Ο “Νυχτερινός διαβάτης” του Αλέξανδρου Κεφαλά

20/01/2016

Ο Νυχτερινός Διαβάτης είναι η τελευταία συγγραφική δημιουργία του Αλέξανδρου Κεφαλά.

Πρόκειται για δέκα αφηγήσεις με φόντο το σύγχρονο αστικό τοπίο. Οι ήρωες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που ζουν και πορεύονται μέσα σε απρόσωπες μεγαλουπόλεις προσπαθώντας να επιβιώσουν και να σταθούν στα πόδια τους, σε πείσμα του σαρωτικού και πολλές φορές αδυσώπητου παρόντος. Η απώλεια, ο πόνος, η μοναξιά, η υποκρισία, ο έρωτας και η φιλία, αλήθειες αιώνιες και πάντα επίκαιρες ξεπηδούν μέσα από κάθε ιστορία, δίνοντας μας ένα ζωντανό μωσαϊκό χαρκατήρων, πότε με σατυρική διάθεση και άλλοτε με κριτική, αλλά πάντα με τη γραφίδα βυθισμένη στο μελάνι στου κοινωνικού ρεαλισμού.

“Δέκα ιστορίες, δέκα διαφορετικοί άνθρωποι, δέκα διαφορετικές αστικές εκπλήξεις!”

Παρακάτω δημοσιεύουμε ένα διήγημα με τίτλο “Ατυχής σύμπτωση”,

Σαν ολόλευκες πέρλες μαργαριταριού γυάλιζαν οι σταγόνες σπέρματος πάνω στο δασύτριχο στέρνο του, καθώς ακολουθούσαν την καθοδική τους πορεία προς την κοιλιά του. Βιαστικά, με σπασμωδικές κινήσεις, σκούπισε τον εκστατικό αυτό επίλογο της σεξουαλικής υπερδιέγερσης που τον είχε καταλάβει ολόκληρο το απόγευμα. Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και έκλεισε με ένα αίσθημα ενοχής το λάπτοπ του. Στην οθόνη του το τελευταίο μισάωρο εκτυλίσσονταν hard core σκηνές ομοφυλοφιλικού περιεχομένου. Με μηχανικές κινήσεις διέγραψε τα αρχεία από το ιστορικό του σκληρού του δίσκου. Τεντώθηκε, έπειτα, νωχελικά και περιεργάστηκε το ακατάστατο δωμάτιο.

Τίποτε δεν είχε αλλάξει εδώ και χρόνια στην εφηβική του κάμαρα. Αν και είχε κλείσει τα τριάντα, εξακολουθούσε να μένει στο πατρικό του. Αυτό τον εξόργιζε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα… Τον τελευταίο χρόνο ήταν άνεργος και μετά βίας, από τις πενιχρές τους συντάξεις, τον συντηρούσαν οι δικοί του. Oύτε βενζίνη για τη μηχανή του δεν είχε πια. «Φτωχά αρχίδια με γέννησαν…» συνήθιζε με πικρία να λέει στα εβδομαδιαία μεθύσια του με τους λιγοστούς του φίλους. O πατέρας συνταξιούχος οικοδόμος και η μητέρα του πρώην εργάτρια σε κάποια μεγάλη βιομηχανία της χώρας, με μύριες στερήσεις είχαν καταφέρει να αγοράσουν ένα οικοπεδάκι και να χτίσουν τη δεκαετία του ’70 ένα χαμηλό σπιτάκι με τρία δωματιάκια σ’ ένα δυτικό προάστιο των Αθηνών.

κεφ3Oι κακόγουστες προσθήκες του χρόνου φανέρωναν τις μικρές προόδους της εργατικής του οικογένειας. Και η γειτονιά μίζερη, όπως και η ζωή του. Δεν είχε καταφέρει να σπουδάσει, να ξεφύγει… Δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Είχε παρακολουθήσει κάνα δυο χρονιές το τεχνικό λύκειο της περιοχής, αλλά δεν κατάφερε να το τελειώσει προς μεγάλη απογοήτευση των γονιών του, που ήθελαν ο γιος τους να μάθει τουλάχιστον μια «τέχνη». Το μυαλό του τότε ήταν στο ποδόσφαιρο και τους χουλιγκανισμούς.

