Είδαμε το Νεαρές μητέρες των Ζαν Πιερ και Λικ Νταρντέν

31/07/2025
Πέντε νεαρά κορίτσια φιλοξενούνται και συγκατοικούν σε μια δομή περίθαλψης για νέες μητέρες στη Λιέγη, που τις στηρίζει μέχρι να  γεννήσουν και να πατήσουν στα πόδια τους, μαζί ή χωρίς (δηλαδή έχοντας δώσει για υιοθεσία) τα μωρά τους. Η κάμερα των αδελφών Νταρντέν τις ακολουθεί με τον γνώριμο διαπεραστικό τους τρόπο που φέρνει τον θεατή σε επαφή σχεδόν με τις ηρωίδες του έργου.

Η Τζέσικα ετοιμάζεται να γεννήσει την Άλμπα, όμως έχει ένα ακόμη μεγαλύτερο άγχος, την πρώτη απόπειρα γνωριμίας με τη βιολογική της μητέρα, Μοργκάν. Η Τζέσικα μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και έχει επενδύσει σ’αυτή τη συνάντηση συναισθηματικά και ψυχολογικά. Δεν περιμένει πολλά από τον πατέρα του παιδιού, γιο των αφεντικών στο γυμναστήριο που δούλευε τα Σαββατοκύριακα, όπως η ίδια ομολογεί,  με την ελπίδα να γνωρίσει κάποιον πλούσιο. Από τη μητέρα της όμως περιμένει μια στοιχειώδη στήριξη. Είναι όμως η Μοργκάν σε θέση να της την δώσει;

Τη ίδια ώρα η Πέρλα προσδοκά να επανενωθεί με τον πατέρα του παιδιού της που μόλις βγήκε από κέντρο κράτησης ανηλίκων, θεωρώντας (η Πέρλα) ότι οι τρεις τους θα αποτελέσουν μια «πραγματική» οικογένεια, το αντίδοτο στα συναισθηματικά και ψυχικά ελλείματα που βίωσε από μικρή. ‘Ομως ο Ρομπέν δεν «ψήνεται» καθόλου για κάτι τέτοιο. Η Πέρλα περιστρέφεται γύρω από τεχνικά ζητήματα (εύρεση σπιτιού που να βολεύει τον Ρομπέν), εξαφανίζεται από τη στέγη αναζητώντας τον. Δυσκολεύεται να αναγνωρίσει ότι η οικογένεια που ονειρεύεται μπορεί τελικά να είναι η ίδια και ο γιός της, τελεία, και όποιοι άλλοι επιθυμούν να είναι πλάι της.

Δεν είναι όλες οι ιστορίες στενάχωρες. Η Νάιμα κατορθώνει να βγει με το κεφάλι ψηλά, με το παιδί της αγκαλιά, με δουλειά και σπίτι και με την υποστήριξη της μάνας της σε αντίθεση με την υπόλοιπη οικογένειά της, όμως είναι τεράστιο βήμα μπροστά.

Από την άλλη, η Ζουλί παλεύει με τους εθισμούς της. Έχει στο πλευρό τον σύντροφό της και πατέρα της κόρης της, ωστόσο δεν πρόκειται για διαδικασία «μια κι έξω». Τρομάζει να βγει από την εστία, μήπως δει τον ντίλερ της περιοχής, κι όταν τον δει, κυλάει προς τα πίσω, συνέρχεται, ξαναπροσπαθεί, και η ζωή συνεχίζεται.

