφράζοντας τα πιο ιδιοτελή κίνητρά της;
«Είναι και μια προσωπική απόδειξη [για τον Λουί]. Γίνεται τόσο πιεστικός για να την απελευθερώσει από αυτό, που χάνει και τη δική της βούληση η μάνα. Δηλαδή αν το δεις απ’ έξω λες όπα κάπου, ποιος είσαι που θα αποφασίζει για τη ζωή κάποιου άλλου και θα τον βγάλεις για να τον βάλεις στο σωστό δρόμο; … Η ίδια πρέπει να αποφασίσει για τον εαυτό της… Είναι και λίγο: ξέρω τη μέθοδο. Ακολούθησε την και θα οδηγηθείς σε ένα δρόμο όπου θα είσαι ελεύθερη και θα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου. Γίνεται με ένα πιεστικό τρόπο πολύ όμως», μου λέει γυρνώντας στο βιβλίο του Εντουάρ Λουί «Αλλαγή Μέθοδος».

Η παράσταση ως απάντηση στην «ανιδιοτελή» και «καθαρή» σωτηρία
Κάπου εδώ, η κουβέντα γυρίζει αναπόφευκτα στη διαφορά μεταξύ του βιβλίου και της παράστασης και σε αυτό που η σκηνή αποφασίζει να μην «τακτοποιήσει». Εκεί που το βιβλίο μοιάζει να κλείνει το τέλος σε κουτάκια, η παράσταση κρατά την πραγματική επανάληψη της κακοποίησης και το πισωγύρισμα ως πιθανότητα.
«Στο βιβλίο είναι πραγματικά όλα εξαιρετικά. Αποφασίζει να τη σώσει και τη σώζει στο τέλος. Και όλα είναι καλά και τέλεια και τα έχει τοποθετήσει σε ωραία κουτάκια. Εδώ ο Γιώργος έχει βάλει τη μάνα να σκέφτεται να επιστρέψει. Κάτι που συμβαίνει στις κακοποιημένες γυναίκες. Είναι κάτι το οποίο τους είναι γνώριμο. Νομίζουν ότι εκεί είναι ένας ασφαλής χώρος. Και το άλλο στοιχείο είναι ότι γίνεται τόσο πιεστικός ο Εντουάρ που βγαίνει από μέσα του ένα κομμάτι βίας που πίστευε ο ίδιος για τον εαυτό του ότι το είχε κλείσει αυτό το κεφάλαιο».
Η παράσταση δεν δημιουργεί «σωτήρες», αλλά δεν σώζει και την ίδια την ιστορία. Δεν την καθαρίζει, δεν την κάνει «τέλεια». Την αφήνει να δείξει αυτό που κάνει η βία μέσα σε ένα σπίτι: ανακυκλώνεται, μεταφέρεται, αλλάζει χέρια.
Το τίμημα της ελευθερίας
Και μετά έρχεται κάτι που, στην πραγματικότητα, είναι από τα πιο πολιτικά σημεία του έργου: η ελευθερία ως υλικό γεγονός.
«Αυτό το λέει και στο βιβλίο ότι θα ήθελε να το έχει σαν μια μορφή λίστας. Τόσο κόστισε αυτό, τόσο κόστισε εκείνο. Και κάποια στιγμή γίνεται και μια αναφορά στη Βιρτζίνια Γουλφ με το «Δικό της Δωμάτιο». … Μια γυναίκα… δεν έχει τα δικά της χρήματα, άρα εξαρτάται από τον άντρα της. Άρα πώς θα φύγει; Πρακτικά πώς μπορεί να φύγει; Οπότε εκεί είναι που έρχεται ο Έντουαρ και της λέει ότι όλα, η ελευθερία σου, μπορεί να αποκτηθεί πρακτικά. Το ταξί που θα σε πάρει και θα σε φέρει. Η αγορά του σπιτιού μετέπειτα, τα έπιπλα. Χρειάζονται χρήματα. Οπότε πράγματι, πρακτικά το κομμάτι της ελευθερίας εξαρτάται και από ένα κομμάτι υλικό».
