Ο ανεπιτήδευτα συμπεριληπτικός κόσμος της Βίκυς Βολιώτη

Λίγες ώρες πριν μεταμορφωθεί σε Πέτρα Φον Καντ – στην εμβληματική ηρωίδα του Φασμπίντερ – και παραδοθεί στον έρωτά της για μια άλλη γυναίκα, η Βίκυ Βολιώτη βολεύεται σε μία από τις καρέκλες του θεάτρου για να θυμηθεί στιγμές από την τέχνη της αλλά και από την – κόντρα στα στερεότυπα – ζωή της.

Μιλώντας για τα παιδικά σου χρόνια, ποια είναι η πρώτη εικόνα που σου έρχεται στο μυαλό;

Εγώ, ως παιδί, να τρέχω. Διότι μόνο αυτό έκανα όταν ήμουν μικρή. Έτρεχα. Δεν περπατούσα.

Αλήθεια, πώς ήταν τα χρόνια στο σχολείο;

Πολύ όμορφα, χωρίς όμως να συμβαίνει και κάτι πολύ τρομερό και χωρίς να θέλω να επιστρέψω σε αυτά. Γενικά, στα παιδικά μου χρόνια δε θέλω να επιστρέψω με τίποτα. Δεν είμαι απ΄αυτούς που λένε: «α, τι ωραία θα ήταν να πήγαινα πάλι στο σχολείο». Χαίρομαι πολύ που είναι ενήλικας και που μπορώ να είμαι ανεξάρτητη και να αποφασίζω εγώ για τον εαυτό μου. Πέρασα καλά, ωστόσο, στο σχολείο, αλλά συμβαίνει ένα παράδοξο. Δε θυμάμαι πολλά πράγματα. Γενικά, μέχρι τα 18 μου οι αναμνήσεις μου είναι πολύ μετρημένες.

Πότε αρχίζεις και αντιλαμβάνεσαι τη σεξουαλικότητά σου;

Σχετικά αργά. Μπήκα σε αυτή τη διαδικασία και γνώρισα το σεξ πολύ αργά. Ήμουν πολύ παιδάκι και ως έφηβη. Συν το γεγονός ότι έχασα τον πατέρα μου στην εφηβεία και κάπως όλο το πράγμα σημαδεύτηκε από αυτό. Δεν ήταν τα πράγματα ομαλά για εμένα στην εφηβεία. Ήμουν ένα αρκετά δυσκολεμένο παιδί, εξαιτίας της αρρώστιας και του θανάτου του πατέρα μου. Παρόλ΄αυτά δεν θυμάμαι και να συνέβη και κάτι πολύ εντυπωσιακό. Ήρθε πολύ ομαλά.

Προβληματίστηκες ποτέ γύρω απ΄αυτήν;

Όχι, δεν προβληματίστηκα. Ήταν συγκεκριμένο από την αρχή για μένα. Αλλά από την αρχή μου φαινόταν κι απολύτως κανονικό ένας άνθρωπος να έχει έναν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό από τον δικό μου. Δεν ήμουν, δηλαδή, ποτέ ένα παιδί που σοκαριζόταν από τη διαφορετικότητα. Το οποίο είναι και παράξενο, γιατί είμαι αρκετά μεγάλη (γέλια). Το λέω αυτό, γιατί στα δικά μου εφηβικά χρόνια δεν υπήρχε όλη αυτή η συζήτηση και η ενημέρωση. Ήταν ένα κομμάτι αρκετά θολό και σκοτεινό.

Πώς εσύ όμως ανέπτυξες αυτή την αντίληψη;

Δεν ξέρω, να σου πω. Σίγουρα έπαιξε μεγάλο ρόλο ότι από 18 ετών μπήκα στο θέατρο, ένας χώρος που ούτως ή άλλως είναι ανοιχτός και διαφορετικός από οποιανδήποτε άλλον χώρο.

Μου είχε κάνει εντύπωση που πριν αρκετά χρόνια είχες μιλήσει υπέρ των ομόφυλων ζευγαριών, όταν ακόμα πολλοί καλλιτέχνες απέφευγαν να τοποθετηθούν δημόσια.

