“Οι άνθρωποι με εξουσία συμπεριφέρονται συχνά σαν άτομα με εγκεφαλική δυσλειτουργία”, λέει στο δημοφιλές βιβλίο του “Humankind”, ο Bregman. “Είναι παρορμητικοί (εκρηκτικοί), εγωκεντρικοί, ριψοκίνδυνοι, αλαζόνες και αγενείς… Επίσης, είναι λιγότερο αδιάντροποι και συχνά δεν κοκκινίζουν”. Δεν κοκκινίζουν, γιατί δε νιώθουν ντροπή. Για να μπορέσεις να νιώσεις ντροπή, βασικό είναι να έχεις την ικανότητα να συνδέεσαι- να έχεις εμπάθεια. Αν θεωρείς τον εαυτό σου ανώτερο, δημιουργείς απόσταση και χάνεις την επαφή. Ανυψώνεσαι και από ψηλά δε μπορείς να δεις τι συμβαίνει από κάτω σου. Μόνη σου έγνοια και τελικά εμμονή γίνεται η προσωπική σου αξία- η τιμή σου και το καθαρό σου κούτελο.
Αυτή η περιγραφή ταιριάζει για τουλάχιστον τον μισό ελληνικό πληθυσμό. Είναι ο εργοδότης σου που σε θεωρεί κτήμα του, ο πολιτικός σου που δε σε βλέπει ως άτομο αλλά ως πλήθος, ο γιατρός που επισκέπτεσαι και αγανακτεί αν τον ρωτάς πολλά και ο μαρμαρωμένος δικηγόρος που επιλέγει να σε κρατά στην άγνοια. Είναι ο παρουσιαστής που σου περιγράφει τις ειδήσεις φωνάζοντας δραματικά, ο προπονητής σου που σου σπρώχνει την πλάτη για να τρέξεις πιο γρήγορα “γ…. το κέρατό σου” και ο εκρηκτικός οδηγός του ταξί που σε πήγε στο σπίτι του πατέρα σου που σε υποδέχτηκε όχι με “καλωσόρισες”, αλλά με “καλά, δε μπορούσες να φορέσεις κάτι άλλο;”
Η ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται από ένα ιδιόμορφο πολιτισμικά αξιακό σύστημα, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται (ναι, ακόμα και σήμερα!) το καταστροφικό δίπολο «τιμή-ντροπή». Στην ουσία πρόκειται για το ίδιο ένα πράγμα. Απλά τη λέξη “τιμή” τη χρησιμοποιούμε για τους άντρες και τη λέξη “ντροπή” για τις γυναίκες. Ο λόγος που χρησιμοποιούμε δύο διαφορετικές λέξεις για να εκφράσουμε το ίδιο νόημα, είναι γιατί ο διαχωρισμός λειτουργεί σα μηχανισμός αυτοεπιβολής μιας εξουσιαστικής σχέσης ανάμεσα σε αυτόν που φέρει την αξία (την τιμή) και σε εκείνη που θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή αφαίρεσής της.
Ενώ λοιπόν παραδοσιακά σαν κοινωνία προσπαθήσαμε να κάνουμε αυτό το διαχωρισμό, η αλήθεια από την οποία δεν μπορούμε πια να κρυφτούμε είναι πως δεν μπορείς να εξαφανίσεις ένα πανανθρώπινο κοινωνικό συναίσθημα όσο κι αν το βαφτίζεις (ελληνική) περηφάνια ή τιμή. Ξετυλίγοντας το περιτύλιγμα της αντρικής τιμής, εντός, δε θα βρούμε τίποτα άλλο παρά μόνο ντροπή. Ας μιλήσουμε λοιπόν ανοιχτά πια για τη ντροπή, το μοναδικό πραγματικά εθνικό μας προϊόν.
“Η ντροπή δεν υπάρχει χωρίς την παρουσία ενός άλλου ανθρώπου. Όταν ντρέπομαι νιώθω ότι θα απορριφθώ από κάποιον ο οποίος βλέπει σε εμένα κάτι που θα ήθελα να μη γνωρίζει ή βλέπει κάτι το οποίο δε μπορώ να αλλάξω (πχ. κιλά, τραύμα..)”, γράφει ο Γ. Μεταξάς. Είναι ένα κοινωνικό συναίσθημα που πηγάζει από την αίσθηση ότι μας βλέπουν και συνδέεται άμεσα με το περιφρονητικό βλέμμα των άλλων. Οι άνθρωποι που αισθάνονται ντροπή αυτορυθμίζονται συναισθηματικά. Έχουν δηλαδή την ικανότητα να ρυθμίζουν το εύρος των συναισθημάτων τους με τρόπο που να είναι κοινωνικά ανεκτός και αρκετά ευέλικτος. Μοιάζουν να είναι το ακριβώς αντίθετο του “ισχυρού” που περιέγραψε ο Bregman στο βιβλίο του. Μοιάζουν, αλλά δεν είναι.