Η συζήτηση πάει αναπόφευκτα και στη ζωή εκτός σκηνής, στην ταξικότητα της έμφυλης βίας. Στην ταξικότητα της ίδιας της ελευθερίας.
«Να σου πω την αλήθεια, δεν θα ήθελα να το πιστέψω, αλλά πράγματι, πρακτικά το κομμάτι της ελευθερίας εξαρτάται και από ένα κομμάτι υλικό».
Η φυγή ως μια κουήρ συνθήκη
Όταν μιλάμε για φυγή, δεν μιλάμε μόνο για τις γυναίκες που φεύγουν από κακοποιητικούς άνδρες. Μιλάμε και για την κουήρ φυγή. Για το πόσα άτομα αναγκάζονται να φύγουν για να επιβιώσουν, όχι επειδή θέλουν, αλλά επειδή όλα γύρω τους τα σπρώχνουν προς τη δραπέτευση, είτε πραγματική είτε συμβολική.
«Διαβάζοντας όλα τα βιβλία του, όλα στον Εντουάρ του λέγανε “φύγε”. Από την οικογένεια, τον περίγυρο, το σχολείο. Όλες οι συμπεριφορές… “γιατί κουνάει τα χέρια του έτσι; γιατί μιλάει με ένα πιο κοριτσίστικο τρόπο σύμφωνα με την αντίληψη των άλλων. Όλα αυτά τον ανάγκασαν να φύγει, να βρει έναν δρόμο για να πάει σε ένα μέρος, όπου οι άνθρωποι θα τον αποδέχονται για αυτό που είναι».
Κι όμως, η φυγή δεν τελειώνει πάντα όταν φεύγεις. Μερικές φορές συνεχίζει μέσα σου, ακόμα κι αν αλλάξεις τόπο, τάξη, γλώσσα, ζωή.
«Τώρα το αν έχει ξεφύγει από εκεί που ήταν δεν ξέρω. Γράφει για το παρελθόν προκειμένου με έναν τρόπο να τα βγάλει από μέσα του. Να έχει μια απόσταση. Και όσο τα γράφει, τόσο σαν να επιβεβαιώνεται το παρελθόν του και να μην μπορεί να ξεφύγει από αυτό. Γύρω από αυτό γυρνάει».
Στην παράσταση, αυτή η σκέψη παίρνει και μια ακόμα πιο ωμή μορφή: η βία δεν εξαφανίζεται επειδή «έφυγες». Μπορεί να έχει μείνει στο σώμα, στη γλώσσα, στον τρόπο που αγαπάς.
«Και κάπως έτσι στην παράσταση η μάνα του λέει ότι ό, τι κι αν έκανες, το κομμάτι της βίας υπάρχει μέσα σου. Όσο κι αν κάνεις ότι δεν υπάρχει, υπάρχει. Ήταν άνθρωποι στο σπίτι τραυματισμένοι. Τη βία την εναποθέτουν μεταξύ τους. Δεν υπάρχει καλός ή κακός. Είναι μια βία που ανακυκλώνεται μέσα στο σπίτι και ο καθένας προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του».

Αποδοχή, φυγή και ο δρόμος της δικής του «δραπέτευσης»
Σε αυτό το σημείο, η συζήτηση περνά από τον ρόλο στον ίδιο τον ηθοποιό. Και εκεί ο Φουρλής μιλά για τη δική του ζωή, όχι ως μια μορφή εξομολόγησης, αλλά περισσότερο ως μια καταγραφή μιας πραγματικότητας που πολλά κουήρ άτομα καταλαβαίνουν.