Από πολύ νωρίς κατάλαβα πως δεν με ενδιέφερε να αποκτήσω ένα δικό μου βιολογικό παιδί. Δεν με ενδιέφερε να μείνω έγκυος. Φυσικά, προβληματίστηκα σχετικά με το «γιατί μου συμβαίνει αυτό», επειδή πάντα άκουγα γύρω μου γυναίκες να λένε ότι θέλουν πολύ να κυοφορήσουν.  Εγώ δεν ήθελα και πάντα έλεγα ότι θα προτιμούσα να υιοθετήσω. Όλο αυτό με έκανε να αναλογιστώ το τι σημαίνει «παιδί», «γονιός» και να καταλήξω στο ότι έχει μικρή σημασία αν έχεις ένα βιολογικό παιδί ή ένα που δεν το έχεις γεννήσει εσύ. Το αποτέλεσμα είναι ένα κι αυτό. Σημασία έχει το πώς μεγαλώνεις και αυτό είναι μια τεράστια ευθύνη. Μέσα, λοιπόν, από αυτόν τον δρόμο, πάρα πολύ νωρίς – και επειδή έχω πολλούς φίλους που ζουν σε ομόφυλες σχέσεις, τους οποίους τους λατρεύω και τους θεωρώ πολύ σπουδαίους ανθρώπους – μου φαινόταν ευθύς εξαρχής αυτονόητο ότι κι αυτοί μπορούν και πρέπει να έχουν ένα παιδί, άμα το θελήσουν. Μέσα από αυτό τον δρόμο. Η δημιουργία οικογένειας δεν σχετίζεται έτσι κι αλλιώς με τον σεξουαλικό προσανατολισμό.

Λαμβάνοντας υπόψη τα στερεότυπα γύρω από τη δημιουργία οικογένειας, δέχθηκες κριτική όταν μίλησες ανοιχτά για όλο αυτό;

Γενικά, υπάρχει αυτή η αντίληψη ότι είναι κάτι σαν κοινωνική αποστολή να παντρευτείς και να κάνεις παιδί και ότι αν δεν το κάνεις κάπως σαν να έχεις αποτύχει. Αυτό εγώ το θεωρώ καταστροφικό, γιατί γύρω μου βλέπω πολλές οικογένειες που κανονικά δεν θα ήθελαν παιδιά. Και τους βλέπεις δυστυχισμένους. Και δυστυχούν και τα παιδιά. Και λες τώρα, γιατί πάντα πρέπει να ζούμε με γνώμονα το τι θα πουν οι άλλοι; Είναι πολύ μεγάλος αγώνας να μπορέσεις να ξεφύγεις από αυτό. Και επειδή εγώ παλεύω πολύ με αυτό το κομμάτι, θαυμάζω πολύ τους ανθρώπους που το καταφέρνουν. Θα ήθελα να μη με ενδιαφέρει καθόλου το τι λένε οι άλλοι για μένα. Και προσπαθώ με νύχια και με δόντια να το κάνω, αλλά δεν είναι εύκολο. Γι΄αυτό και τους ανθρώπους που βρίσκουν το θάρρος και το κάνουν και έρχονται αντιμέτωποι με αυτό, τους θαυμάζω πάρα πολύ.

Από όλες τις δουλειές που έχεις κάνει, σε ποιες θα έβαζες μια πινέζα;

Σίγουρα, θα έβαζα στις πρώτες μου δουλειές. Γιατί είναι αυτές που θυμάσαι την τρέλα και το πάθος που έχεις ότι ξεκινάς. Πινέζα βάζω στην πρώτη ταινία που έκανα, την «Ισημερία». Βάζω πινέζα στην ταινία «Με μια Κραυγή», για την οποία πήρα και το κρατικό βραβείο. Στο «Λόγω Τιμής», σε μια παράσταση που έκανα με τον Μιχάλη Κακογιάννη, στον «Άμλετ» που έκανα με τη Μάγια Λυμπεροπούλου, στην «Αγία Ιωάννα των Σφαγείων» που έκανα με τον Μαστοράκη, στις παραστάσεις που έκανα με τον Θ. Αθερίδη και την Σμ. Καρύδη, σίγουρα στο «Μια μέλισσα τον Αύγουστο», αλλά και στην παράσταση που έκανα με την Ε. Ρουμελιώτη «Μια Ιστορία Αγάπης».