Αφού ολοκλήρωσε την ένδυσή του, κοιτάχτηκε εξονυχιστικά στον μικρό καθρέφτη του χολ πριν βγει έξω. Τίποτε δεν πρόδιδε το τι είχε συμβεί στο μικρό σκοτεινό δωμάτιο πριν από λίγο. Ναι, ήταν αρρενωπός, με καλοσχηματισμένο σώμα και μπράτσα. Oι ατελείωτες ώρες προπόνησης στο δημοτικό γυμναστήριο είχαν αποδώσει. Κανείς δεν θα τον έκανε για «πούστη»! Μέχρι τη στάση του λεωφορείου είχε να διανύσει μια απόσταση περίπου ενός τετάρτου της ώρας. Δεν τον πείραζε, είχε συνηθίσει. Το μόνο που τον ενοχλούσε ήταν πως έπρεπε να διασχίσει το μικρό πάρκο της περιοχής του. Αν και ήταν ο πιο σύντομος δρόμος, σπάνια τον έπαιρνε. Εκείνο το απόγευμα όμως βιαζόταν, δεν είχε άλλη επιλογή. Με έναν αδιόρατο εκνευρισμό διάβηκε την πύλη και επιτάχυνε το βήμα του βάζοντας κάτω το ξυρισμένο του κεφάλι.

Λίγο πριν βγει από το παρκάκι, σε ένα μικρό ξέφωτο με μερικά παγκάκια, κάτι τράβηξε την προσοχή του. Αρχικά ήταν μια κόκκινη σπίθα που είδε με την άκρη του ματιού του, η κάφτρα ενός τσιγάρου, και στη συνέχεια ένα πρόσωπο γνώριμο, μια θύμηση από τα παλιά, καθισμένο σ’ ένα παγκάκι. Μονάχα σαν πρόσεξε καλύτερα διαπίστωσε πως επρόκειτο για έναν παλιό συμμαθητή από το τεχνικό λύκειο. Έκανε πως δεν τον είδε καθώς τον προσπερνούσε, αλλά μια φωνή τον σταμάτησε πριν στρίψει και χαθεί στη στροφή.

«Τι σύμπτωση! Περίανδρε, εσύ είσαι; Μα ναι! Ήμουν σίγουρος», είπε χαρούμενα ο άνδρας.

Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με οργισμένο βλέμμα. Φορούσε λευκές σαγιονάρες, κολλητή μπλε βερμούδα και ένα εξωφρενικό κίτρινο μπλουζάκι με αβυσσαλέο V, που άφηνε σχεδόν γυμνό το ξυρισμένο του στήθος. Ήταν ευθυτενής με ωραίο παράστημα, κόμμωση του συρμού, γένια τριών ημερών και σκουλαρίκι στον λοβό του αριστερού του αυτιού. Δηλαδή σαν όλους τους «γκέουλες» που είχαν «γεμίσει» την Αθήνα! Τι θα έλεγαν οι φίλοι του αν τον έβλεπαν μαζί του;

O νεαρός άνδρας, χωρίς να αντιληφθεί την οργή του πάλαι ποτέ συμμαθητή του, τον πλησίασε με φυσικότητα και συνέχισε στον ίδιο εύθυμο τόνο:

«Μια χαρά σε βρίσκω… Σου πάει αυτό το στιλάκι», είπε περιεργαζόμενος τα καλογυαλισμένα άρβυλα, το στρατιωτικό παντελόνι παραλλαγής και το μαύρο εφαρμοστό μπλουζάκι, που αναδείκνυε τα μούσκουλα του παλιού του φίλου. «Λίγο kinky για τα γούστα μου, αλλά sexy! Πώς και από το πάρκο; Έχω χρόνια να σε δω. Είπες να θυμηθείς τα παλιά, πονηρό αγόρι; Δε φαντάζομαι να ξέχασες;» ολοκλήρωσε με λάγνο ύφος.