«Σε μένα, υπήρχε το κομμάτι της αποδοχής από τη μητέρα μου 100%. Αλλά ας πούμε το κομμάτι του πατέρα μου θεώρησα από ένα σημείο και μετά ότι πρέπει να ξέρει ποιος είναι ο γιος του. Οπότε ήταν μονόδρομος για μένα να του πω ποιος είμαι. Έπειτα, δεν μιλάμε. Δεν έχουμε μιλήσει για χρόνια, από τα 24 μου δεν μιλάμε. Τώρα είμαι 35. Οπότε ίσως κι εγώ με έναν τρόπο προσπάθησα να το κλείσω αυτό. Να το βγάλω από μέσα μου. Να το μοιραστώ. Ότι ξέρεις, αυτός είναι ο γιος σου, οφείλεις να το ξέρεις 100%. Για να νιώσω περισσότερο σίγουρος για τον εαυτό μου, για αυτό που είμαι. Ίσως με έναν τρόπο να χρειάστηκε να φύγω. Ίσως».
Και αυτό το «ίσως» λέει πολλά. Γιατί η φυγή δεν είναι πάντα θεαματική. Μερικές φορές είναι το τέλος μιας σχέσης, το κόψιμο ενός νήματος, το κλείσιμο ενός κεφαλαίου που ίσως να μην κλείσει και ποτέ εντελώς.
«Όσο αντέχει και ο καθένας να κάνει τη προσωπική επανάστασή του. Εγώ το άντεχα, γιατί νιώθω ασφαλής πίσω μου ότι βγαίνοντας από το σπίτι, ξέρουν οι γονείς μου ποιος είμαι, αφού ξέρουν οι γονείς μου πλέον δεν με νοιάζει… δεν με νοιάζει η άποψη ενός τρίτου».
«Κανείς δεν δικαιώνεται, κανείς δεν καταδικάζεται»
Κάπου εδώ του λέω αυτό που ένιωθα βλέποντας την παράσταση: ότι δεν δικαιώνει και δεν καταδικάζει. Κι εκείνος το πάει ένα βήμα πιο πέρα λέγοντας ότι ο καταπιεσμένος δεν είναι αυτομάτως «δίκαιος», αλλά είναι σίγουρα μέσα σε μια άδικη συνθήκη. Κι αυτό το παράδοξο είναι η ανθρώπινη πλευρά του έργου.
«Και οι δύο είναι καταπιεσμένοι άνθρωποι. Οπότε ο καταπιεσμένος σίγουρα δεν σημαίνει ότι πάντα έχει εκ των προτέρων και δίκαιο. Ακριβώς την ίδια στιγμή βέβαια βιώνει ένα κομμάτι αδικίας. Ήταν μια βία η οποία ανακυκλώνεται. Γιατί και η μάνα δεν ήταν ελεύθερη να κάνει αυτά που θέλει. Έχει τα παιδιά, έχει αυτόν τον άντρα, τον πατέρα του Εντουάρ, ο οποίος ήταν κι αυτός κακοποιητικός. Οπότε και αυτή ένιωθε εγκλωβισμένη και καταπιεσμένη. Το ίδιο και ο Εντουάρ στο κομμάτι της ομοφυλοφιλίας του. Οπότε ήταν άνθρωποι οι οποίοι μεταφέρουν τη βία μεταξύ τους.
«Θα ήταν αστείο να πούμε “ο καλός ο Εντουάρ, η κακή μάνα του”. Θα ήταν παραμύθι. Και δεν υπάρχουν παραμύθια στην καθημερινότητά μας και τη ζωή μας».

Η ταυτότητα, η πίεση και η αποδοχή
Τον ρωτάω αν πιστεύει ότι η γκέι ταυτότητα του Λουί επηρεάζει τον τρόπο που «σώζει» τη μητέρα του. Κι εκείνος περιγράφει κάτι πολύ συγκεκριμένο: ότι, ακόμη κι αφού «έχουν σωθεί», η αποδοχή συνεχίζει να είναι η εκκρεμότητα.