Ας μιλήσουμε και λίγο για τα «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ».

Αυτή είναι μια δουλειά, την οποία μου την είχε συζητήσει πριν από ενάμιση χρόνο η Έφη (Ρευματά), η οποία μου το πρότεινε και της είπα «ναι». Είναι ένα πολύ ωραίο έργο, ένας σταθμός για την εποχή που έγινε. Από έναν σκηνοθέτη και συγγραφέα που είναι μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα και αυτό φαίνεται σε όλα του τα έργα. Είναι ένα έργο που μιλάει για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις μας και κυρίως τις ερωτικές. Μιλάει για την ανάγκη μας να φέρνουμε τον άλλο πάντα στα δικά μας τα μέτρα και να τον κόβουμε και να τον ράβουμε όπως θέλουμε εμείς. Με έναν τρόπο να γινόμαστε οι εξουσιαστές της σχέσης, όχι απαραίτητα κακοποιητικά.

Ένα έργο που μιλά για σχέσεις εξουσίας αλλά μέσα από την ιστορία ενός ζευγαριού γυναικών, αναιρώντας έτσι τα έμφυλα στερεότυπα.

Ναι, γιατί νομίζω πως η πρόθεση του δημιουργού είναι να υπογραμμίσει ότι το πρόβλημα αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις συνολικά και όχι μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Και εδώ μιλάμε για δύο ανθρώπους στους οποίους υπάρχει και μεγάλη διαφορά ηλικίας και διαφορά στην κοινωνική τάξη. Τα βάζει όλα δηλαδή. Είναι ενδιαφέρον πώς ξεκινάμε με ένα δεδομένο ότι κάποιος είναι «ιεραρχικά» πιο ψηλά από τον άλλο – οικονομικά και κοινωνικά – και πώς αυτό το πράγμα ανατρέπεται και αποκτά ο άλλος τον ρόλο του κυρίαρχου μέσα στη σχέση.

Σε δυσκόλεψαν οι σκηνές ομόφυλης συντροφικότητας στο έργο;

Όχι, γιατί θεωρώ ότι όλοι ερωτευόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Μιλώντας για μένα θα σου πω ότι μου φαίνεται πάντα πολύ πιο εύκολο να παίζω πράγματα που είναι εντελώς κόντρα. Έχω έναν καλύτερο τρόπο να διαχειρίζομαι το υλικό το οποίο είναι απέναντί μου και είναι διαφορετικό από μένα, από αυτό που πιο κοντά μου. Πιο πολύ αγχώνομαι με ρόλους και καταστάσεις οι οποίες είναι κοντά σε μένα, διότι δεν έχω τον τρόπο να τις αξιολογήσω. Οι ερωτικές σκηνές πάντως είναι γενικά λίγο περίεργες και πάντα οι πρώτες φορές – που δεν θες να φέρεις τον άλλο σε δύσκολη θέση – είναι άβολες. Όταν βρίσκεις τη «χορογραφία» μετά γίνονται πιο εύκολες.

Υπήρχε η σκέψη να «αμβλύνουμε» κάπως τις σκηνές αυτές, ώστε να μην προκληθούν αντιδράσεις από συντηρητικούς θεατές;

Ο συντηρητικός να το δει και ανταπεξέλθει μόνος του. Δεν θα το αμβλύνω εγώ. Εγώ θα δείξω αυτό που θέλω και που απαιτεί η σκηνή. Αν υπάρξει κάποιος τώρα που μπορεί να ενοχληθεί, θα πρέπει να το διαχειριστεί μόνος του. Δεν θα μπω εγώ στη διαδικασία να κάνω κάτι πιο light. Όταν μπεις στη διαδικασία να σκεφτείς το πώς θα το δει ο άλλος το πράγμα γίνεται παράξενο. Σε μία από τις παραστάσεις ήρθαν κάποιοι γνωστοί μου, δεν τους ήξερα πολύ καλά. Μπήκα, λοιπόν, στη διαδικασία να σκεφτώ πώς θα το δουν και τι θα σκεφτούν. Και αμέσως με μπλόκαρε αυτό. Και είπα «τι σε νοιάζει τώρα αυτό; κάνε τη δουλειά σου» και το ξεπέρασα.