Η πιο περίπλοκη ίσως περίπτωση είναι της Αριάν που έχει αποφασίσει να δώσει την κόρη της, Λιλί για υιοθεσία και να επιστρέψει στο λύκειο με στόχο να σπουδάσει. Αυτό τη φέρνει σε σύγκρουση με τη μητέρα της, που προσδοκά να ζήσουν μαζί οι τρεις τους, να χτίσουν την οικογένεια που η ίδια δεν κατάφερε να προσφέρει στην κόρη της εν μέσω αλκοολισμού, κακοποιητικών συντρόφων και φτώχειας. «Δεν έχω οργή εναντίον σου, αλλά η φτώχεια δεν αντέχεται», της λέει σε μια σπαρακτική στιγμή και τραβά το δρόμο της, γράφοντας μια ειλικρινή επιστολή στην Λιλί, στην περίπτωση που αυτή θελήσει να την διαβάσει όταν γίνει δεκαοκτώ, δηλαδή τρία χρόνια μεγαλύτερη από όσο η Αριάν τη στιγμή που την γράφει.

Ένα σημαντικό στοιχείο της ταινίας είναι η αποδόμηση της μητρότητας, μιας έννοιας έχει γνωρίσει τόση κακοποίηση στον κυρίαρχο λόγο και ηθική. Μακριά λοιπόν από τα ηθικοπλαστικά κλισέ που δυστυχώς εξακολουθούν να αναπαράγονται μέχρι σήμερα, και εξυμνούν τη μητρότητα σαν την αναγκαία συνάντηση της βιολογίας με την αναπαραγωγή, δεν υπάρχει κανένα «θαύμα», κανένα μαγικό φίλτρο καθαγιασμού της μητρικής κατάστασης. Αντίθετα, και εδώ συγκρούεται το ηθικό πρόταγμα με την ανθρώπινη κατάσταση. Η Τζέσικα διερωτάται γιατί δεν μπορεί να αισθανθεί τίποτα κρατώντας την μικρή της Αλμπα, κι ας έχει ορκιστεί στον εαυτό της ότι δεν θα την αφήσει ποτέ όπως έκανε σε αυτήν η Μοργκάν. Η Πέρλα περιφέρει τον Νοά πέρα δώθε σε προσπάθεια προσέλκυσης του Ρομπέν, αλλά τον αφήνει στην εστία τρεις μέρες προκειμένου να ανακαλύψει πού κρύβεται ο απρόθυμος άντρας «της καρδιάς της».

Το δεύτερο στοιχείο στην ταινία των Νταρντέν είναι ότι ο ρεαλισμός που υπηρετεί η κινηματογραφική ματιά τους τους δεν ξεπέφτει ποτέ στην απαξίωση των χαρακτήρων και τη μιζέρια. Οι πρωταγωνίστριές τους είναι γυναίκες με τραύματα, αλλά και με τη δυναμική να απελευθερωθούν από τις συνθήκες που τις έφεραν σε μια πρώιμη μητρότητα που δεν μπορούν να διαχειριστούν και που συχνά αναπαράγεται από γενιά σε γενιά λόγω των κοινωνικών συνθηκών. Κι αν η προκατάληψη σταδιακά υποχωρεί, η ενοχή για την προσωπική ανεπάρκεια παραμένει σαν ο τέλειος φαύλος κύκλος. Όμως η ταινία κοινωνικοποιεί τις καταστάσεις, προβάλλοντας τα κοινά στοιχεία, μαζί με τις ατομικότητες. Για να γυρίσουν την ταινία, οι δημιουργοί πέρασαν πολλές ώρες σε μια  εστία για νεαρές μητέρες, άκουσαν τις ιστορίες τους και γνώρισαν το προσωπικό που υποστηρίζει αυτές τις δομές, ψυχολόγους, κοινωνικές λειτουργούς, γνώρισαν την καθημερινότητα που μοιράζονται.

Αποτέλεσμα: το κοινωνικό σινεμά της ενσυναίσθησης -ένα είδος αρκετά παραγνωρισμένο- στα καλύτερά του από τους αδελφούς Νταρντέν που, για μια ακόμα φορά  κατορθώνουν να αφηγηθούν ανθρώπινες ιστορίες με μια βαθιά προσέγγιση των χαρακτήρων, χωρίς στόμφο και ηθικοπλαστικά διδάγματα.




Δες και αυτό!