«Τους βλέπουμε στο Αμβούργο. Υποτίθεται ότι όλα είναι λυμένα και καλά. Και όπως βλέπουμε, η μάνα δεν έχει αποδεχτεί ακόμα και τώρα το κομμάτι του αυτό. Είναι και αυτό ένα κομμάτι. Ότι εγώ, αυτός που σε έσωσα, είμαι και γκέι, οφείλεις να το αποδεχτείς. Οπότε, ο Λουί πιέζει: “θα το αποδεχτείς γιατί είμαι εγώ αυτός που σε έσωσε… είμαι διάσημος και πλούσιος και είμαι και γκέι… Θα με αποδεχτείς; Μ’ αγαπάς όπως είμαι;” Αυτό ζητάει. Και η μάνα, δεν ξέρω αν είναι ικανή να το δώσει όλο αυτό 100%. Όχι επειδή δεν θέλει, δεν ξέρει».
Και κάπως έτσι, το συνδέει με το δικό του βίωμα: ότι ακόμη κι όταν «νομίζεις» πως τελείωσες με τη μη αποδοχή, μένει μέσα σου ένα ίχνος. Μια ανάγκη να ρωτήσεις: με χωράς ολόκληρο;
«Εγώ έχοντας τελειώσει νομίζοντας με τον πατέρα μου, πάντα έχει μείνει ένα κατάλοιπο. Υπάρχει μέσα μου: “το χωράς αυτό; Με χωράς όπως είμαι ολόκληρος;”. Δεν τελειώνει αυτό ποτέ».
Εδώ, η παράσταση μοιάζει να διαχειρίζεται και την κριτική που έγινε στο βιβλίο. «Βλέπουμε τον Λουί ως άνθρωπο και όχι ως σωτήρα. Ναι πράγματι βοήθησε. Έκανε τα πάντα για να την γλιτώσει, αλλά δεν είναι σούπερ ήρωας».
Είναι ένα πληγωμένο παιδί με ιδιοτελείς προθέσεις, μια ανάγκη για αποδοχή και δικαίωση. Και γι’ αυτό η πράξη του είναι και φροντίδα και πίεση, αλλά και ένας τρόπος να δείξει ότι δεν την έχει συγχωρέσει.
Ποιος μπορεί να πει μια τέτοια ιστορία;
Πριν κλείσουμε, πιάνουμε και τη συζήτηση που εδώ και αρκετά χρόνια γίνεται στο θέατρο, στο Χόλιγουντ, στην πολιτική αλλά και στα ίδια τα κινήματα. Ποιο άτομο έχει δικαίωμα να πει ποια ιστορία; Είναι περιοριστικό; Είναι αναγκαίο; Είναι ζήτημα εξουσίας ή εμπειρίας;
Ο Φουρλής το βάζει μέσα και στη δική του δουλειά: στο “ποιος λέει την ιστορία” και στο τι αλλάζει όταν μιλάς από μέσα.
«Το κάνω πιο δικό μου. Το νιώθω. Σίγουρα στο κομμάτι της μη αποδοχής και εγώ σε σχέση με τον πατέρα μου βρήκα κοινά. Γιατί καλώς ή κακώς είναι και μερικές φορές το ποιος λέει μια ιστορία. Γιατί και εγώ λέω μια ιστορία. Εάν για παράδειγμα κάποιος στρέιτ σκηνοθέτης κάνει μια παράσταση του Λουί, δεν ξέρω πώς μπορεί να το κάνει. Ή αν το σκηνοθετούσε μια γυναίκα, πώς θα αντιμετώπιζε αυτό το κομμάτι της κακοποιημένης γυναίκας; Τώρα εδώ το σκηνοθέτησε ένας άντρας. Πάντα είναι και ποιος λέει την ιστορία και είναι βασικό».
Και όταν τον ρωτάω αν αυτό γίνεται περιοριστικό για έναν ΛΟΑΤΚΙ+ ηθοποιό, απαντά ότι σε μια εποχή που οι cis στρέιτ εξακολουθούν να κρατούν «το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας», ας χωρέσουν πρώτα οι άνθρωποι που ιστορικά αποκλείστηκαν.
«Σίγουρα όμως σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε, τα τρανς άτομα να κάνουν τρανς ρόλους. Όχι μόνο, αλλά τους τρανς ρόλους να τους κάνουν εκείνα. Ας συνηθίσουμε πρώτα και ας τους χωρέσουμε όλους. Και έπειτα βλέπουμε τι κάνουμε. Γιατί για την ώρα είναι δύσκολη αυτή η μάχη. Και συνεχίζει. Δεν σταματάει».