Γιατί ο ρόλος της «Μαρλέν» παρουσιάζεται μέσα από έναν κουήρ χαρακτήρα;

Στην παράσταση η «Μαρλέν» είναι ένα άφυλο πρόσωπο, που δεν το ακούμε ποτέ να μιλάει, να λέει τη γνώμη μου και τις σκέψεις του. Δεν ενδιαφερόμαστε γι΄αυτό, δεν νοιαζόμαστε για το τι σκέφτεται. Σίγουρα με αυτόν το τρόπο κάνουμε και μια αναφορά στους ανθρώπους που αναγνωρίζονται σήμερα ως «διαφορετικοί» και τους οποίους δεν ακούμε ποτέ. Σαν να κλείνουμε το μάτι στην κοινωνία, για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Από την άλλη, με αυτό τον τρόπο καταλαβαίνουμε ότι η «Πέτρα» είναι ένα άτομο χωρίς συντηρητικές κοινωνικές αντιστάσεις, με ένα πιο ανοιχτό μυαλό.

Πώς αξιολογείς την εποχή που ζούμε;

Ως πολύ περίεργη. Κάποια στιγμή είχα ακούσει μια συνέντευξη της ιστορικού Μ. Ευθυμίου που έλεγε ότι «παρόλο που η εποχή είναι πολύ δύσκολη συμβαίνουν σπουδαία πράγματα». Εγώ αυτό που αποκόμισα είναι ότι η εποχή που ζούμε είναι τρομερά ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις. Και το κράτησα αυτό. Διότι αυτό πιστεύω. Είναι όμως, και μια εποχή δύσκολη. Γενικά, είμαι ένας άνθρωπος που φοβάται πολύ για το τι είναι ικανός ο άνθρωπος να κάνει, από την άλλη έχω όμως και μια αισιοδοξία ότι δεν θα τα γαμήσει όλα. Επίσης, αν και με πολύ αργούς ρυθμούς, υπάρχει εξέλιξη,

Στον τομέα της τέχνης υπάρχει εξέλιξη;

Η εποχή που ζούμε είναι μια εποχή διάδοσης τρομακτικού όγκου πληροφορίας και βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από αυτόν τον όγκο. Σε αυτό, η τέχνη νομίζω ότι στέκει λίγο αμήχανη προς το παρόν. Βέβαια, πάντα, υπάρχουν οι περίοδοι ανάπαυλας… και μετά παίρνει πάλι μπρος η μηχανή. Αυτή τη στιγμή εγώ διακρίνω ένα σταμάτημα, όπου μπορεί να μην έρχονται ρηξικέλευθα πράγματα αλλά τουλάχιστον διατηρείται μια κατάσταση.

Όταν εσύ παίζεις έναν ΛΟΑΤΚΙ+ ρόλο πιστεύεις ότι λειτουργείς και κάπως εκπαιδευτικά;

Δεν ξέρω. Θα ήθελα πολύ όμως να συμβάλω με αυτόν τον τρόπο. Να βοηθήσω ώστε και ένας άνθρωπος να σκεφτεί λίγο διαφορετικά πάνω σε αυτά τα θέματα. Θα είναι τεράστιο κέρδος για μένα και με μια έννοια «ναι» με ενδιαφέρει να συμβεί αυτό.

Ανήκει αυτός ο «εκπαιδευτικός ρόλος» στην περιγραφή εργασίας ενός καλλιτέχνη;

Δεν ξεκινάει κανείς έτσι. Δεν λέει ποτέ «εγώ θέλω να γίνω ηθοποιός γιατί θέλω να κάνω καλό στην ανθρωπότητα». Αυτό έχει να κάνει πιο πολύ με τον ρόλο της τέχνης. Ο ρόλος της, εκτός από το να περάσει ο άλλος καλά, είναι και να κάνει τον θεατή να μπορέσει να δει με ένα άλλο μάτι μια πραγματικότητα, η οποία μπορεί να μην είναι κοντά του. Και να σκεφτεί πάνω σε αυτήν. Ακόμα και μια κωμωδία, ας πούμε, μπορεί να σε κάνει να σκεφτείς πάνω σε κάτι.