Ο μηχανισμός της ντροπής καθυστερεί τις αυθόρμητες αντιδράσεις και περνάει τα συναισθήματα και κατ’ επέκταση και τις συμπεριφορές από φίλτρο και αυτό μας μπερδεύει. Νομίζουμε πως επειδή η ντροπή δεν αφήνει τον άνθρωπο να εκφραστεί παρορμητικά ή εκρηκτικά, με φαινομενική πυγμή και με απερίσκεπτο θάρρος, τον κάνει αδύναμο. Είναι σα να λέμε πως αν μιλάς, λες την άποψη σου και ορθώνεις το ανάστημα σου, αυτομάτως θεωρείσαι δυνατός και αν σωπαίνεις ή παίρνεις τον χρόνο σου για να ρυθμίσεις τον παρορμητισμό σου είσαι αδύναμος. Αναρωτιέμαι πόσο αρρωστημένα διαστροφική μπορεί να γίνει αυτή η θεώρηση; Και η απάντηση με φτάνει έχοντας ξεκινήσει την πορεία της πίσω από τις κλειστές πόρτες των αρχοντικών μας.
Όλες οι ελληνικές οικογένειες “διδάσκουν” ντροπή (μασκαρεμένη ως περηφάνια)*. “Τι θα πει ο κόσμος”, “τι θα σκεφτούν οι γείτονες και οι συνάδελφοι”, “σκάσε και κολύμπα”, “μην αντιμιλάς”, “θα στεναχωρήσω τη μαμά και τον μπαμπά αν κάνω/πω/είμαι…”. Μας τα έχουν πει, τα έχουμε σκεφτεί και τα έχουμε ξεστομίσει σε άλλους. Τραυματικές ελληνικές οικογένειες σε μια τραυματική ελληνική κοινωνία. Ολόκληρη οικονομική κρίση περνάμε και ενώ στα σπίτια μας οι περισσότεροι δεν έχουμε καν ζέστη το χειμώνα, έξω παριστάνουμε τους άνετους. Μην καταλάβει κανείς πως δεν έχουμε λεφτά! Μη μάθει κανείς πως το παιδί μας βγήκε gay. Μη δουν πως οι γονείς χωρίσανε. Μη καταλάβουν πως ο παππούς με έδερνε. Μη δουν πως χρωστάμε και της Μιχαλούς. Για τις γυναίκες λοιπόν, ντροπή είναι “η άρνηση της αγνότητας, της συστολής και της σεμνότητας σαν αξίες που πρέπει να διέπουν την γυναικεία συμπεριφορά.” (Γ. Μεταξάς, 2003). “Για τους άντρες, ντροπή δεν είναι ένα μάτσο ανταγωνιζόμενων και συγκεχυμένων προσδοκιών, παρά μόνο ένα πράγμα και μόνο: Μην σε θεωρήσουν Αδύναμο” (Brené Brown).
Το υγιές φίλτρο είναι απαραίτητο για όλες τις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Είναι ο λόγος που δεν έχουμε αφανιστεί ακόμη ως είδος. Αυτό το φίλτρο όμως δεν πρέπει να επιβάλλεται μέσω της ντροπής. Η Brown εύστοχα υπενθυμίζει, πως “το αντίδοτο της ντροπής είναι η ενσυναίσθηση. Αν βάλεις την ντροπή σε ένα πιατάκι μικροβιολογικού εργαστηρίου, θα χρειαστεί τρία πράγματα για την καλλιέργειά της: μυστικότητα, σιωπή και κριτική. Αν βάλουμε στο πιατάκι την ντροπή και την εμβαπτίσουμε με ενσυναίσθηση, δεν θα επιβιώσει. Ποιες είναι οι δύο πιο δυνατές λέξεις όταν κάποιος βρίσκεται σε δεινή κατάσταση: και ‘γω.”
Το ελληνικό metoo μας παροτρύνει επιτακτικά να καταφέρουμε να ανοίξουμε τη συζήτηση και σ’ αυτή τη χώρα, για το θέμα της έμφυλης βίας και των σεξουαλικών εγκλημάτων. Δεν μπορούμε, όμως, να μιλήσουμε για αυτά χωρίς να νιώθουμε ντροπή. Ντροπή γιατί πέσαμε θύματα, ντροπή γιατί είδαμε και δε μιλήσαμε, ντροπή γιατί υπήρξαμε και οι ίδιοι κακοποιητικοί (ή εξουσιαστικοί) στα σπίτια μας και στις σχέσεις μας. Και μιλώντας γι’ αυτή, καλό θα ήταν (και ατομικά), να απορρίψουμε από το λεξιλόγιο μας εξολοκλήρου λέξεις που είναι επικίνδυνες. Όπως οι λέξεις δυνατός και αδύναμος. Ή τουλάχιστον να ξαναεφεύρουμε το νόημα τους. Γιατί αν κοτσάρουμε πλάι σε ανθρώπους όπως εκείνος ο γιατρός ή ο δικηγόρος ή ο πατέρας που περιέγραψα στην αρχή, τη λέξη δυνατός και δίπλα στα θύματα τη λέξη αδύναμος, θα μας καταπιεί μια και καλή ο βάλτος της άγνοιας.
* Έρευνα της διαΝΕΟσις για το τι πιστεύουν οι Έλληνες (2018) δείχνει ότι ενώ οι Έλληνες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους σε πολλούς θεσμούς, η μόνη εξαίρεση είναι ο θεσμός της οικογένειας (σε ποσοστό 85%). Επίσης 8 στους 10 Έλληνες συμφωνούν πως μια από τις κύριες επιδιώξεις τους στη ζωή είναι «να κάνω τους γονείς μου υπερήφανους».
Γράφει η Χριστίνα Τριχά