Τοι κοινό, οι αντιδράσεις και το προνόμιο
Η κουβέντα πηγαίνει και στο «τώρα», στις επιθέσεις που βιώνουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, είτε νομοθετικές είτε στον δρόμο, και τις διαφορετικές αντιδράσεις της κοινωνίας.
«Είμαστε μια κοινωνία πολλών ταχυτήτων. Σε ένα κομμάτι είναι λυμένα, σε ένα άλλο δεν είναι καθόλου λυμένα και δεν τα αποδέχεται. Και κάπως η κάθε ομάδα με τα social media και τον αλγόριθμο επιβεβαιώνεται. Δεν υπάρχει κοινός τόπος συζήτησης. Είναι πια συγκρούσεις».
Μιλά και για την τρανσφοβία ακόμη και μέσα στην ίδια την κοινότητα: «Και στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα υπάρχει τρανσφοβία… Η θηλυπρέπεια και οι θηλυκότητες γενικά δεν αγαπιούνται. Κι αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα».
Και μετά έρχεται η σκηνή με το γκέι φιλί. Τον ρωτάω πώς νιώθει ως κουήρ άτομο όταν βλέπει αντιδράσεις. Η απάντησή του είναι ένα μείγμα αμηχανίας, κούρασης και επίγνωσης προνομίου.
«Δεν θα το περίμενα αυτό. Είναι ένα φιλί. Στο κεφάλι μου είναι ένα τίποτα. Είναι αστείο δηλαδή. Με φέρνει σε μια αμηχανία, αλλά δεν θα σταθώ καθόλου εκεί. Μου περνάει αδιάφορο. Ας μην προσδιοριζόμαστε από τις αρνητικές αντιδράσεις.
«Βέβαια, εγώ είμαι ένας cis γκέι άνδρας, στο μέρος της κοινότητας έχω ένα κομμάτι προνομίου που δεν μπορώ να κάνω ότι δεν το βλέπω. Υπάρχει. Έχω βιώσει ένα κομμάτι ομοφοβίας, αλλά μη φανταστείς κάτι ιδιαίτερο. Οπότε, να αναγνωρίζεις το προνόμιό σου και να τα βλέπεις και μέσα από αυτό το φίλτρο».
Ο ρόλος της τέχνης και των καλλιτεχνών
Στο τέλος, ενώ εγώ τον ρωτάω για τον ρόλο της τέχνης, εκείνος δεν λέει τι «πρέπει» να κάνει, αλλά ποιο άτομο χρειάζεται χώρο και θάρρος για να μιλήσει.
«Ναι, δεν ξέρω τι να κάνει η τέχνη, αλλά θα έλεγα σίγουρα να έχουν θάρρος τα άτομα που έχουν βιώσει την καταπίεση, πιο πολύ τα τρανς άτομα, και αν μπορούν να μιλάνε μέσα από την τέχνη, να μιλάνε για αυτά τα θέματα αυτά τα άτομα».
Και με αυτό θέλει και να κλείσουμε και τη συζήτησή μας. Ενώ στέλνει αγωνιστικούς χαιρετισμούς, προτρέπει με τον δικό του ευγενικό και κατανοητικό τρόπο τα κουήρ άτομα «να έχουν θάρρος, να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους και να χαράξουν τη δική τους πορεία».
Κι αυτό είναι ίσως το πιο ειλικρινές και ταιριαστό κλείσιμο για μια ιστορία δραπέτευσης. Όχι ένα happy end, αλλά μια προτροπή για θάρρος, με πλήρη επίγνωση ότι η ελευθερία έχει τίμημα, ότι η βία δεν εξαφανίζεται μαγικά, και ότι μάλλον κανένα άτομο δεν είναι «καθαρό» μέσα στην προσπάθεια να σωθεί.