Αντί για απάντηση δέχθηκε μια γροθιά στο πρόσωπο που του άνοιξε τη μύτη και, πριν προλάβει να αμυνθεί, μία βίαιη κλωτσιά στα αχαμνά που τον έκανε να διπλωθεί στα δύο σφαδάζοντας αιμόφυρτος από τους πόνους. Δύο ηλικιωμένοι τους προσπέρασαν βιαστικά. Δεν ήθελαν να βρουν τον μπελά τους. Είχαν αυξηθεί τελευταία οι ομοφοβικές επιθέσεις στο πάρκο. Τι τους ένοιαζε στο κάτω κάτω; Ας πρόσεχαν οι «ανώμαλοι»!

Σε μισή ώρα βρισκόταν στο κέντρο. Είχε για τα καλά σκοτεινιάσει. Σαν μπήκε στην ολοφώτιστη κατάμεστη αίθουσα, αισθάνθηκε ένα αίσθημα αγαλλίασης και υπερηφάνειας. Για λίγες ώρες θα ξέχναγε τα πάντα. Τη φτώχεια του, την περιφρόνηση της κοινωνίας, τα «άνομα» πάθη του, τη μίζερη ζωούλα του. Χαιρέτισε φασιστικά και πήγε κοντά στους συντρόφους του για να μοιραστεί μαζί τους το «ανδραγάθημα» του πάρκου…

Το βιβλίο “Νυστερινός Διαβάτης” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Λέμβος”.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα

Ο Αλέξανδρος Κεφαλάς γεννήθηκε στα Εξάρχεια το 1977. Είναι απόφοιτος του Αμερικάνικου Κολεγίου της Ελλάδας στον τομέα  της Ιστορίας της Τέχνης. Στο παρελθόν εργάσθηκε ως επιμελητής έκθεσης σε γκαλερί των Αθηνών, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της ιστορίας της τέχνης. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 2007. Έχει γράψει ιστορικό και σύγχρονο μυθιστόρημα, διηγήματα, ποίηση. Ο «Νυχτερινός Διαβάτης» (εκδόσεις Λέμβος, 2014) είναι το τελευταίο του βιβλίο. Το 2012 συνεργάσθηκε με το λογοτεχνικό fanzin “Αστυδρόμος”. Σήμερα είναι υπεύθυνος λογοτεχνικής αξιολόγησης στις εκδόσεις Λέμβος.

 

 

Vasilis Thanopoulos

Από μικρός ήθελα να γίνω αστροναύτης. Εξάλλου, πάντα θυμάμαι να μου λένε ότι "πετάω στα αστέρια". Λόγω όμως σχετικής υψοφοβίας αποφάσισα να αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμό και να γίνω δημοσιογράφος (απ' το κακό στο χειρότερο), Μπήκα στο Πάντειο (Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων & Πολιτισμού) και λίγους καφέδες αργότερα πήρα το πτυχίο μου. Έκτοτε το επαγγελματικό μου μετερίζι με έχει οδηγήσει στην πόρτα ανθρωπιστικών οργανισμών (Διεθνή Αμνηστία, Έλιξ) αλλά και πολλών έντυπων και διαδικτυακών μέσων (Esquire, Nitro, Protagon, κλπ). Η σχέση μου με το Antivirus ξεκίνησε τυχαία τον Μάρτιο του 2013. Έκτοτε έγινε λατρεία... Είτε εδώ είτε στο περιοδικό, όλο και κάπου θα με πετύχετε. Αν τώρα θέλετε να κάνετε και κάποιο σχόλιο... θα με βρείτε στο [email protected]. Cu!




Δες και αυτό!