Ας μιλήσουμε λίγο και για το μέλλον…

Το επαγγελματικό μου μέλλον έχει κάποια ωραία πράγματα μπροστά, έχει και κάποια άγνωστα τοπία και είμαι κάπως περίεργη για αυτά που θα έρθουν. Τώρα για το προσωπικό…τι να σου πω. Ονειρεύομαι διακοπές, ονειρεύομαι ταξίδια με την Άννα και εύχομαι να μπορέσω να τα κάνω μαζί της. Τώρα για το κοινωνικοπολιτικό μέλλον εξαρτάται από τη μέρα. Κάποιες μέρες είμαι αισιόδοξη και κάποιες το ακριβώς αντίθετο. Φοβάμαι πολύ για αυτά που έρχονται, όπως σου είπα. Είμαι ένας άνθρωπος, ο οποίος από πάρα πολύ νωρίς, υπήρξα πολύ ευαισθητοποιημένη με το θέμα του περιβάλλοντος και της κλιματικής κρίσης. Είναι κάτι το οποίο με απασχολεί από πάρα πολύ μικρή ηλικία. Και με τρομάζει το ότι δεν συμβαίνουν βήματα ως προς αυτό. Με τρομάζει πολύ και μου φαίνεται και τελείως παλαβό το ότι πια υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αντιστέκονται ακόμα, από φόβο προφανώς. Αλλά δεν έχουμε πια χρόνο για φόβο και γενικά στον φόβο πρέπει να αντιστεκόμαστε. Και μιλάω εγώ που έχω υπάρξει πολύ φοβική στη ζωή μου. Ο φόβος είναι ο χειρότερος εχθρός μας.

Πώς θες να κλείσουμε;

Με το να μη φοβόμαστε. Είδα τις προάλλες ένα ντοκιμαντέρ για τη νεότερη ιστορία της Ευρώπης. Μέσα σε αυτό ήταν και η Κομμούνα του Παρισιού. Βλέποντας αυτό το ντοκιμαντέρ κατάλαβα ότι την εποχή εκείνη αρθρώθηκε ένας λόγος φοβερά επαναστατικός γύρω από τα κοινωνικά ζητήματα. Πριν από ενάμιση αιώνα παλέψαμε και καταφέραμε για δύο μήνες μια ουτοπική κοινωνία, μιλώντας για πράγματα τα οποία και σήμερα αποτελούν αιτήματα και  εξαιτίας αυτών των ανθρώπων, μπορούμε και μιλάμε γι΄αυτά. Αυτό το ντοκιμαντέρ με έκανε να σκεφτώ πώς όταν πιστεύουμε πραγματικά κάτι και όταν δεν φοβόμαστε, έρχεται η  στιγμή που αυτό το κάτι ακούγεται. Όπως συμβαίνει και με τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα σήμερα. Ακούγεται. Σημασία έχει να μην υπάρχει φόβος. Ούτε από τους μεν ούτε από του δε.

Vasilis Thanopoulos

Από μικρός ήθελα να γίνω αστροναύτης. Εξάλλου, πάντα θυμάμαι να μου λένε ότι "πετάω στα αστέρια". Λόγω όμως σχετικής υψοφοβίας αποφάσισα να αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμό και να γίνω δημοσιογράφος (απ' το κακό στο χειρότερο), Μπήκα στο Πάντειο (Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων & Πολιτισμού) και λίγους καφέδες αργότερα πήρα το πτυχίο μου. Έκτοτε το επαγγελματικό μου μετερίζι με έχει οδηγήσει στην πόρτα ανθρωπιστικών οργανισμών (Διεθνή Αμνηστία, Έλιξ) αλλά και πολλών έντυπων και διαδικτυακών μέσων (Esquire, Nitro, Protagon, κλπ). Η σχέση μου με το Antivirus ξεκίνησε τυχαία τον Μάρτιο του 2013. Έκτοτε έγινε λατρεία... Είτε εδώ είτε στο περιοδικό, όλο και κάπου θα με πετύχετε. Αν τώρα θέλετε να κάνετε και κάποιο σχόλιο... θα με βρείτε στο [email protected]. Cu!




Δες και αυτό!